Την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024 στις 9.30 μ.μ. η Κινηματογραφική Λέσχη Νάξου διοργανώνει σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Θερβάντες και τις πρεσβείες Ισπανίας και Αργεντινής, κινηματογραφική βραδιά αφιερωμένη στον Λουίς Μπουνιουέλ.
Στο Πνευματικό κέντρο Δήμου Νάξου (πρώην Σχολή Ουρσουλινών) στο Κάστρο της Χώρας της Νάξου.
«Ευτυχώς, κάπου ανάμεσα στο τυχαίο και το μυστηριώδες βρίσκεται η φαντασία, το μόνο πράγμα που προστατεύει την ελευθερία μας,
παρά το γεγονός, ότι οι άνθρωποι προσπαθούν συνέχεια να την περιορίσουν ή να την αφανίσουν ολοσχερώς…» Λουίς Μπουνιουέλ
ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ (LOUIS BUNUEL) – (1900 – 1983)
Ισπανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του σουρεαλισμού στον κινηματογράφο. Στην διάρκεια των σπουδών του στη Μαδρίτη, γνώρισε το ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί, τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και άλλους καλλιτέχνες, που έστρεψαν το ενδιαφέρον του από τις φυσικές επιστήμες, στην ποίηση και στον κινηματογράφο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου και μυήθηκε στον σουρεαλισμό. Υπηρέτησε τον σουρεαλισμό μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμα και όταν όλοι οι υπόλοιποι τoν παράτησαν. Ακόμα και στις πιο “εμπορικές” ταινίες του, διεισδύουν στοιχεία σουρεαλιστικής αφήγησης, όπως είναι ο παράξενος λόγος, η ονειρική εικόνα, οι αλλόκοτες καταστάσεις και το απροσδόκητο θέαμα. Η επιδεικτική καταστροφή του νοήματος, ως απόλυτη κατάφαση του τυχαίου, η αυτόματη γραφή, η επίκληση του παραλόγου, αποτελούν τους βασικούς “κανόνες” στους οποίους υπακούει ο Μπουνιουέλ. Έζησε και δημιούργησε σε πολλές χώρες (Ισπανία, Γαλλία, Μεξικό), κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση του έργου του. Οι ταινίες του σοκάρουν και σκανδαλίζουν, κυρίως το θρησκευτικό κατεστημένο, με το οποίο ήρθε σε αντίθεση πολλές φορές.
Τρεις είναι οι βασικοί θεματικοί άξονες που διατρέχουν σχεδόν το σύνολο του έργου του:
α) Μία έντονη και ειρωνική κριτική της αστικής τάξης, του καθωσπρεπισμού και της υποκρισίας της,
β) ένας επίσης έντονος αντικληρικαλισμός, μια απέχθεια δηλαδή προς τους ιερείς και την οργανωμένη Εκκλησία και
γ) μια εμμονή με τον έρωτα και τον θάνατο. Ένας ακατάσχετος και γοητευτικά συγκαλυμμένος ερωτισμός ξεπηδάει σχεδόν απ’όλες τις ταινίες του, μαζί με μία προσκόλληση στο γεγονός του θανάτου.
“Πάντα έβρισκά στον ερωτισμό, μια κάποια ομοιότητα με το θάνατο, μια σχεση μυστική αλλά σταθερή” (Μπουνιουέλ).
Κυρίαρχο θεματικό μοτίβο είναι οι υστερικές ψυχώσεις της θρησκευτικής πίστης και κυρίως ο ερωτισμός και η σεξουαλική στέρηση:
“Σχεδόν όλες μου οι ταινίες θίγουν αυτό το θέμα, τη στέρηση: αστοί που δεν μπορούν να βγούν από ένα δωμάτιο, άνθρωποι που θέλουν να δειπνήσουν και τους εμποδίζουν, ένας τύπος που προσπαθεί να σκοτώσει και δεν μπορεί, οι εραστές που δεν μπορούν να αγκαλιαστούν…η στέρηση είναι η απόσταση ανάμεσα στον πόθο και την πραγματικότητα” (Μπουνιουέλ).
