ΠροσγεΙΩΣΗ ΛΒ΄
*Του Δημήτρη Νανούρη
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΟΡΟΝΟΪΟΥ
ΞΕΦΥΛΛΙΖΩ τα «Ναξιακά Γράμματα» έχοντας πρώτη φορά άφθονο χρόνο να εντρυφήσω ενδελεχώς στα θέματά τους – ιδού τα γόνιμα συμφραζόμενα της κατ’ οίκον απομόνωσης, ελέω κορονοϊού. Πρόκειται για τριμηνιαία επιθεώρηση, ταγμένη να προάγει την κουλτούρα και την τέχνη της ιδιαίτερης πατρίδας μου από την προ-νεολιθική εποχή ώς τις μέρες μας. Με οξυδέρκεια και μεθοδικότητα διεισδύει σε άγνωστες πτυχές της ιστορίας και της λαογραφίας του τόπου, ξετρυπώνοντας ταυτοχρόνως ακατέργαστους και πεποικιλμένους αδάμαντες της πλούσιας επιστημονικής και λογοτεχνικής παραγωγής των ανθρώπων του. Προσεγμένη και ποιοτική έκδοση, κόσμημα του τοπικού Τύπου, κυκλοφορεί αδιαλείπτως από το φθινόπωρο του 2011. Τα εκατοντάδες πρωτότυπα δοκίμια, διηγήματα, ποιήματα και λογής λογής άρθρα που φιλοξενεί επί δέκα συναπτά έτη στις σελίδες της σε πείθουν πως το νησί αποτελεί αστείρευτη φλέβα πολιτισμού.
ΣΤΟ ΤΡΕΧΟΝ ΤΕΥΧΟΣ
ΣΤΟ ΤΡΕΧΟΝ ΤΕΥΧΟΣ στέκομαι στην παρουσίαση της νέας συλλογής, σημαντικής και αγαπημένης ποιητικής φωνής. «Για να γίνουν οι στίχοι τραγούδια» τιτλοφορείται το πόνημα της ακαταπόνητης Ειρήνης Μαστοροπούλου – Ναυπλιώτη. «Ποίηση προσπελάσιμη, οικεία, αναγνωρίσιμη, γλυκόφωνη, απλή και απέριττη, σιγανών αρμονικών τόνων, μελωδικής λυρικής αύρας και πνοής» σημειώνει ο Νίκος Δέτσης στην κριτική του. «Οι θαυμαστές φωτεινές και πολύχρωμες εικόνες των ποιημάτων ντύνουν τη φύση με τα χρώματά της ψυχής της ίδιας της ποιήτριας, που πυρπολημένη από την αγάπη και τη ζεστή θαλπωρή της γενέτειρας γης και φορτισμένη από τις αναμνήσεις των “ορθρινών της χρόνων” οδηγείται στη μέθεξη της ψυχικής γαλήνης με όχημα την απλή και ανεπιτήδευτη γλώσσα». Ιδού δύο εύγλωττα δείγματα:
Η ΑΥΛΗ ΜΟΥ
Γέμισα μ’ άνθη την αυλή μου γύρω γύρω/ γαριφαλιές, ιβίσκους και γεράνια/ χαρά των ανοιχτώ(ν) μου παραθύρω(ν)/ δική μου απολαβή και περηφάνια.// Κάθε πρωί ρίχνω στην πλάτη μου ένα σάλι/ και βγαίνω τρυφερά να τους μιλήσω/ κι ως τα κουνά ο βοριάς αγάλι αγάλι,/ θαρρείς πως μου γυρνούν αγάπη πίσω/ ανοίγοντας τους κλώνους σαν αγκάλη.// Είναι αφελές –το ξέρω– και αστείο,/ όμως εγώ τη γλώσσα τους γνωρίζω,/ σ’ εκείνα λέω το τελευταίο μου αντίο/ κάθε φορά που παίρνοντας το πλοίο,/ αν θα ξανάρθω μήτε ξέρω, μήτε ορίζω.
ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΙ
Εδώ που φτάσαμε ο δρόμος πια στενεύει/ –ένα μου απόμεινε να πάρω μονοπάτι–/ τα όνειρά μου σαν ηχώ τα κοροϊδεύει/ το ψέμα, η ματαιότης, η αυταπάτη.// Μα εγώ αντιστέκομαι, δεν παραιτούμαι, όχι!/ ανοίγω δρόμους που ποτέ δεν θα περάσω,/ δεν δέχομαι από τώρα να γεράσω,/ να παραδώσω την ασπίδα και τη λόγχη!// Γράφω ποιήματα, τυπώνω και βιβλία,/ φυτεύω δέντρα, να ριζώσει η ελπίδα,/ βάζω στα όνειρά μου άνω τελεία/ και περιμένω να κοπάσει η καταιγίδα.// Ετσι πορεύομαι, μ’ αυτήν την ουτοπία/ για να ’χω λόγο να υπάρχω ώς το τέλος,/ γιατί αγαπώ όλου του κόσμου τα τοπία/ μα όχι του στάσιμου νερού το πράσινο έλος.