Ήταν μέλος των Ενεργών Πολιτών και υπεύθυνη έκδοσης του περιοδικού “Πολίτες”…
….κι ο Μάης ανθεμόεις
και συ χρονών δεκαενιά….
Ήταν ακόμα σκοτάδι, όταν τη μαγιάτικη νυχτερινή γαλήνη κομμάτιασε ο μεταλλικός θόρυβος των κλειδιών, που άνοιγαν τα κελιά του κτηρίου 15, στο Χαϊδάρι. Τα σκυλιά και οι ναζί ούρλιαζαν στη γλώσσα τους, που δεν καταλαβαίνατε. Καταλαβαίνατε όμως πολύ καλά τι θα ακολουθούσε.
Με τα κοντάκια των όπλων τους, σας έσπρωχναν ν’ ανεβείτε σε καμιόνια. Άναψαν τις μηχανές και το κομβόι ξεκίνησε.
Το μυαλό σου άρχισε να δουλεύει γρήγορα. Έπρεπε να ειδοποιηθούν οι δικοί σου άνθρωποι. Η οικογένειά σου, η οργάνωσή σου, οι σύντροφοί σου. Χρειαζόσουν μολύβι και χαρτί. Το μολύβι βρέθηκε κι όσο για το χαρτί….ο μπερές που φορούσες είχε άσπρη φόδρα.. Την ξήλωσες κι άρχισες πάνω της να γράφεις:
Όταν τα καμιόνια ξεμάκρυναν, πάνω στην άσφαλτο, έμεινε η στρογγυλή σφραγίδα του πιστοποιητικού, της σύντομης, ηρωικής και ριψοκίνδυνης ζωής σου.
Τώρα το μυαλό σου γύριζε πίσω. Ώρα απολογισμού. Έκανες αυτό που έπρεπε; Έκανες αυτό που σε καθοδήγησαν να κάνεις; Υπήρξες αποτελεσματικός; Πάλεψες όσο έπρεπε τον κατακτητή; Βοήθησες με όλες σου τις δυνάμεις τον αγώνα; Μήπως κάπου κιότεψες ή παράκουσες; Υπήρξες συνεπής σ’ αυτά που πίστευες; Μίλησες;
Δεν ξέρω τι απάντησες στον εαυτό σου, ξέρω όμως πολύ καλά τι είπαν οι σύντροφοί σου, χρόνια μετά.
Δεν είχες αφήσει συγκέντρωση ή συλλαλητήριο που να μην είχες πάρει μέρος, γωνιά για γωνιά που να μην είχες ενημερώσει με το χωνί σου για την εξέλιξη του πολέμου και της Αντίστασης. Δεν είχες αφήσει πόρτα χωρίς προκήρυξη, τοίχο χωρίς τη «λευτεριά» του, γραμμένη με κόκκινη μπογιά!
Δούλεψες, έφερες φαΐ στα πεινασμένα αδέλφια σου, και δεν έδωσες ούτε ένα όνομα, ούτε ένα σύντροφο, παρ’ όλα τα φριχτά βασανιστήρια στη Μέρλιν.
Κι ο Έρωτας; Τον είχες προλάβει; Είχε σκιρτήσει η καρδιά σου για δυο μάτια που σε κοίταξαν διαφορετικά; Και στις σκέψεις που έκανες τώρα, έμενε χώρος για ένα κορίτσι που σε έχανε, πριν καλά-καλά σε έχει;
Τότε που καθισμένοι στα σκαλιά της μικρής ταρατσούλας του σπιτιού μας, μιλούσαμε χαμηλόφωνα και συνωμοτικά και σου έδινα όσες πληροφορίες μου ζητούσες.
Πράγματι η Μάνα μας απ’ την ημέρα που εκτελέστηκες, δεν ξανάκλαψε.