“Ο Μπουνιουέλ εξέφρασε στο έργο του -με πρωτοτυπία, πάθος, ειρωνεία, εικονοκλαστική διάθεση και ρήξη προς τα ταμπού της εποχής του- την αναζήτηση του τρελού έρωτα των σουρεαλιστών καλλιτεχνών. Μέσα σε αυτόν τον έρωτα, ο μεγάλος κινηματογραφιστής, βρήκε την ευκαιρία να εκφράσει τις ιδιότυπες αναζητήσεις της ερωτικής επιθυμίας, τους μυστηριώδεις δαίδαλους που διασχίζει για να φτάσει στον προορισμό της, στο σκοτεινό και απομακρυνσμένο αντικείμενό της” (Θόδωρος Σούμας ).
Για τον Μπουνιουέλ η θρησκευτική πίστη έτσι όπως βιώνεται μέσα από καταπιεστικά δόγματα, αποτελεί την τροχοπέδη της ανθρώπινης ελευθερίας και πηγή όλων των νευρώσεων.
Αν και κεντρωμένος περισσότερο στις συναισθηματικά ταραγμένες και σεξουαλικά ανισόρροπες ψυχές των αστών, καθώς και στις σκοτεινές δυνάμεις του ασυνειδήτου, εντούτοις, δεν έλειψαν από το έργο του οι ταινίες κοινωνικής καταγγελίας (“Γη χωρίς ψωμί”, “Οι ξεχασμένοι”), που ενόχλησαν σφόδρα την Ισπανική και Μεξικάνικη πολιτική εξουσία, με την εικόνα της εξαθλίωσης και της φτώχιας που παρουσίαζαν.
Ταινίες και οι δύο με έντονα νεορεαλιστικές αποχρώσεις, αλλά χωρίς τον συναισθηματισμό των νεορεαλιστών.
“Πάντα στον Μπουνιουέλ μια φρουδική συνείδηση της εσωτερικής πραγματικότητας συναντιέται με τη μαρξιστική συνείδηση της κοινωνικής πραγματικότητας, ένα ραντεβού που καθυστέρησε πολύ στη δυτική σκέψη” (Ρέιμοντ Ντέρνιατ).
Αυτό όμως που κάνει τον Μπουνιουέλ να ξεχωρίζει και να παραμένει νεανικός και επίκαιρος, είναι η ικανότητά του να μην είναι δογματικός, ούτε διδακτικός, αλλά και να διατηρεί μια παιδική αναρχικότητα και μια χιουμοριστική φρεσκάδα.
Το σκωπτικό, σκληρό και διαβρωτικό χιούμορ, κυριαρχεί στις ταινίες του, όχι απλώς σαν ένα κοινό αστείο, αλλά σαν ανατρεπτική δύναμη, σύμφωνα με τις επιταγές του σουρεαλισμού.
Αν και βαθύς γνώστης της κινηματογραφικής τεχνικής, σκηνοθετεί τις ταινίες του με μια εκπληκτική λιτότητα, χωρίς αισθητικές ακροβασίες και πομπώδεις προσεγγίσεις. Ήθελε η τεχνική να εξαφανίζεται, γι’αυτό εξάλλου και θαύμαζε την τεχνική στις ταινίες του Μπάστερ Κήτον, εκεί όπου κανείς δεν της έδινε σημασία.
Όσο περνούσε ο καιρός απλοποιούσε ολοένα και περισσότερο τα εκφραστικά του μέσα. Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στο ντεκουπάζ πριν το γύρισμα, ενώ το μοντάζ το τελείωνε ταχύτατα.
Στη φωτογραφία δεν έδινε πολυ σημασία. Τη θεωρούσε απλώς την πένα ή το μελάνι του κινηματογράφου και όχι το μυαλό του.
Έλεγε άλλωστε ότι θέλησε να εξαφανίσει από τις ταινίες του τις ωραίες εικόνες “μέσα στις οποίες ο ευρωπαικός κινηματογράφος με εξαίρεση τον Βισκόντι, χάνεται συχνά”.
