Της Κατερίνας Γιαννακά
Νεραϊδένια: Παγκόσμια ημέρα ομορφιάς σήμερα, λαλά μου!!
Λαλά: Ναι, Νεραϊδένια μου, έλα να σου πω για τις πανέμορφες κούκλες της φίλης μου, της κ. Κορρεδίνας και τι είναι αυτές οι μαρμάρινες κούκλες…
Το σεντούκι της μνήμης ανοίγει και η λαλά ξεκινά την αφήγηση.
Η κυρία Κορρεδίνα και οι «μαρμάρινες «κούκλες»
Στον κυκλαδίτικο πολιτισμό, η φύση, ο Θεός και ο άνθρωπος «είναι ένα». Σε μια εποχή, που αναζητούμε το συναίσθημα και όχι τον εντυπωσιασμό, τα κυκλαδικά ειδώλια, λιτά και απέριττα, μας συνεπαίρνουν, γιατί έχουν να μας αφηγηθούν τη δικιά τους ιστορία. Ανάμεσα στους επισκέπτες του Μουσείου, στο κάστρο της Νάξου, η κυρία Κορρεδίνα, γέννημα θρέμμα ναξιώτισσα από την Κωμιακή, όταν αντίκρισε τα κυκλαδικά ειδώλια, άναυδη και με τρεμάμενη φωνή λέει…
– Μα ιάντα έχουνε επά όλες ευτές τσι μαρμάρινες κούκλες;
– Με πέτρα πάνω στην πέτρα σκάλιζαν τα μικρά ειδώλια, με ό,τι λιτό προσέφερε η γη του τόπου τους.
Λέει ο ξεναγός του Μουσείου και οι επισκέπτες ησυχάζουν για να τον ακούσουν. Μιλάει για τη μορφή της γης – γυναίκας, που εξυψώνεται σε θεϊκό βαθμό σαν τον άνθρωπο, που γυμνός γεννιέται και πεθαίνει…
– Άλλωστε για τους αρχαίους Κυκλαδίτες η γυμνότητα ήταν κάτι «ηρωικό».
Συνεχίζει ο ξεναγός και η κυρία Κορρεδίνα τον ακούει με προσοχή. Θύμισες έρχονται στο μυαλό της, εικόνες σαν κινηματογραφική ταινία περνούν μπροστά στα μάτια της, αντικρίζοντας τις «μαρμάρινες κούκλες», παιχνίδι στα χέρια της, όταν ήταν παιδί. Τα κυκλαδικά ειδώλια ζωντανεύουν μπροστά της, θέλει να τα αγγίξει, να μυρίσει τις πέτρες της ναξιώτικης γης, να τους αφηγηθεί τη δικιά της ιστορία.
Στην άλλη άκρη της αίθουσας του Μουσείου μαθητές με τη δασκάλα τους σιγοτραγουδούν:
«[…] τον Μοντιλιάνι ζάλισα από την ομορφιά μου,
εμένα πρωτοβλέπετε στην αίθουσα παιδιά μου.
Ειδώλιο Πρωτοκυκλαδικό
τρεις χιλιάδες χρόνια πριν απ’ τον Χριστό».
Ο «δρόμος του τραγουδιού» στο Μουσείο, τους οδηγεί μπροστά στον αρπιστή και τον αυλητή, που παίζουν πρώτοι και καλύτεροι τη «συμφωνία της τέχνης»!
«Με κεφάλι μακρουλό και χοντρό – χοντρό λαιμό,
με την άρπα τραγουδώ ειδώλιο Πρωτοκυκλαδικό […]»
Τα παιδιά με ευκολία αναγνώριζαν και αναφωνούσαν με ενθουσιασμό τα ονόματα των ειδωλίων που έβλεπαν. Η κυρία Κορρεδίνα, ψάχνει κι αυτή, τα κοιτάζει με προσοχή και νιώθει σα να της μιλάνε κι εκείνα μέσα από τη φωνή του ξεναγού.
– Γεια σας κυρία Κορεδίνα! Είμαστε τα ειδώλια και γεννηθήκαμε στα όμορφα νησιά των Κυκλάδων πριν 5000 χρόνια. Το όνομά μας έχει σχέση με το είδωλο, που σημαίνει μικρό ομοίωμα με τη μορφή ενός ανθρώπου, ενός ζώου, ενός φυτού και είμαστε φτιαγμένα από λευκό μάρμαρο που υπήρχε άφθονο στα νησιά μας. Τα χαρακτηριστικά μας είναι ο μακρύς λαιμός και η ακινησία στο σώμα, παλιά, ζωγράφιζαν μόνο τα μάτια μας, το στόμα και τα μαλλιά μας.
