Σε άλλους κόσμους ταξιδεύει από σήμερα ο Άκης μου, ο Άκης μας. Συναντά τους άλλους αγγέλους τ’ ουρανού… Η ψυχή αυτού του υπέροχου ανθρώπου απέδρασε σήμερα από την Εντατική του Νοσοκομείου «Αττικόν» και χάθηκε στο φως, βασανισμένη απ’ την επιθετική αρρώστια, αλλά γαλήνια. Ορφανέψαμε. Ορφανέψαμε όλοι οι δικοί του, αλλά και όσοι γνώρισαν τη γλυκιά και διακριτική παρουσία του στο διάβα της μικρής ζωής του. Ήταν μόλις 55 χρόνων…
Ψυχούλα ήταν ο Άκης. Γεμάτος αγάπη, καλοσύνη, ευγένεια και μεγαλοκαρδία. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Γιάγκος Αξαόπουλος κατάγεται από την Κόρωνο της Νάξου και η μητέρα του Κωστίτσα Αξαοπούλου από τη Σάμο. Ξενιτεύτηκε μικρός, ακολουθώντας την τύχη της οικογένειάς του στην Αμερική. Εκεί, η ζωή του Άκη δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Προσαρμογή στο νέο, διαφορετικό περιβάλλον, οικογενειακή σκληρή δουλειά για επιβίωση και προκοπή. Ο Άκης μετά τις σπουδές του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων και τα Οικονομικά, στράφηκε στις επιχειρήσεις και ευδοκίμησε, αλλά ο νόστος της Ελλάδας ήταν εκείνος που τον απασχολούσε από παιδί. Η τύχη το έφερε να συνδεθεί με τη Νάξο και να βρει το νήμα της καταγωγής του. Του άρεσε ο τόπος μας, τον λάτρευε, του άρεσαν οι ρυθμοί ζωής στην Ελλάδα, ειδικά στο νησί, σε αντίθεση με τους τρελούς, φρενήρεις αμερικάνικους ρυθμούς. Πήρε τη μεγάλη απόφαση και μετακόμισε μόνιμα στο νησί, άλλωστε ήταν το όνειρό του όπως μου έλεγε…
Στη Νάξο, ο Άκης ασχολήθηκε με τα σύγχρονα Μέσα Επικοινωνίας, τις Δημόσιες Σχέσεις και τη Διαφήμιση. Το επιτυχημένο ειδησεογραφικό αυτό portal, το naxostimes.gr, το My Naxos, οι πλήρεις καλύψεις των δραστηριοτήτων στο νησί κ.λπ. είχαν τη σφραγίδα και την υπογραφή του Άκη. Η εργατικότητα, ο ζήλος, η ευγένεια, ο σεβασμός, η επιμέλεια, οι γνώσεις, η ευφυΐα του, τον έκαναν να ξεχωρίζει επαγγελματικά.
Εκείνο επίσης που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή ήταν ο ακέραιος χαρακτήρας του. Τίμιος και αλέκιαστος, γελαστός, ήρεμος, καλοσυνάτος, καλοπροαίρετος, στοργικός σύντροφος, ευγενής, ψύχραιμος και γαλήνιος ακόμα και στις πιο μεγάλες αναποδιές και δυσκολίες.
Είχε πολλά σχέδια για τη δουλειά του. Έκανε όνειρα για τη ζωή του. Ζούσε σε ένα περιβάλλον που τον αγαλλίαζε, τον ενέπνεε, του έδινε φτερά. Ώσπου τού χτύπησε την πόρτα ανέλπιστα, ανύποπτα, με βίαιο τρόπο, εδώ και 10 μήνες, η αρρώστια. Και άρχισε ο προσωπικός του Γολγοθάς. Από τότε ξεκίνησε προοδευτικά μια άνιση μάχη με το θεριό. Ο Άκης δεν έχασε τις εκ φύσεως αρετές του. Αισιόδοξος ως την τελευταία πνοή του, συνέχιζε να ονειρεύεται για το μέλλον του, να σχεδιάζει την επιστροφή στη Νάξο από τους νοσοκομειακούς θαλάμους της Αθήνας. Να ονειρεύεται τη γαλήνια και δημιουργική ζωή του. Το πάθος του για τη ζωή και η αγάπη του για τον τόπο και τους ανθρώπους του ήταν ασίγαστα. Με θάρρος, υπομονή, πραότητα και ελπίδα αντίκρυζε κατάματα την ύπουλη, επιθετική αρρώστια, το θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια της ζωής.
