Στην κορυφή ενός μικρού λόφου, σε υψόμετρο σαράντα μέτρων, ένας πανέμορφος οικισμός, η Μάρπησσα, απλώνεται αμφιθεατρικά.
Στολίδι της Πάρου, όπως θα έγραφε ένας τουριστικός οδηγός. Με σπίτια του 16ου και 17ου αιώνα χτισμένα από Συριανούς τεχνίτες και πλακόστρωτα δρομάκια.
Οι Συριανοί τεχνίτες είχαν ανοικοδομήσει και άλλα κτίσματα στην Παροικιά και στα χωριά «που ατυχώς δεν υπάρχουν πια», σημειώνει χαρακτηριστικά ο αρχιτέκτονας Σπύρος Δελ. Ναυπλιώτης.
Το ενδιαφέρον όμως του συγγραφέα στρέφεται στο υστεροαναγεννησιακό αρχοντικό με την καλυμμένη βεράντα στον όροφο, στην πλατεία του Αγίου Νικολάου, στο κέντρο της Μάρπησσας. Κτίσμα του 1747, της επιφανούς οικογένειας Παπαδοπούλου.
Το αρχοντικό προικοδοτείται στη συνέχεια διά γάμου στην οικογένεια Δελαγραμμάτη για να φτάσουμε στο 1878 οπότε η Κόνα Βασιλικιώ Δελαγραμμάτη παντρεύεται τον εκ Νάξου ασκούντα χρέη δικηγόρου και ειρηνοδίκη Γιώργο Ναυπλιώτη, που διετέλεσε τρεις τετραετίες δήμαρχος του Δήμου Μάρπησσας.
Σε αυτό το σπίτι μεγάλωσαν τρία παιδιά: ο Κώστας Ναυπλιώτης (βουλευτής), ο Δελαγραμμάτης Ναυπλιώτης, ιδιοκτήτης της Ηλεκτρικής Εταιρείας Πάρου, και η αδελφή τους Ανδρομάχη, η μητέρα του Μανώλη Γλέζου.
Το αρχοντικό πωλείται από την Ανδρομάχη στην οικογένεια Γαβαλά το 1927.
Και δεν ήταν το μόνο.
Την ίδια μοίρα ακολούθησε και το διώροφο σπίτι στην Παροικιά, στη μεσαία βρύση του Μαυρογένη, που ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Ναυπλιώτη με τα αρχικά γράμματα στο μαρμάρινο μπαλκόνι Γ.Κ.Ν. 1885.
Έκτοτε η Ανδρομάχη, όποτε γινόταν κουβέντα για τα δύο εκποιηθέντα αρχοντικά δάκρυζε…
Το σπίτι όμως στη Μάρπησσα, στις απίστευτες διαδρομές που της επιφύλαξε η ζωή της, το είχε πάντα μαζί της. Έστω και στη μορφή ενός ζωγραφικού πίνακα..
«Και κάθε φορά που έβλεπε τον πίνακα έκλαιγε» όπως μας εκμυστηρεύτηκε το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Μανώλης Γλέζος, σε μια συζήτηση ιδιωτική, λίγο μετά την εκλογή του στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 οπότε και εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πάρου, επικεφαλής του συνδυασμού «Κίνηση Ενεργών Πολιτών Πάρου».
Ο παππούς δήμαρχος και το ιστορικό κτίσμα
«Δυστυχώς τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι Συριανοί τεχνίτες δεν ήταν μακρόχρονης ζωής, παρά την παρέμβαση του μαρμάρου, κυρίως όμως για καλλώπισμα, θυρώματα, παράθυρα… Το μπετόν δεν ήταν ακόμη σε χρήση» προσθέτει στην περιγραφή του ο Σπ. Δελ. Ναυπλιώτης.
