*Του Νίκου Λεβογιάννη
Το Πάσχα, η Λαμπρή, φέτος δεν ήρθε, όπως κάθε χρόνο μαζί με την Άνοιξη. Δεν ήρθε στις καρδιές, στις ψυχές των ανθρώπων, δεν ήρθε στο νησί, ούτε και στο χωριό (Κωμιακή). Όλα φέτος θαμπά, σκοτεινά, μελαγχολικά, μια ατέλειωτη Σαρακοστή.
Ο Επιτάφιος φέτος δε βγήκε από την εκκλησιά, δεν πέρασε απ’ τα σοκάκια του χωριού, δεν μπόρεσαν να «κλέψουν» από πάνω του ροδοπέταλα οι νέοι και οι νέες, ούτε και να περάσουν από κάτω του και να πουν μιαν ευχή.
Οι βοσκοί δεν μπόρεσαν να «αρπάξουν» τα κεριά από τον Σταυρό, έτσι για το καλό. Οι νέοι και οι νέες του χωριού δεν διασταύρωσαν τα βλέμματά τους, δεν γλυκοκοιτάχτηκαν, ψάλλοντας τα «Εγκώμια» γύρω απ’ τον Επιτάφιο, δεν χτύπησε η καρδιά τους τη στιγμή του συναπαντήματος των ματιών τους.
Απίστευτα όμορφη η Άνοιξη…
Ή φύση φέτος ξαναγεννήθηκε κι η Άνοιξη είναι απίστευτα όμορφη μετά από έναν καρπερό χειμώνα. Οι κοιλάδες, οι πλαγιές των βουνών, τα χωράφια, είναι πλημμυρισμένα από τα χρώματα των αγριολούλουδων, κόκκινες, κίτρινες, άσπρες, πράσινες ταπετσαρίες, παπαρούνες κατακόκκινες, μαργαρίτες άσπρες-κίτρινες, χαμομήλια, αγριόχορτα, όλα σε οργασμό. Στις αναρίθμητες γλάστρες, στα πουντιά, στις αυλές, στα παρτέρια, στους δρόμους του χωριού, απλώνεται ένα απέραντο ανθοκήπιο, βιολέτες, τριανταφυλλιές, γαρουφαλιές, κάθε λογής λουλούδια. Τα δέντρα στα περιβόλια ολάνθιστα, οι αχλαδιές, οι βυσσινιές, οι αμυγδαλιές, οι βερικοκιές, οι τζενεριές, οι δαμασκηνιές, όλα διαλαλούν τη χαρά και την ομορφιά της φύσης.
Συναυλίες μοναδικές απ’ το κελάηδημα των πουλιών, πού ‘ρχονται συνοδεύοντας την άνοιξη, ανακατεμένες με το θρόισμα των δεντρόφυλλων, το γουργούρισμα των ρυακιών ανάμεσα στα χαλίκια, το κελάρυσμα των πηγών, το βουητό των μικροχειμάρρων, των μικρών καταρρακτών γύρω απ’ το χωριό, που απολήγουν στον φουσκωμένο απ’ τα νερά Κακόρυακα κάτω χαμηλά.
Εξαίσιες μουσικές της ανοιξιάτικης αυτής ορχήστρας, που σε συνοδεύουν απ’ τον ερχομό της αυγής, της ροδοδάχτυλης ηούς κι ως το βαθύ δείλι.
Η φύση φέτος έψαλλε μόνη της το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» τη Μεγάλη Πέμπτη, τα «Εγκώμια» και το «Ώ γλυκύ μου έαρ…» τη Μεγάλη Παρασκευή, το «Χριστός Ανέστη» και το «Αναστήτω ο Θεός» το βράδυ της Ανάστασης.
Η Θεοσκέπαστη κλειστή…
Η εκκλησιά του χωριού, η Θεοσκέπαστη, φέτος ήταν κλειστή, ο ήχος της καμπάνας κι αυτός περίεργος και μοναχικός. Κανένας δεν σήμανε φέτος το Πασχαλιάτικο καλογερίστικο μουσικό κομμάτι. Πρωτόγνωρη σιωπή τέτοιες χρονιάρες μέρες, τέτοια λαμπρή, σαν την Πασχαλιά, μέρα.