“Ο Μπουνιουέλ δεν χαιδεύει την όραση, δεν κολακεύει τον θεατή με βολικά νοήματα, δεν απευθύνεται στην αυταρέσκειά του. Αντίθετα παίζει με την ανοχή και την ενοχή του, προσβάλλει τις αξίες του, επιτίθεται στην εφησυχασμένη συνείδησή του, σκαρώνοντας σκανδαλιστικές φάρσες και σουρεαλιστικά αστεία. Ο μπουνιουελικός κόσμος, πλασμένος από φαντασιώσεις και οράματα, καμωμένος από το απαγορευμένο, το άσεμνο και έχοντας για κατοίκους του διεφθαρμένους καλόγερους, αστούς με κρυφές επιθυμίες, συζύγους με διπλή ζωή και ευγενείς με σεξουαλικές διαστροφές, δεν καταγράφει την πραγματικότητα, δεν ανοίγει ένα παράθυρο στον κόσμο, αλλά σκάβει μικρές τρύπες στο ασυνείδητο, ταξιδεύει στο παράλογο, παραμονεύει στα επικίνδυνα εκείνα τοπία του νου, όπου πραγματικότητα και φαντασία δεν αποτελούν πια δύο διαφορετικές οντότητες” (Στέλλα Μπενιουδάκη, περιοδικό “Σινεμά”).
Οι σημαντικότερες ταινίες του είναι: “Ένα Ανδαλουσιανός σκύλος” (1929) η 16λεπτη ταινία σύμβολο του σουρεαλισμού, με μια σειρά από ασύνδετες και ονειρικές σκηνές (η εικόνα του ξυραφιού που σκίζει το μάτι παραμένει θρυλική), “Η Χρυσή Εποχή” (1930) καταγγελία της καταπιεστικής συμπεριφοράς της αστικής τάξης και της Εκκλησίας, δοξασμός στην ανατρεπτική δύναμη του Έρωτα, της μόνης που απειλεί τον εφησυχασμό της αστικής τάξης, “Γη χωρίς ψωμί” (1933) ένα ντοκιμαντέρ σκηνοθετημένο με πρωτόγνωρο ρεαλισμό για ένα εγκατελειμμένο, απόκληρο τόπο στην Εστρεμαδούρα της Ισπανίας, “Οι ξεχασμένοι” (1950) μία ακόμα αδυσώπητη καταγραφή εξαθλιωμένων περιοχών (του Μεξικού αυτή τη φορά) και την άθλιας ζωής των κατοίκων του, “El” (1952), ιστορία μιας παράφορης ζήλειας που οδηγεί στην παράνοια, “Η εγκληματική ζωή του Αρτσιμπλάντο Ντε Λα Κρούζ” (1955) πορτρέτο ενός συναισθηματικά και σεξουαλικά ευνουχισμένου αστού, που προσπαθεί να βρει υποκατάστατο της σεξουαλικής πράξης στη δολοφονία, ως την απόλυτη πράξη κατάκτησης του θηλυκού, “Ναζαρέν” (1958) μία από τις αγαπημένες ταινίες του ίδιου του σκηνοθέτη για ένα φιλάνθρωπο ιερέα που έχει αφιερώσει την ζωή του στον Λόγο του Κυρίου, αλλά που στέκεται ανίκανος να βοηθήσει δύο γυναίκες, έστω και αν αυτός είναι ο σκοπός του, προβληματισμός παρόμοιος με αυτόν που συναντάμε στο αριστουργηματικό “Βιριδιάνα” (1961), όπου κι εδώ μία δόκιμη μοναχή παρά την έντονη θρησκευτική της πίστη και παρά την αγνότητα των προθέσεών της, στέκεται αδύναμη και ανεδαφική μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα, “Ο εξολοθρευτής άγγελος” (1962) μια ταινία συμβολική για μια παρέα αριστοκρατών που συγκεντρώνονται για δείπνο και διαπιστώνουν στο τέλος της βραδιάς, ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο αδυνατούν να διασχίσουν το κατώφλι του σαλονιού, “Η ωραία της ημέρας” (1967) η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του σκηνοθέτη με την Κατρίν Ντενέβ στον πρωταγωνιστικό ρόλο μιας νεαρής αστής, που το πρωί είναι πιστή και σεμνή σύζυγος και το βράδυ πόρνη σε οίκο ανοχής, “Ο Γαλαξίας” (1969) μια ταινία για τη μισαλλοδοξία και την απόλυτη αλήθεια, “Τριστάνα” (1970) μια από τις πιο βατές ταινίες του Μπουνιουέλ, για μια νεαρή ορφανή κοπέλα προστατευόμενη του αριστοκράτη Δόν Λόπε, που νοιώθει να ασφυκτιά από τον καταπιεστικό έρωτά του, “Η διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας” (1972) για μια παρέα αστών που προσπαθούν να γευματίσουν χωρίς όμως να τα καταφέρνουν, δοσμένη με πολύ χιούμορ και ειρωνία, “Το φάντασμα της ελευθερίας” (1974) η πιο σουρεαλιστική απ’όλες τις ταινίες του, κατά τον ίδιο ένα φόρος τιμής στον Κάρλ Μάρξ και στις πρώτες φράσεις του Μανιφέστου (“Ένα φάντασμα πλάνάται πάνω από την Ευρώπη…”) και “Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου” (1977), η τελευταία ταινία του Μπουνιουέλ, που περιγράφει τον παράφορο έρωτα ενός πλούσιου ευγενή για τη νεαρή καμαριέρα του.
Πριν το «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου», την «Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας» και τον «Εξολοθρευτή Άγγελο», το ταλέντο του Μπουνιουέλ να χλευάζει τα αδιέξοδα, τις νευρώσεις και την κεκαλυμμένη κτηνωδία των αριστοκρατών, μας έδωσε αυτό εδώ το σκοτεινό διαμαντάκι. Βαθύ, πολύπλοκο και απρόσμενα διασκεδαστικό, παρά την ηλικία του, «Η Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουζ» είναι ένα εξαίσιο φιλμ από έναν εκ των σημαντικότερων σκηνοθετών στην ιστορία του σινεμά.
Σαρδόνια αλληγορία από τη μεξικάνικη περίοδο του Μπουνιουέλ, «Η Εγκληματική Ζωή του Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουζ» μοιάζει σαν να γυρίστηκε μόλις χθες κι’ ας έχει 70 χρόνια στην πλάτη του. Τολμηρό σινεμά ενός σκεπτόμενου καλλιτέχνη που δεν αποξενώνει, ούτε μοιάζει επιτηδευμένο, γιατί μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργεί σαν μια ιδιαίτερη, μαύρη κωμωδία ή σαν «παιχνιδιάρικο» θρίλερ, χιτσκοκικής έμπνευσης, τη στιγμή που κάτω από την επιφάνειά του, οργιάζουν οι συμβολισμοί.
Διαταραγμένος αριστοκράτης δυσκολεύεται να αποφασίσει αν θέλει να είναι άγιος ή εγκληματίας, ορέγεται ωραίες γυναίκες και τις ξελογιάζει με απώτερο σκοπό να τις δολοφονήσει, ενώ πιστεύει ότι ένα μουσικό κουτί που του χάρισαν όταν ήταν μικρός, έχει τη δύναμη να σκοτώνει όποιον επιθυμεί.
Ο Αρτσιμπάλντο Ντε Λα Κρουζ, εκ πρώτης όψεως, είναι ο τυπικός αριστοκράτης. Ο Μπουνιουέλ, όμως, από την αρχή μας πληροφορεί ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του. Σε αντίθεση με τους περισσότερους της τάξης του, τούτος εδώ ο τύπος, από μικρός είχε αντιληφθεί ότι τον μαγεύει η βία και η εξουσία. Πεπεισμένος ότι ένα μουσικό κουτί που του χάρισε η μητέρα του έχει την ικανότητα να προκαλεί το θάνατο όποιου έχει βάλει στο μάτι, ο πιτσιρικάς Ντε Λα Κρουζ γνωρίζει τη μιαρή, σαδιστική απόλαυση του φόνου. Αλλά ενός φόνου διαμεσολαβημένου, που τελείται δια αντιπροσώπου (εδώ πρόκειται για το κουτί) και δεν εμπλέκει, με κανέναν τρόπο, αυτόν που τον θέλησε. Η πράξη δραπετεύει από τον κλοιό των συνεπειών, δε δεσμεύει, ούτε βάζει σε περιπέτειες τον υποκινητή της, λαμβάνει χώρα στη φαντασία αλλά τα αποτελέσματά της είναι πραγματικά. Κατόπιν αυτού, ο διαταραγμένος αριστοκράτης αναγνωρίζει το σκοτάδι μέσα του και ταυτίζει την ηδονή με την καταστροφή τού ποθούμενου αντικειμένου (γυναίκες άλλοτε «επικίνδυνες», προκλητικές, που τον σκανδαλίζουν με τον απροκάλυπτο αμοραλισμό τους, κι άλλοτε αθώες, ταγμένες στην προσευχή και την αγνότητα). Καταλαβαίνει πως το Καλό και το Κακό τον διεκδικούν παράλληλα, αμφιταλαντεύεται μεταξύ μιας ζωής βυθισμένης στην ακολασία και την παράβαση (τη ζωή του εγκληματία, όπως θα παραδεχθεί ο ίδιος), και μιας άλλης, υποταγμένης στην ευπρέπεια, την αρετή και την απάρνηση, αυτήν του άγιου. Δεν μπορεί, όμως, να αποφασίσει. Η μοίρα, με τη μορφή του μουσικού κουτιού, επεμβαίνει πάντα την κατάλληλη στιγμή και του στερεί τη δυνατότητα να κατρακυλήσει στην άβυσσο. Οι δολοφονίες που σχεδιάζει (και που θα τον χώριζαν οριστικά από τον κόσμο των ενάρετων ανθρώπων, στιγματίζοντάς τον μια για πάντα), μένουν απραγματοποίητες, συμβαίνουν στη σκέψη και κατοικούν στο όνειρο. Ο αληθινός κόσμος τις αποκρούει κι ο Αρτσιμπάλντο δε δύναται να στεφθεί με την απόκοσμη λάμψη τού φονιά. Η επιθυμία παραμένει επιθυμία, η ματαίωση γίνεται η μοίρα του.