Σε ό,τι αφορά δε το συγκεκριμένο κτίσμα σημειώνει:
«Ο όροφος έχει τη σκεπασμένη με οξυκόρυφα τόξα βεράντα, στηριγμένη σε λεπτούς κίονες, και την είσοδο προς τα κύρια δωμάτια. Ήταν το living room ή σάλα και δύο υπνοδωμάτια που είχαν θέα με δύο μεγάλα παράθυρα προς τον Δρυό και τη θάλασσα. Από τη βεράντα ήταν και η είσοδος για το μαγειρείο και στη συνέχεια σε μια μεγάλη τουαλέτα. Το σπίτι έχει ένα μοναδικό κτιριολογικό στοιχείο. Η βορειοανατολική γωνία είναι κομμένη και έχει γίνει παράθυρο με μαρμάρινο πλαίσιο, όπως όλα τα ανοίγματα εξωτερικά και εσωτερικά. Στους τοίχους των όψεων υπήρχαν πιάτα φαγιάνς. Είχαν μείνει αξέχαστα στους παλαιούς Μαρπησσαίους τα προεκλογικά δημοτικά βράδια με φωτισμένο το αρχονταρίκι».
Δυστυχώς τα αξέχαστα προεκλογικά βράδια του ειρηνοδίκη πατέρα της Ανδρομάχης και παππού του Μανώλη Γλέζου είχαν το κόστος τους. Την εκποίηση δηλαδή και των δύο αρχοντικών, προφανώς επειδή η συμμετοχή στα κοινά δεν ήταν ανέκαθεν συνώνυμο του προσπορισμού και του εύκολου πλουτισμού.
«Μα τα εσωτερικά παράθυρα αυτού του κτίσματος είναι μοναδικά και δεν απαντώνται στην κυκλαδική αρχιτεκτονική» τόνιζε στις κουβέντες εκείνης της εποχής ο Μανώλης Γλέζος.
Πάντως μετά την πώληση του αρχοντικού και έως τότε που παρέμενε σε σχετικά καλή κατάσταση νοικιαζόταν ως τελωνείο λόγω της κεντρικής του θέσης και παράλληλα ως κατοικία του τελώνη.
Το 1989 το αρχοντικό, γνωστό πλέον ως κτίσμα Γαβαλά, ανακηρύσσεται διατηρητέο με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού.
Ο πρώην δήμαρχος Πάρου Κώστας Αργουζής διευκρινίζει στην «Εφ.Συν.» πως κατά τη χρονική εκείνη περίοδο ο δήμος κατέβαλε προσπάθειες για τη μεταβίβαση του αρχοντικού στη δικαιοδοσία του δήμου με στόχο τη διάσωσή του.
Προσπάθειες όμως που δεν στέφθηκαν με επιτυχία.
«Αλίμονο», προσθέτει ο κ. Αργουζής, «τα αρχοντικά της Πάρου αντιπροσωπεύουν την Ιστορία και τη συνέχειά μας. Ο δήμος και η τοπική κοινωνία οφείλουν να ανακαινίσουν και να συντηρήσουν το ιστορικό κτίσμα».
Και κάπως έτσι, είκοσι επτά χρόνια μετά, η συζήτηση για το τι μέλλει γενέσθαι με το κτίριο συνεχίζεται, ενώ αυτό καταρρέει…
Το 2010 οι ιδιοκτήτες του κτιρίου προτείνουν στον δήμο τη δωρεάν παραχώρηση του κτίσματος υπό τον αυστηρό όρο της αξιοποίησής του ως πολιτιστικού μνημείου του τόπου.
Ο δήμος απαντά αρνητικά επικαλούμενος το κόστος συντήρησης και αποκατάστασής του.
Η ανταλλαγή εξώδικων και αλληλογραφίας -άσκοπη εν πολλοίς- με διάφορες υπηρεσίες του δήμου και της αρχαιολογίας συνεχίζονται αμείωτες χωρίς βεβαίως κανένα αποτέλεσμα.
