Να ελέγξει την παράνομη διακίνηση και εμπορία χύμα τσίπουρου επιχειρεί η κυβέρνηση με τη διάταξη που περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε χθες αργά το βράδυ στη Βουλή και που το κύριο μέρος του καταλαμβάνουν οι ρυθμίσεις για το “πλαστικό χρήμα” και την αναμόρφωση του Πτωχευτικού Κώδικα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 108 του νομοσχεδίου διατηρείται η δυνατότητα από τους λεγόμενους διήμερους αποσταγματοποιούς να παράγουν και να εμπορεύονται τσίπουρο, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι εκδίδουν φορολογικά στοιχεία. Εξαίρεση από την υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις εκείνες που παράγουν τσίπουρο αποκλειστικά για κατανάλωση εντός της οικογένειας και μέχρι 120 κιλά ανά αποστακτική περίοδο, ενώ απαγορεύεται ρητά η εμπορία του.
Στην περίπτωση που διακινείται το τελευταίο θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της άδειας απόσταξης, καθώς και από το αποδεικτικό είσπραξης των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Σε περίπτωση που το προϊόν του οποίου επιτρέπεται η εμπορία δεν συνοδεύεται από τα απαιτούμενα φορολογικά στοιχεία, επιβάλλεται πρόστιμο στον αποσταγματοποιό ύψους 500 ευρώ, ενώ στην περίπτωση που γίνεται εμπορία τσίπουρου, ενώ αυτό επιτρέπεται μόνο για ιδία κατανάλωση τότε επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 1500 ευρώ. Οι νέες διατάξεις για το τσίπουρο θα ισχύσουν από την 1η Αυγούστου 2017, οπότε ξεκινά η επόμενη αποστακτική περίοδος για τους διήμερους παραγωγούς.
Η παραπάνω ρύθμιση σημειώνεται ότι αποτελούσε μία από τις βασικές συστάσεις της δεύτερης εργαλειοθήκης ανταγωνισμού του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης).
Όπως έγραφε το Reporter.gr την Κυριακή στα επόμενα νομοσχέδια συνδεόμενα με τα έσοδα, αναμενόταν να τεθεί και το ζήτημα της αντιμετώπισης του παράνομου χύμα τσίπουρου, με πιθανότερο το ενδεχόμενο να υπάρξει σχετική νομοθετική ρύθμιση με τη νέα χρονιά. Σημειώνεται ότι, το ειδικό καθεστώς των διήμερων αποσταγματοποιών με αιχμή τη φορολογία και το ζήτημα της καταπολέμησης των παράνομων καζανιών εξετάζεται έντονα από τους Θεσμούς, όπως συμβαίνει και με άλλες φοροαπαλλαγές που έχουν μπει στο στόχαστρο, ενώ αποτελεί προαπαιτούμενο που περιλαμβάνεται στην Εργαλειοθήκη ΙΙ του ΟΟΣΑ.
Σημειώνεται ότι το προς παραγωγή χύμα τσίπουρο φορολογείται κατ’ αποκοπή και προκαταβολικά με 1,4 ευρώ ανά λίτρο αιθυλικής αλκοόλης ή 0,59 ευρώ το κιλό, ποσό αισθητά χαμηλότερο από τον ΕΦΚ 12,75 ευρώ ανά λίτρο καθαρής αλκοόλης που καταβάλλεται για το εμφιαλωμένο τσίπουρο. Η ασύμμετρη κατάσταση αυτή με την υπερφορολόγηση των ποτών έχει οδηγήσει σε διόγκωση της παράνομης αγοράς.
Σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών ο όγκος του παράνομα διακινούμενου χύμα τσίπουρου κάθε χρόνο ξεπερνά τα 24 εκατ. λίτρα. Επίσης, δηλώνεται ότι παράγονται 5-7 εκατ. κιλά χύμα τσίπουρου διημέρων, ενώ η παραγόμενη ποσότητα του εμφιαλωμένου τσίπουρου αντιστοιχεί περίπου στο 1/3 του δηλωμένου χύμα τσίπουρου (δεν ξεπερνάει τα 3 εκατ. λίτρα). Πρόσφατη κλαδική μελέτη του ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι η αντίστοιχη απώλεια φορολογικών εσόδων ανέρχεται στα 97,7 εκατ. ευρώ ή στα 250-300 εκατομμύρια ευρώ αν υπολογιστεί ολόκληρη η εφοδιαστική αλυσίδα.