Θα βρούμε ξανά την προβληματική της αποστέρησης και της ηδονής που αναβάλλεται διαρκώς και γίνεται ψύχωση στο «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου» (1977). Εδώ ο Μπουνιουέλ επισκέπτεται για πρώτη φορά αυτή τη θεματική, με θαυμαστά αποτελέσματα. Με τη γνώριμη ειρωνεία του, το σαρκοβόρο χιούμορ και μια ιδιότυπη ψυχαναλυτική προσέγγιση, ο μεγάλος Ισπανός auteur, σε πρώτο επίπεδο, αφηγείται ένα μακάβριο παραμύθι αλλά στην πραγματικότητα θέλει να μιλήσει για το κατάντημα του καλομαθημένου μεγαλοαστού που συνηθισμένος από τα γεννοφάσκια του να μην του αρνούνται τίποτα, χρίζει τον εαυτό του κυρίαρχο, και του θανάτου ακόμα. Να προκαλείς την καταστροφή κάποιου και να μην έχεις την παραμικρή ευθύνη, να το κρυφό ιδανικό μιας παρηκμασμένης, «μεθυσμένης» απ’ την εξουσία της, τάξης. Ο Μπουνιουέλ, ο έντονα πολιτικοποιημένος διανοούμενος, μ’ αυτές τις κρυφές ονειρώξεις τής κυριαρχίας τα έχει βάλει. Ταυτόχρονα, όμως, κι αφού οι φονικές επιθυμίες του Αρτσιμπάλντο, ουσιαστικά συμβολίζουν τα απωθημένα γενετήσια ένστικτα που δεν αφήνονται ποτέ ελεύθερα να εκτονωθούν μέσα στην κοινωνική σφαίρα του συντηρητικού αστικού κόσμου (δεν είναι τυχαίο ότι ο ήρωας παρακαλάει μια «θεούσα» δεσποινίδα να τον παντρευτεί για να τον «σώσει», όπως χαρακτηριστικά λέει, προφανώς από τις τάσεις του για σύντομες περιπέτειες με πολλές γυναίκες), λυπάται κιόλας αυτό το ευνουχισμένο είδος ανθρώπου, που όλη του η οικονομική δύναμη δεν μπορεί να αναπληρώσει τη χαμένη του ενεργητικότητα, την ελευθερία να πράττει έξω από κανόνες και όρια. Με μια φροϋδική ανάγνωση της ιστορίας, θα μπορούσαμε να δούμε όλες τις αιμοβόρες επιθυμίες τού καταπιεσμένου αριστοκράτη σαν αντανακλάσεις μιας «κατακριτέας» σεξουαλικότητας που έχει απωθηθεί (και ο Μπουνιουέλ αφήνει ανοιχτό και το ενδεχόμενο μιας κρυφής ομοφυλοφιλίας του Ντε Λα Κρουζ, όταν στις πρώτες σκηνές η υπηρέτρια τον πιάνει να ψάχνει στη ντουλάπα της μητέρας του για να φορέσει τα ρούχα της).