– Αργότερα, μας έδωσαν κίνηση, φωνάζει ο αρπιστής
– Και σε μένα! Λέει ο αυλητής όταν συστήνεται στην κυρία Κορρεδίνα. Είμαι ο αυλητής και πόσο χαίρομαι που μαθαίνεις για μένα! Ανήκω σε μια άλλη εποχή και τόσα χρόνια στέκομαι ακούραστος κρατώντας τη φλογέρα μου από τότε που με ξέθαψαν από τον τάφο που με βρήκαν. Ξέρετε, συνήθως μας έβαζαν μέσα στους τάφους μαζί με διάφορα αντικείμενα, όπλα, εργαλεία, κοσμήματα και αγγεία, γιατί εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι πίστευαν πως ήταν απαραίτητα στο νεκρό, στην άλλη του ζωή.
Για την κυρία Κορρεδίνα, εκείνος ο περίπατος στο μουσείο και στο κάστρο ήταν σα να ζούσε σε παραμύθι, αφού οι εικόνες και τα μυστικά του έχουν ριζώσει μέσα της και είναι ζωντανά στη μνήμη της, έτσι όπως τα άκουγε από τον παππού και τη γιαγιά της. Αφηγήσεις για Δούκες και Δούκισσες, για πύργους με οικόσημα, για μάχες με πειρατές, για μυστικά περάσματα. Το ταξίδι της στους αρχαίους χρόνους, άπλωσε μπρος στα μάτια της κυρίας Κορεδίνας ένα ολόκληρο απόθεμα γνώσεων, έμαθε πως οι πρώτοι κάτοικοί του, τεχνίτες της σμίλης, το πλούμισαν με τα δικά τους αριστουργήματα, τις πέτρινες κούκλες, θάμα και μυστήριο! Η έκσταση της όμως μετατράπηκε ξαφνικά σε οργή, βύθισε το βλέμμα στη γη του νησιού της πέτρας και του ήλιου και με λυγμούς αφηγήθηκε στα εγγόνια της που τη συνόδευαν, ένα δικό της παιδικό παιχνίδι, που την έκανε αυτή την ημέρα δυστυχισμένη.
– Ώχου μάθια μου, όντες ήμουνα κοπελούδι και μασε παίρνανε με τ’ αδέρφια μου οι ονείς μας στο θέρος στο χωράφι μας στην Εδώνησο, εβρίσκαμενε μεσ’ στα πεζούλια τέθοιες μαρμάρινες κούκλες κ’ επαίζαμενε και πολλές τσι σπούσαμενε, ετσά βαριές που ήτανε και μασε πέφτανε χάμαι.
Το σεντούκι της μνήμης άνοιξε μονομιάς, οι μαρμάρινες κούκλες από το βάρος, τους έπεφταν από τα χέρια και έσπαγαν, αντίθετα με τις πάνινες κούκλες, που τις έφτιαχναν οι μανάδες στο σπίτι και ήταν ελαφριές και εύχρηστες. Θυμάται το παιχνίδι «αγάλματα», που παίζαν παιδιά κάνοντας όποια φιγούρα επιθυμούσαν, μιμούμενοι τη στάση του σώματος, όπως της «Κομψής Μητρότητας», γνωρίζοντας τελικά το σώμα τους μέσα από την τέχνη.
Η επαφή των κατοίκων των νησιών με τις αρχαιότητες των Κυκλάδων ήταν καθημερινή, αφού υπήρχαν παντού, ήταν μέρος της ζωής τους, ενώ αγνοούσαν, στις περισσότερες περιπτώσεις την ιστορική, πολιτιστική αλλά και την υλική τους αξία.
Για τη γιαγιά Κορρεδίνα, ήταν επώδυνες οι ασύντακτες εκλάμψεις της μνήμης. Η χαρά της παραμονής της στο Μουσείο, μετατράπηκε σε θλίψη και θρήνο, για τους χαμένους θησαυρούς, που ήταν χτισμένοι στα πεζούλια, θαμμένοι στο χώμα της Ναξιακής γης. Τα συναισθήματά της κολυμπούν στο κενό, μιλούν στην ψυχή της και νιώθει εκείνη τη γλυκιά νοσταλγία για ό,τι όμορφο μπορεί να χάθηκε. Όμως τώρα ξέρει πως όσα χρόνια κι αν περάσουν τα αριστουργήματα των κυκλαδικών ειδωλίων, οι «πέτρινες κούκλες» της, θα είναι πάντα παρούσες και θα μας μαγεύουν.
Νεραϊδένια: Ω – ω, λαλά μου, καταλαβαίνω την οργή της κ. Κορεδίνας είναι σαν αυτή που νιώθω κι εγώ για όλους αυτούς που τις κλέβουν…
Λαλά: Έτσι είναι, κόρη μου, γι αυτό δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να μας κλέβουν την όμορφη μα και πολύτιμη προίκα των προγόνων μας!!!
Κατερίνα Γιαννακά
*Το διήγημα αυτό στηρίζεται σε ενα πραγματικό περιστατικό που διαδραματίστηκε στο Μουσείο της Νάξου.
Δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιο του Αρχιπελάγους», εκδόσεις Γ. Φιλιππότης, έτος 2021.