Γράφει ο Γλέζος για τις πρώτες μέρες της Κατοχής:
«Ήταν μεσημέρι. Γύριζα σπίτι, όταν στη γωνιά του δρόμου, στο σκιερό το μέρος, ένας κύκλος από γυναίκες, άντρες και παιδιά έκλεινε γύρα έναν άνθρωπο ντυμένο στο χακί.
Αξύριστος, με σκαμμένα τα χέρια από την παγωνιά και μαύρα από την απλυσιά, καθόταν στο πανωσκάλι τ’ αντικρινού σπιτιού και από μια κούπα, χουφτιασμένη λαχταριστά, έπινε.
Έπινε κρύο νερό να δροσιστεί από την ξεραΐλα της ήττας και της κούρασης.
Έτυχα εκείνη την ώρα.
Όλοι κρατούσαμε την αναπνοή μας ως να πιει. Κι όλοι σηκώναμε το κεφάλι, καθώς το σήκωνε κι αυτός για να στραγγίξει για καλά την κούπα. Κι όλοι περιμέναμε να τελειώσει. Και προτού προλάβει να σκουπίσει με το πισωμάνικο τις στάλες του νερού, που λαμπύριζαν μέσα στα μουστάκια του, του πέσαμε για να μάθουμε.
Πούθε έρχεσαι;
Από το Πόγραδετς,
Πώς;
Μην τα ρωτάς.
Είστε κι άλλοι;
Ναι.
Σε ποια μονάδα ήσουν;
Ο άνθρωπος από το μέτωπο, ο ντυμένος ακόμα με το χακί και με το ύφος του πολεμιστή, τά ’χασε.
Όλη η κούραση του χειμώνα και της αγρύπνιας, η αγωνία της αναμονής και του θανάτου, είχαν αυλακώσει με την παρουσία τους το πρόσωπό του.
Οι χαρακιές της απογοήτευσης και της ήττας φάνταζαν πιο πολύ στο μέτωπό του. Μα, πάνω απ’ όλα, δυο κάθετες χαρακιές ανάμεσα στα φρύδια σφράγιζαν το εναγώνιο ερώτημα για το μέλλον.
…Σε μια δυο μέρες η Αθήνα γέμισε από το λερό χακί.
Αξύριστοι, με λιγδωμένα γένια, με ξεσκισμένα ρούχα, με λιωμένες αρβύλες, γύριζαν από το Μέτωπο οι μαχητές του Έπους, οι ηττημένοι της νικηφόρας στρατιάς.
Διάβαιναν όλοι μαζί κι ένας-ένας.
Διάβαιναν τ’ αναπηρικά τους μπαστούνια και χτύπαγαν τις πλάκες του πεζοδρομίου κι έστιζαν σε μικρά σφηνωτά στίγματα την άσφαλτο.
Και διάβαιναν αχτένιστα κεφάλια με κουρασμένα μάτια και φρυμένα χείλη.
Μια πορεία ανθρώπων.
Η πορεία μιας ιστορίας ξετύλιγε στα πόδια της Αθήνας τους δημιουργούς της.
Και διάβαιναν μπροστά μας ιστορίες για απάτητες κορφές όλο χιόνια.
Και διάβαιναν μπροστά μας χιόνια, χιόνια…χιόνια και κρύο, κρύο, κρύο…κρύο που πάγωνε, εμάργωνε τις αρβύλες κι έπρεπε να τις κατουρήσεις για να ξεξυλιάσουν και να παίξει και πάλι το δέρμα για να τις φορέσεις.
Και διάβαινε από μπρος μας αυτό που γράφτηκε με προσφορά ζωής χιλιάδων νέων ανθρώπων ως το Έπος της Αλβανίας.
Μάνα να πάρουμε κι εμείς έναν;
Να πάρουμε παιδιά μου.
Και πήραμε κι εμείς έναν πολεμιστή της νίκης, της ήττας και της αγωνίας.
Και τι θα γίνει τώρα;
Θα γίνει σαν στη Σμύρνη, έγρουξε κραυγή μεγάλη μια γυναίκα.
Κι ένας γέρος αντίκοψε:
Σκάστε και πάψτε να σκούζετε. Ήμασταν κι άλλη φορά σκλάβοι και λευτερωθήκαμε».
Και τα πήρε ο άνεμος που κρυφάκουγε και τα σκόρπισε σ’ όλη τη χώρα, σα μήνυμα, σαν ηχώ πού ’ρχεται από τα βάθη της Ιστορίας μας».
Το ιστορικό ένθετο: «Χθες – Σήμερα – Αύριο. Ραδιοφωνικός περίπατος στα μονοπάτια της τοπικής μας ιστορίας» του Νίκου Λεβογιάννη
Ακολουθήστε το naxostimes.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις