Η κυρία Μανωλοπούλου-Σέργη ανέλαβε αυτοβούλως ή μη (την έπνιγε, ως φαίνεται, το δίκιο ή εζήλωσε δόξα Λυσία) να απαντήσει στο άρθρο μου και να υπερασπιστεί την τελετουργία και το περιεχόμενο της εκδήλωσης του Γυμνασίου Νάξου. Δικαίωμά της και καλοσύνη της. Δικαίωμά της γιατί μπορεί να είναι εκ καταγωγής ή εξ αγχιστείας Ναξιώτισσα, προπάντων παρούσα στην εκδήλωση, ανεξάρτητα από την καταγωγή της. Καλοσύνη της, γιατί εξωτερικεύει τον πλούσιο συναισθηματισμό της και έτσι από το κάτι κρίνεις πολλές φορές το παν, όπως λένε οι ψυχαναλυτές.
«Ήμουν και εγώ εκεί..» δηλώνει, όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος στο ομότιτλο βιβλίο του, με δύσκολα ελεγχόμενη συγκίνηση και δάκρυα χαράς. Και εκεί να μην ήταν, φαντάζομαι την ίδια εντύπωση θα είχε, γιατί η εκδήλωση μεταδιδόταν και από το διαδίκτυο, με φτωχό ομολογουμένως ακροατήριο. Μόνο που τότε θα εκδήλωνε μοναχικά τους αλαλαγμούς της χαράς της. Με εμπάθεια, όμως (ισχυρό πάθος).
Το αναγνωρίζω, πάντως, όλα κι όλα. Η προσπάθειά της, αν και αγχώδης, είναι φιλότιμη. Το ερώτημα ενός…ημιμαθούς είναι: Θεατής υπήρξε. Ακροατής, όμως; Γιατί έθεσα ερωτήματα που πλανώνται στη χωραΐτικη κοινωνία και γυρεύουν απάντηση. Υπάρχουν και άλλα ουσιαστικότερα που δεν τα θέτω επί του παρόντος, γιατί δεν την αφορούν. Η κυρία τέως Σχολική Σύμβουλος και τέως Διδάσκουσα, ανυστερόβουλα ασφαλώς και καλόπιστα, ανέλαβε το ρόλο του συνηγόρου της Οργανωτικής Επιτροπής και διαγιγνώσκει μάλιστα ημιμάθειες και μωρίες, διαβάζοντας κάτω, πάνω, μέσα, μεταξύ, αριστερά και δεξιά των γραμμών!!! (Ας βάλω κι εγώ τρία θαυμαστικά, όπως με κουβαρντοσύνη κάνει η δεινή επιστολογράφος). Της θυμίζω -ή μάλλον της γνωρίζω- το «Εγκώμιον της μωρίας»: Ο Έρασμος δεν παίρνει ο ίδιος τον λόγο, αλλά ανεβάζει στην έδρα τη Stultitia, την Τρέλα, για να πλέξει η ίδια το εγκώμιο του εαυτού της (και των γύρω της). Κι έτσι γίνεται μια διασκεδαστική παρεξήγηση. Ποτέ δεν ξέρεις ακριβώς, ποιός μιλάει. Είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που μιλάει σοβαρά; Είναι η Τρέλα, που πρέπει, φυσικά, να της συγχωρηθούν και οι πιο τολμηρές αυθάδειες; Δεν θέλω να επεκταθώ στο «ουδείς μωρότερος..», γιατί δεν μου ταιριάζει, ούτε στο ευαγγελικό «μωραίνει Κύριος…». Για κυρίες δεν αρμόζουν, εξάλλου, τέτοιες παρεκκλίσεις. Διερωτώμαι σε τι συνίσταται η ημιμάθεια, γιατί για την αμάθεια μπορώ να απαντήσω, διαβάζοντας την επιστολή της π.χ. «100 χρόνια Γυμνάσιο» και όχι του Γυμνασίου (στον τίτλο), «παρευρεθέντες» (σαν να ήλθαν και απήλθαν), «ηλεκτρονικό έντυπο» (ηλεκτρονικό και συνάμα έντυπο το naxostimes), «πως επικράτησε τελικά ο προσανατολισμός Γυμνάσιο», «στις πέτρινο σώμα του». Άραγε ποιας ειδικότητας Σχολική Σύμβουλος υπήρξε; Το ερώτημα με βασανίζει ιδιαίτερα.
Τις γενικολογίες της κυρίας τέως Συμβούλου θα μπορούσε κανείς να αντιπαρέλθει. Γιατί ούτε σε ένα ερώτημά μου δεν απάντησε. Ερωτήματα, όμως προκύπτουν διαρκώς. Φίλος εκπαιδευτικός μου είπε ότι ήταν τόσο πρόχειρη η εκδήλωση, που ούτε τα κιτάπια του Σχολείου δεν άνοιξαν να δουν ποιοι διετέλεσαν Γυμνασιάρχες. Έτσι βράβευσαν μη διατελέσαντες-προφανώς λόγω προσωπικών επιλογών, προτιμήσεων, αντιθέσεων και στρατηγικών- και δεν ονομάτισαν καν διατελέσαντες Γυμνασιάρχες που τίμησαν με την παρουσία και την επιστημοσύνη τους το Σχολείο.
«Μίλησε η ψυχή» του σχολείου μας λέει ποιητικά, όμως δεν μίλησαν κάποιες δεκαετίες μαθητών και καθηγητών, όπως η δική μου, που έψαχνα να βρω «με λαχτάρα τα νιάτα μου». Το δημόσιο σχολείο πρέπει να προστατευτεί από τη φιλελεύθερη λαίλαπα της εποχής, αλλά μήπως υπάρχουν και εχθροί, ακούσιοι ή εκούσιοι, εκ των ένδον;
Ο καθηγητικός κόσμος της Χώρας και της Νάξου γενικότερα απουσίαζε εκκωφαντικά, ενώ τ’ Απεράθου είχε την τιμητική του, μια που ήταν κέντρο αναφοράς από την εισηγήτρια. Επίσης, το πρωτόκολλο των προσκλήσεων του Δήμου, που δήθεν ελήφθη υπ’ όψιν, ή πρέπει να επικαιροποιηθεί ή έγιναν λαθροχειρίες, δεδομένης της μη πρόσκλησης κάποιων που έπρεπε να προσκληθούν επισήμως.
Όσο για το ψευτοδίλημμα Γυμνάσιο ή Γεωργική σχολή δεν θα αρκούνταν κανείς επιπόλαια και επιφανειακά μόνο σε δυο δημοσιογραφικά άρθρα, χωρίς συνολική ανάλυση των στόχων και θέσεων της εφημερίδας, όχι στατικά, της θέσης και άλλων Ναξίων επιστημόνων και πολιτικών, της γενικότερης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της εποχής, των αναγκών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, των προτάσεων επιστημόνων πανελλήνιου βεληνεκούς, της πρακτικής άλλων κρατών. Η μηχανική μεταφορά ιδεών και θεωριών, άτοπων για το συγκεκριμένο θέμα, το χώρο, τα πρόσωπα και την εποχή δεν είναι επιστημονική θέση και στάση. Άλλωστε ο Σπ. Πλουμπίδης, ήδη αν. καθ. στο Παν. Αθηνών πριν από 10 χρόνια έγραψε ένα βιβλίο, με τίτλο «Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια- Ο «γεωργικός εθνικισμός» στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία 1922-1949», με διαφορετική αφετηρία και χαρακτηριστικά-και διαστρεβλωμένη, έστω σε εισαγωγικά, τη λέξη εθνικισμός-, που καμιά σχέση δεν είχε με τα παρ’ ημίν συμβαίνοντα, τις αντιλήψεις και προθέσεις του Γ. Βαρδή κ.λπ.
Αυτή είναι η αλήθεια, αν υιοθετήσουμε την αντι-εκαιδευτική και αντεπιστημονική άποψη περί μιας αλήθειας της κυρίας τέως Σχολικής Συμβούλου. Γιατί-έπρεπε τουλάχιστον αυτό να το ξέρει-, δεν υπάρχει ΜΙΑ αλήθεια-«τί εστίν αλήθεια;», κατά το ευαγγελικό-, και ότι απόψεις διατυπώνονται και γεγονότα ερμηνεύονται επωνύμως, ανωνύμως και ψευδωνύμως. Αυτό είναι κατάκτηση του πολιτισμού μας. Η ελευθερία σκέψης και έκφρασης σημαίνει ότι τα γεγονότα προσλαμβάνονται διαφορετικά. Και αυτός είναι ο πλούτος του διαλόγου και της σύνθεσης σε ανώτερο επίπεδο.
Λυπάμαι αν δυσαρέστησα, εγώ ο ημιμαθής και μωρός, το αετοπούλι της εκπαίδευσης, που βαφτίζει οργουελιανά ως «πρωτοπόρα» μια ιδέα που έχουν πολλαπλώς ενσαρκώσει πολλά σχολεία πανελληνίως. Και αυτό έπρεπε εξ επαγγέλματος να το ξέρει.
Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω την κυρία Μανωλοπούλου-Σέργη. Να της πω και ανείπωτα και άγραφτα για το Γυμνάσιο και την τελετή. Χάριν αυτής της συνάντησης μπορώ να άρω και την ανωνυμία μου, αν και o εκφοβισμός και αποπροσανατολισμός καιροφυλακτούν.
Μπορώ, όμως, να την καθησυχάσω, επικαλούμενος τον Γκράουτσο Μαρξ: «Αν δεν σας αρέσουν οι ιδέες μου, μην ανησυχείτε, έχω κι άλλες…» (χωρίς θαυμαστικά).
Επιχώριος
3 Comments