Το 2008 οι ιδιοκτήτες Βύρων και Νικόλας Γαβαλάς ζητούν άδεια για υποστύλωση του κτιρίου για την προστασία των διερχομένων.
Ο δήμος το 2010 ζητά να απομακρυνθούν τα στέγαστρα. Όλες οι δημοτικές αρχές προκρίνουν τη λύση της κατεδάφισης…
Σε αυτή τη συνεδρίαση η πρόεδρος της κοινότητας Αννα Φραντζή-Αντωνοπούλου προτείνει απερίφραστα:
«Οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει άμεσα να ανταποκριθούν και να εξετάσουν τη σημερινή κατάσταση του ήδη χαρακτηρισμένου επικίνδυνου κτίσματος, τότε οι ιδιοκτήτες Βύρων και Νικόλαος Γαβαλάς να επανέλθουν με νέο αίτημα δωρεάς–παραχώρησης με όρους που να μη δεσμεύουν τη Δημοτική Κοινότητα και τον Δήμο Πάρου σχετικά με τον σκοπό αξιοποίησής του. Διότι αν αυτό κριθεί άκρως ακατάλληλο κτίσμα και η δαπάνη αποκατάστασης είναι μεγάλη και δεν θα μπορέσει να ενταχθεί και κάποιο χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα, τότε να προβούμε στον αποχαρακτηρισμό του ως Διατηρητέο Αρχοντικό Γαβαλά και να κατεδαφιστεί και να γίνει πλατεία η οποία να ονομαστεί “πλατεία οικ. ΓΑΒΑΛΑ”».
Και για να… δέσει το γλυκό προτείνεται επίσης:
«Να αφαιρεθούν οι εναπομείνασες μεταλλικές λαμαρίνες γιατί κινδυνεύουμε, να αφαιρεθούν οι μεταλλικές σκάφες και κολόνες γιατί καταλαμβάνουν δημόσιο δρόμο που είναι πολυσύχναστος, ειδικά τις ημέρες του Πάσχα, και να διερευνηθεί αν έχουν καταβληθεί τα τέλη κάλυψης κοινοτικού δρόμου για τους μεταλλικούς στύλους».
Ακολουθεί δε από την πρόεδρο με πολύ παραστατικό ομολογουμένως τρόπο μια περιγραφή ταινίας θρίλερ:
«Το οίκημα είναι εστία μόλυνσης από τα ερπετά και τρωκτικά που φωλιάζουν σε αυτό… Επίσης από τη μεγάλη τουριστική κίνηση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και από τους κραδασμούς από τα πατήματα των γκρουπ και των κατοίκων που γίνονται κατά τις εκδηλώσεις μήπως και αυτό συμβάλει στην επικινδυνότητα κατάρρευσης του; Και εν κατακλείδι: Οι όποιες ενέργειες πρέπει να γίνουν άμεσα χωρίς άλλη αναβολή γιατί δεν είναι δυνατόν να προηγείται η διατήρηση του κτίσματος από την ασφάλεια των συγχωριανών και των πολυάριθμων επισκεπτών μας».
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της αρχιτέκτονος και συμβούλου της δημοτικής κοινότητας από την Κίνηση Ενεργών Πολιτών Ολγας Ισιγώνη:
«Σε όλα τα κράτη, σε οικισμούς παραδοσιακούς προσπαθούν να αναστηλώσουν κτίσματα παλαιά, γιατί προσδίδουν αξία και εισόδημα στις πόλεις τους και εμείς προσπαθούμε ανεπιτυχώς, ευτυχώς, να το γκρεμίσουμε ή να το αφήσουμε να πέσει μόνο του. Και συνεχίζουμε σαν δήμος με εξώδικα και αναφορές. Η όλη ιστορία είναι ότι 21 χρόνια μέχρι τη δωρεά που απέρριψε το Δημοτικό Συμβούλιο και 27 χρόνια μετά τον χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου εμείς ψάχνουμε πώς θα κατεδαφίσουμε μόνο το συγκεκριμένο κτίσμα».