Παρά τις διακυμάνσεις της κατάστασής του, ήθελα κι εγώ να πιστέψω πως θα γίνει καλά ο Άκης μου, τονωμένη από το δικό του σθένος, την αντοχή και τη ψυχική του διάθεση. Όσο πέρναγε ο καιρός, όμως, έχανα την ελπίδα και την πίστη μου. Ο Χάρος είχε λύσει τους κάβους της ζωής του και τον έσπρωχνε σε άγριο, φουρτουνιασμένο «πέλαγος φλογώδες», εν μέσω θυελλωδών ανέμων, μακριά από το νησί μας. Το ταξίδι ήταν επίπονο και περιπετειώδες. Και το λιμάνι της λύτρωσης δεν φάνηκε ποτέ.
Πονά η καρδιά μου. Πονά η καρδιά της Κωστούλας, της καρτερικής μάνας του, που τον έβλεπε να μαραζώνει κάθε μέρα. Πονά ο Μανώλης, ο αδελφός του, που άφησε την Αμερική για να σταθεί επί μήνες στο προσκεφάλι του όπως και η Τζένη. Πονούν τα παιδιά μου, που τα σύνδεε μια αμοιβαία αγάπη με τον Άκη και στάθηκαν γενναία και παρηγορητικά στις δύσκολες στιγμές μας…
Σήμερα ακούω τον Άκη να μου σιγοτραγουδά πονεμένα τους στίχους τού Γκάτσου: «Με τι καρδιά να σ’ αποχαιρετήσω/ Με τι καρδιά τραγούδι να σου πω/ στον ουρανό με τ’ όνειρο θα ζήσω/ στον ουρανό σαν άστρο θα χαθώ/ Βάλε φωνή κοντά σου να γυρίσω/ βάλε φωνή τη γη να θυμηθώ/ Με τι καρδιά τα μάτια σου ν’ αφήσω/ Με τι καρδιά τον κόσμο ν’ αρνηθώ/ σε σκοτεινό γεφύρι θα καθίσω/ σε σκοτεινό ποτάμι θα σταθώ/ Δώσ’ μου φωτιά τη νύχτα μου να σβήσω/ Δώσ’ μου φωτιά στον ήλιο να βρεθώ»…
Ο Άκης ήταν χειμωνανθός. Χειμωνανθός που δεν θα ξανανθίσει, όσο κι αν δεν θέλω να το αποδεχτώ και να συμβιβαστώ με την απουσία του. «Φιλί γυρεύω του ουρανού/ κι αυτός μού δίνει στάχτη…».
Όλα τα στάδια του πένθους με έζωσαν ξαφνικά και μαζεμένα: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Αποδοχή; Είναι πολύ μακριά για να έλθει…
Το δειλινό της ζωής του έφθασε νωρίς. Και θάμπωσε τα δειλινά του Αμπράμ που τόσο του άρεσαν, τα χαιρόταν και τα απαθανάτιζε.
Τον αποχαιρετώ με πόνο ψυχής, μαζί με τα αδικαίωτα όνειρα που πήρε μαζί του, τα όνειρά μας, μετέωρα σε ένα άγνωστο σύμπαν. Κι εμείς χαθήκαμε σε μια «μαύρη τρύπα» οδύνης.
Καλό ταξίδι, χειμωνανθέ μου! Τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο χωρίς εσένα…
Πόπη Αλιμπέρτη
*(Ποιος να μου το έλεγε Άκη μου ότι θα έγραφα αυτό το άρθρο στο site μας…)
Για τελευταία φορά άκου το τραγούδι μας…
Κι αυτό…
One Comment