Το ζήτημα της έμφυλης, οικογενειακής ή μη, βίας που συχνά καταλήγει σε «γυναικοκτονίες» οι οποίες αποτελούν και τη χείριστη κατάληξή του, αποτελεί ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, έχει λάβει ανησυχητικές και ανεξέλεγκτες διαστάσεις στη χώρα μας.
Δυστυχώς, το τελευταίο διάστημα, η κοινωνία μας γίνεται δέκτης, όλο και συχνότερα, εγκλημάτων κατά της ζωής γυναικών, νεότερων αλλά και μεγαλύτερων ηλικιακά, που συνήθως αποτελούν την τελική και αποτρόπαια πράξη μιας σειράς μικρότερων πράξεων βίας. Πράξεων που πολλοί από εμάς γνωρίζουμε και αναγνωρίζουμε, στις μικρές τοπικές κοινωνίες, στις γειτονιές και τα χωριά μας και που τελικά όταν συμβούν αναρωτιόμαστε έκπληκτοι για το πως τελικά συνέβη η τραγική κατάληξη.
Μία γυναικοκτονία είναι ένα ειδεχθές έγκλημα, αναγκαίο να αναγνωριστεί και νομικά προκειμένου να αποτυπωθεί με σαφήνεια και να βρει τη θέση του στον ποινικό κώδικα. Η γυναικοκτονία,ως όρος,είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών επειδή ακριβώς είναι γυναίκες. Οι λόγοι που διαφοροποιούν μια γυναικοκτονία από μια ανθρωποκτονία σχετίζονται κυρίως με την επικρατούσα ακόμη πατριαρχία σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, την ανδροκρατούμενη και ανατολίτικη ακόμη νοοτροπία, τα έμφυλα στερεότυπα και τις στρεβλές και παρωχημένες αντιλήψεις με τις οποίες μεγαλώνουν έως και σήμερα τα παιδιά σε αρκετές οικογένειες, την υποκουλτούρα βίας και τα πρότυπα που αυτή προβάλλει. Και φυσικά μία γυναικοκτονία δεν μπορεί να αποδοθεί, ως ακραία και εγκληματική ενέργεια, σε στοιχεία προέλευσης εκτός της ελληνικής πραγματικότητας κάτι που ίσως για πολλούς θα ήταν βολικό.
Οι γυναικοκτονίες αποτελούν πλέον ένα πολύ σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο που παρότι η νομοθεσία εκσυγχρονίζεται, στο πλαίσιο της ισότητας των φύλων, εντούτοις όχι μόνο δεν περιορίζονται αλλά αντίθετα εκδηλώνονται με πρωτοφανή συχνότητα και αγριότητα το τελευταίο διάστημα. Μόνο το 2021 μετρήσαμε 17 γυναικοκτονίες ενώ, μέχρι και σήμερα, για το 2022 ο αριθμός έχει ανέλθει στο 13. Αυτές αλλά και όλες οι δολοφονίες γυναικών ανά τον κόσμο συνιστούν ακραίες μορφές έμφυλης και σεξιστικής βίας αφού διαπράττονται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου και εξουσίας στα σώματα και τις επιλογές των γυναικών.
Προφανώς το πρόβλημα είναι οξύτατο και κανείς δεν έχει δικαίωμα να το προσπερνά και υποβαθμίζει. Κοινωνικά, πολιτικά και νομικά, τα κόμματα και η νομοθετική εξουσία, τα κοινωνικά κινήματα και οι μαζικοί φορείς, οι οργανώσεις γυναικών αλλά και η κάθε οικογένεια που μεγαλώνει τα παιδιά της, ορίζοντας και χτίζοντας τα πρότυπά τους, οφείλουμε να ενσκήψουμε ουσιαστικά στο πρόβλημα.
Τι μπορεί όμως να συμβεί για να αντιμετωπίσουμε το συγκεκριμένο πρόβλημα; Ποιοι είναι οι αρμόδιοι και πως μπορούν να συνεργήσουν υιοθετώντας πρακτικές οι οποίες έχουν ήδη εφαρμοστεί στο δυτικό κόσμο;
Η συντεταγμένη πολιτεία, η κυβέρνηση, οι τοπικές αρχές αλλά και ο κάθε πολίτης ξεχωριστά μέσα από τις δομές της οικογένειας και της κοινωνίας, οφείλουμε άμεσα να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα και να κινηθούμε σε τρεις (3) βασικούς πυλώνες:
(α) Στη δημιουργία ενός δυνατού υποστηρικτικού και νομικού πλαισίου, διαμέσου της νομικής αναγνώρισης, για τα θύματα της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας αφενός για τον ειδικό προσδιορισμό της ποινής και αφετέρου για την καταγραφή και τήρηση επίσημων στατιστικών στοιχείων, η αξιολόγηση και αξιοποίηση των οποίων μπορεί να βοηθήσει στην δημιουργία συνθηκών και μηχανισμών μελλοντικής αποτροπής και περιορισμού τους.
(β) Στη δημιουργία και ενίσχυση μηχανισμών και δομών κοινωνικής αλληλεγγύης και υποστήριξης όχι μόνο κακοποιημένων αλλά και εν δυνάμει κακοποιημένων γυναικών – πρακτικά δηλαδή όλων των γυναικών κάθε ηλικίας – οι οποίες θα στελεχωθούν με κατάλληλο προσωπικό και σε συνεργασία με τις τοπικές αυτοδιοικητικές, αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές, εφόσον απαιτείται για ακραίες συμπεριφορές έμφυλης βίας, θα συμβάλλουν στην πρόληψη των περιστατικών.