Όπως επισημαίνει, «το κτίσμα εγκαταλείφθηκε στην τύχη του παρά τις προσπάθειες των ιδιοκτητών για τη διάσωσή του. Ουδεμία δημοτική αρχή εδώ ενδιαφέρθηκε. Τα προβλήματα του κτίσματος που είναι υπαρκτά οφείλω να επισημάνω ότι διογκώνονται. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι νόμιμη ενέργεια δεν έχει ζητηθεί για άλλα παρακείμενα κτίρια που καταρρέουν επίσης, ενώ τα όσα λέγονται για τις λαμαρίνες που εξέχουν συνιστούν απίστευτες υπερβολές. Το κτίσμα πρέπει να παραχωρηθεί εκ νέου στον δήμο και να εξευρεθούν χρήματα για την επισκευή του υπό την εποπτεία της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Μπορεί να διερευνηθεί επίσης η δυνατότητα ένταξης στα χρηματοδοτικά προγράμματα ΕΣΠΑ της Περιφέρειας».
Εν τέλει, στη θυελλώδη συνεδρίαση της δημοτικής κοινότητας αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία η σύνταξη πραγματογνωμοσύνης για το κτίσμα από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου και της Αρχαιολογικής υπηρεσίας Κυκλάδων καθώς και η εκτίμηση του κόστους αποκατάστασής του.
Κατόπιν τούτων να ληφθεί απόφαση ως προς το αίτημα των ιδιοκτητών για τη δωρεά του ακινήτου στον δήμο.
Την απογοήτευση και την πικρία του για τη στάση της κοινότητας και του δήμου μεταφέρει στην «Εφ.Συν.» ο εκ των ιδιοκτητών Βύρων Γαβαλάς.
«Μα είναι δυνατόν να επιλέγουν το γκρέμισμα του κτίσματος για να γίνει πάρκινγκ, όπου θα δώσουν μάλιστα το όνομα της οικογένειάς μου τιμής ένεκεν; Είμαστε σοβαροί; Συναινούν στην εξάλειψη της Ιστορίας και της μνήμης μας; Η Ιστορία αυτού του κτιρίου είναι κομμάτι της Ιστορίας του τόπου μας. Ακόμη και συσκέψεις Φιλικών θρυλείται ότι πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το κτίριο. Το όραμά μου ήταν η αξιοποίησή του ως πινακοθήκης με έργα, που θα συγκεντρωθούν, Παριανών ζωγράφων και ζωγράφων με θεματολογία τους το νησί μας».
Σε συνομιλία με την «Εφ.Συν.» ο κ. Μάρκος Κωβαίος τόνισε ότι το κόστος αποκατάστασης του κτίσματος προσεγγίζει το ενάμισι εκατομμύριο ευρώ: «Βεβαίως είναι στολίδι για τον τόπο μας, ωστόσο ο δήμος έχει άλλες προτεραιότητες, όπως τα αρχαία Λατομεία της Πάρου. Εάν ενδιαφερθεί το υπουργείο Πολιτισμού έχει καλώς. Η δημοτική αρχή ουδεμία δυνατότητα διαθέτει ανάληψης του κόστους όπως και ανάληψης της ευθύνης για την ασφάλεια των διερχομένων».
Όπως σημείωνε ο κοινωνιολόγος Maurice Halbwachs, λίγο πριν πεθάνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των ναζί, «οι μνήμες μας είναι τοποθετημένες μέσα στους νοητικούς και υλικούς χώρους της ομάδας».
Ο χώρος εν ολίγοις είναι αυτός που συνδέει τα άτομα με την Ιστορία τους. Και στην εξάλειψη της μνήμης υπάρχει μια ιστορική συνέχεια που δεν είναι καθόλου αθώα ή διαφορετικά: Όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει το μέλλον. Όποιος ελέγχει το παρόν ελέγχει το παρελθόν (Τζ. Οργουελ-1984)