Τα καμιόνια σταμάτησαν. Τώρα τα κοντάκια των όπλων, σας έσπρωχναν να κατεβείτε. Μπότες και γυμνά πόδια έλιωναν τις πρώτες τολμηρές παπαρούνες στο χορτάρι του Σκοπευτηρίου και μια μάντρα σας περίμενε.
Ο χρόνος που σου έμενε για σκέψεις, ήταν ελάχιστος ! Και βάζω στοίχημα, πως ξέρω ποιες ήταν.
Κοίταξες δεξιά κι αριστερά, μέτρησες πόσοι ήσασταν και σκέφτηκες:
«από σήμερα 92 λιγότεροι πατριώτες.
Από σήμερα 92 λιγότεροι αγωνιστές.
Από σήμερα 92 λιγότεροι κομμουνιστές.
Από σήμερα 92 λιγότερα πακέτα με προκηρύξεις θα μοιραστούν.
Από σήμερα 92 τοίχοι θα μείνουν χωρίς «λευτεριά ή θάνατος».
Κι ίσως σήμερα, κάποια άλλα χωνιά να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη σας.
Η καρδιά σου σφίχτηκε και δύο δάκρυα θόλωσαν τα μάτια σου, που όμως δεν πρόλαβαν να κυλήσουν στο πρόσωπό σου, γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε η ομοβροντία στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Αν εκείνα τα πέτρινα χρόνια, οι διαδικασίες ήταν σαν τις σημερινές, εσύ και οι σύντροφοί σου έπρεπε να οδηγηθείτε στο νεκροτομείο. Και νομίζω πως έχω μπροστά μου την έκθεση του Ιατροδικαστή, τη διαβάζω και είμαι σίγουρη, ότι θα έλεγε περίπου τα εξής:
«Εγένετο νεκροψία νεκροτομή, επί νεαρού ατόμου αρτιμελούς, κανονικώς αναπτυχθέντος, ηλικίας περίπου είκοσι ετών. Εκ των ευρημάτων διεπιστώθησαν τα εξής: Εις όλον το σώμα του έφερε βαρείας κακώσεις, προκληθείσας εξ αμβλέος οργάνου, καθώς και πολλαπλά εγκαύματα. Η καρδιακή χώρα είχε τρωθεί υπό βλημάτων πυροβόλου όπλου, εις δε την κρανιακήν τοιαύτην, ευρέθη σφαίρα περιστρόφου.
Το παράδοξον, αλλόκοτον και πρωτοφανές, το οποίον και οφείλoμεν να υπογραμμίσωμεν, είναι ότι, καίτοι τα τραύματα υπήρξαν θανατηφόρα, εν τούτοις το νεαρόν άτομον δεν κατέληξεν. Εξακολουθεί να ζη……»
Στις καρδιές μας και στη σκέψη μας!
_________________________________________________
.
Το φεγγάρι
“Μέχρι τότε ήξερα ένα φεγγάρι, που τα καλοκαίρια που κοιμόμασταν ή με τα παράθυρα ανοιχτά, ή πάνω στην ταράτσα, φώτιζε τις νύχτες μας και τα όνειρά μας.
Κάπου εκεί προς το τέλος του Γυμνασίου, ο καθηγητής μούδωσε τη χαριστική βολή. Μας εξήγησε τι ακριβώς είναι το φεγγάρι, τι είναι η πανσέληνος, τι σημαίνει “γεμίζει”, γιατί άλλες φορές είναι ανάποδο και γιατί άλλες φορές πλαγιαστό.
Μέχρι σήμερα, το αρνούμαι.
Το φεγγάρι για μένα, μέχρι σήμερα ασκεί μιά γοητεία τις νύχτες που το βλέπω και χωρίς να το θέλω ή να το επιδιώκω, στους διαδρόμους του εγκεφάλου μου κυκλοφορούν όλες οι φεγγαρόλουστες βραδυές που έχω δει, ή που έχω ζήσει, σαν κοριτσάκι, σαν έφηβη, ή σαν γυναίκα ερωτευμένη.”