(γ) Στηνψυχοκοινωνική ενδυνάμωση και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων των έφηβων κοριτσιών, ήδη από το σχολείο με την ενσωμάτωση στους κύκλους σπουδών ειδικών εκπαιδευτικών ενοτήτων, με στόχο την αντιμετώπιση και άρση παγιωμένων πρακτικών και νοοτροπιών και έμφυλων διακρίσεων και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την προώθηση της προόδου στην ουσιαστική ισότητα των φύλων και την οικονομική ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.
Ειδικότερα, όσον αφορά στο (γ), ο χώρος της εκπαίδευσης, και μάλιστα σε νεαρές ηλικίες, συνιστά ένα προνομιακό πεδίο για την καλλιέργεια μιας ισχυρής προοδευτικής αντίληψης και την εξάλειψη παντός είδους ανισοτήτων. Η εκπαίδευση στην προεφηβική και εφηβική ηλικία θεωρείται ένα μέσο αφύπνισης των νέων κοριτσιών για θέματα που σχετίζονται με το φύλο τους και την κοινωνική κατασκευή του.
Η εφηβεία είναι μια εξελικτική φάση διαφορετική από την παιδική και την ενήλικη. Είναι μια μεταβατική περίοδος που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι χαρακτηρίζεται από βιολογικές, γνωστικές και ψυχολογικές μεταβολές. Τα έφηβα κορίτσια πιο συγκεκριμένα είναι από τις πιο ευάλωτες ομάδες – πολύ περισσότερο από τις ενήλικες γυναίκες, τους άνδρες ή τα έφηβα αγόρια.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, έως και το 50% των σεξουαλικών επιθέσεων διαπράττονται κατά των κοριτσιών ηλικίας κάτω των 17 ετών, χωρίς όμως οι πολιτικές να αντικατοπτρίζουν τη σημασία της επένδυσης που πρέπει να δοθεί στα νέα κορίτσια ως μιας συγκεκριμένης ομάδας στόχου. Η εφηβεία δεν είναι μόνο ένα κρίσιμο στάδιο στην ταχεία κοινωνική, σωματική και συναισθηματική ανάπτυξη, αλλά μία κρίσιμη μετάβαση στην ενηλικίωση και την ανεξαρτησία.
Επιπλέον, η μη ικανοποίηση των αναπτυξιακών αναγκών κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης φάσης μπορεί να έχει σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες. Οι παρεμβάσεις λοιπόν προς αυτή τη κατεύθυνση θα πρέπει να αντιμετωπίζουν τις οικονομικές, ψυχολογικές και κοινωνικές ανάγκες των κοριτσιών κατά τη διάρκεια αυτού του κρίσιμου σταδίου της ζωής, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν μελλοντικές συνθήκες τρωτότητας.
Επιγραμματικά, οι επιμέρους στόχοι μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, διαμέσου της ενσωμάτωσης στην μαθησιακή διαδικασία θεματικών ενοτήτων και εργαστηρίων, μπορεί και πρέπει να είναι:
-Η αντιμετώπιση των έμφυλων ανισοτήτων και η άρση των διακρίσεων.
-Η διασφάλιση ίσων ευκαιριών.
-Η οικοδόμηση μιας κοινότητας δύναμης γύρω από κάθε κορίτσι.
-Οι αμοιβαίοι κύκλοι ενδυνάμωσης και δημιουργίας μιας ισχυρής κοινότητας.
-Η ενθάρρυνση των κοριτσιών να φανταστούν ένα ευρύτερο μέλλον μέσα από ένα πρόγραμμα σπουδών που βασίζεται σε γυναικεία πρότυπα και μη παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους.
-Η ενίσχυση της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης καθώς και της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας.
-Η ανάδειξη της σχέσης μεταξύ των φύλων.
-Η δημιουργία σχέσεων υποστήριξης και η εξοικείωση με ισχυρά γυναικεία πρότυπα.
-Η εξάσκηση δεξιοτήτων όπως η ηγεσία, η ομαδική εργασία και η κριτική σκέψη και δεξιοτήτων ζωής.
-Η εξοικείωση με διαφορετικού είδους σταδιοδρομίες αλλά και με το ακαδημαϊκό περιβάλλον.
-Οι δράσεις επαγγελματικού προσανατολισμού για την ισότιμη ενθάρρυνση μη στερεοτυπικών επιλογών σταδιοδρομίας από τις εκπαιδευόμενες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πολύπλευρη ενδυνάμωση των γυναικών αποτελεί σημαντικό στόχος της νέας προγραμματικής περιόδου (ΕΣΠΑ 2021-2027), μέσω της οποίας είναι δυνατή η χρηματοδότηση ανάλογων δράσεων. Καθίσταται λοιπόν άμεση και επιτακτική η ανάγκη ανάληψης και υλοποίησης δράσεων οι οποίες θα επενδύσουν στην πρόληψη στοχεύοντας στην αντιμετώπιση και σταδιακή εκρίζωση αυτής της μάστιγας που ταλανίζει την ελληνική, και όχι μόνο, κοινωνία.
*Ο Γιώργος Μαραγκός είναι Σύμβουλος Ανάπτυξης & Διοίκησης Έργων, τ. Δήμαρχος Σύρου – Ερμούπολης