Όπως κι αν το δεις, όμως, ψυχολογικά ή κοινωνιολογικά, αυτό εδώ είναι ένα έργο πάνω στη δίψα για εξουσία, μεταμφιεσμένο σε σαρκαστικό θρίλερ. Εμπαίζει τους μεγαλοαστούς για τις «κουτσουρεμένες» τους δυνάμεις, για την ανικανότητά τους (με όλες τις έννοιες) να δράσουν και για την ανάγκη τους να χρησιμοποιούν μεσάζοντες, ακόμα και για τις πράξεις που θα τους έδιναν απόλαυση. Ανάγκη που γίνεται πεπρωμένο, πριν να το καταλάβουν. Γρήγορο, επιθετικό, χωρίς περιττούς χρόνους, καλοπαιγμένο, γεμάτο ζουμερούς διαλόγους (που δεν κρύβουν τις περιπαικτικές διαθέσεις του σκηνοθέτη) και με μια φρεσκάδα που αντιστέκεται σθεναρά στη φθοροποιό δύναμη των δεκαετιών, αποκαλύπτει έναν Μπουνιουέλ στα καλύτερά του, ευφυή, ορεξάτο και επαναστατικό. Έναν Μπουνιουέλ που οφείλεις να θυμηθείς.
του Γιάννη Σμοΐλη (FREE CINEMA)
Η μεξικανική περίοδος του Λουίς Μπουνιουέλ αντιμετωπίζεται συχνά ως παρένθεση ανάμεσα στις πρωτοποριακές δημιουργίες του πρώιμου ευρωπαϊκού έργου του ( Un Chien Andalou , L’Age d’or) και στα άψογα όψιμα αριστουργήματα ( Belle de Jour , The Discreet Charm of the Bourgeoisie ) . Αλλά ήταν στο Μεξικό που ο Μπουνιουέλ έγινε σκηνοθέτης, κατακτώντας την τεχνική πλευρά του μέσου και μαθαίνοντας να διαπραγματεύεται τις αντικρουόμενες απαιτήσεις ενός δημοφιλούς μέσου.
Η εποχή του Μπουνιουέλ να κάνει ταινίες στο Μεξικό—από το Gran Casino (1947) έως τον Simon of the Desert (1965)—συνέπεσε με την πιο ακμάζουσα και διάσημη περίοδο του μεξικανικού κινηματογράφου, την εποχή που βρήκε τα Churubusco Studios μια αξιόπιστη εναλλακτική στο Χόλιγουντ. Μακριά από το να είναι ο μόνος Ευρωπαίος σοφιστικέ σε μια θάλασσα ντόπιων ερασιτεχνών, ο Μπουνιουέλ βρέθηκε να εργάζεται δίπλα σε καταξιωμένους κινηματογραφιστές όπως ο Roberto Gavaldón, ο Julio Bracho και ο Emilio Fernandez.
Ενώ ο Μπουνιουέλ συμμετείχε με μερικές ταινίες —όπως το Los Olvidados (1950) και ο Εξολοθρευτής Άγγελος (1962)— στα διεθνή φεστιβάλ, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του έγινε για το τοπικό κοινό σε δημοφιλή λαϊκά είδη, όπως το ranchero μιούζικαλ, η λαϊκή κωμωδία, το εγχώριο μελόδραμα, ακόμη και μια περιθωριακή ταινία τρόμου (αν και ο Μπουνιουέλ δεν γνώρισε ποτέ τη Μούμια των Αζτέκων, δυστυχώς).
Με τα προσωπικά, εμμονικά θέματα του να εμφανίζονται στις δημοφιλείς ψυχαγωγικές αυτές παραγωγές, ο Μπουνιουέλ συχνά φαίνεται να ανατρέπει τις αφηγήσεις που του έχουν ανατεθεί—όπως στο El , όπου ο πιο κομψός ηγέτης του Μεξικού, ο Arturo de Córdova, βρίσκεται να παλεύει με τις σεξουαλικές επιθυμίες που ο ίδιος φαίνεται να μην καταλαβαίνει. Άλλες φορές, όπως στο Nazarín , ο Buñuel φαίνεται να απασχολείται από το θεαματικά σκληρό τοπίο της υιοθετημένης χώρας του, με τη βοήθεια του μεγάλου κινηματογραφιστή Gabriel Figueroa καθώς θυμίζει ένα αρχαίο, προκολομβιανό παρελθόν.
Απ’ τις 35 συνολικά ταινίες του Buñuel, 21 γυρίστηκαν στο Μεξικό.
Φιλμογραφία:
Ακολουθήστε το naxostimes.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
One Comment