Ο παπάς, ο ψάλτης κι η νεωκόρισσα, περίκλειστοι μέσα στο ναό τη Μεγαλοβδομάδα, έψαλλαν μόνοι τους τα «Δώδεκα Ευαγγέλια», τις «Ώρες», τα «Εγκώμια», τη λειτουργία της Ανάστασης. Δεν άνοιξαν οι μεγάλες πύλες του ναού να βγει έξω ο παπάς με το Άγιο Φως, για να διαλαλήσει στους χωριανούς το χαρμόσυνο Άγγελμα της Ανάστασης «Ανέστη Χριστός».
«Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών…»
Δεν ακούστηκε φέτος το «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών…», το παμπάλαιο αυτό έθιμο, που αναπαριστά την κάθοδο στον Άδη του Αναστάντος Χριστού, που συμβολίζει τη νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. Καλογερίστικο δρώμενο, που παραμένει ζωντανό στο χωριό.
Το βράδυ της Ανάστασης και μετά την ενθουσιώδη εξαγγελία του ιερέα από την Ωραία Πύλη, το «Δεύτε λάβετε Φως εκ του ανεσπέρου φωτός» και το άναμμα των λαμπάδων, που κρατούν στα χέρια οι πιστοί, όλο το εκκλησίασμα, με το λάβαρο της Ανάστασης μπροστά, με τα εξαπτέρυγα και το αναστάσιμο Ευαγγέλιο, που κρατά ο παπάς και, με τους ψαλτάδες, βγαίνουν απ’ την εκκλησιά στο προαύλιο.
Αμέσως οι πόρτες του ναού κλείνουν και μένει μέσα ένας σεβάσμιος γέροντας, που στέκεται πίσω από την κεντρική πύλη, φρουρός ακοίμητος του Άδη, που συμβολίζει εκείνες τις ώρες η εκκλησία. Ο γέροντας παριστάνει τον Σατανά, που έχει εισβάλει στο ναό και θέλει να εμποδίσει την είσοδο του Αναστάντος Χριστού και την κάθοδό του στον Άδη, για να τον συντρίψει και μαζί του τον θάνατο.
Είναι ο συμβολισμός της νίκης της ζωής επί του θανάτου.
Κι όταν ο παπάς τελειώσει την τελετή της Ανάστασης, πλησιάζει στην κεντρική πύλη του ναού, θα τη χτυπήσει δυνατά και θα βροντοφωνάξει να τον ακούσουν στον Κάτω Κόσμο το «Άρατε πύλας», τότε ένας συγκλονιστικός πρωτόγνωρος διάλογος σαν απόκοσμος συντελείται ανάμεσα στον Επάνω Κόσμο και τον Κάτω, ανάμεσα στον Ιερέα-Χριστό και τον γέροντα-Άδη, τον Σατανά (απόσπασμα από τον 23ο ψαλμό του Δαυίδ):
ΙΕΡΕΑΣ: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης.
ΣΑΤΑΝΑΣ: Τίς εστίν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης;
ΙΕΡΕΑΣ: Κύριος κραταιός και δυνατός, κύριος δυνατός εν πολέμω.
ΣΑΤΑΝΑΣ: σιωπά…
ΙΕΡΕΑΣ: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης.
ΣΑΤΑΝΑΣ: Τις εστίν ούτος ο Βασιλεύς της δόξης;
ΙΕΡΕΑΣ: Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο Βασιλεύς της δόξης.
ΣΑΤΑΝΑΣ: σιωπά…
ΙΕΡΕΑΣ: Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξης»…
Κι αφού ο παπάς πει τρεις φορές το «Άρατε πύλας», σπρώχνει με δύναμη τη βαριά πύλη, την «είσοδο του Άδη» και, προτάσσοντας το Ευαγγέλιο και ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη», εισέρχεται με τον λαό θριαμβευτικά στο ναό. Είναι η στιγμή της νίκης του καλού ενάντια στο κακό, της συντριβής του θανάτου απ’ τη ζωή, με την Ανάσταση του Χριστού.
Ο ενθουσιώδης λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου
Θα ακολουθήσει ο όρθρος και η θεία λειτουργία, με τους υπέροχους αναστάσιμους ύμνους και με τον ενθουσιώδη λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου στο τέλος, που τον αναγιγνώσκει από την Ωραία Πύλη ο ιερέας και ακούγεται στην εκκλησία μια φορά τον χρόνο, στην Αναστάσιμη λειτουργία. Ένας λόγος, στο χαρμόσυνο μήνυμα του οποίου, συμμετέχει θριαμβευτικά και ο λαός, επιβεβαιώνοντας με φωνή στεντόρια την ήττα του Άδη με την Ανάσταση…
«Εί τις ευσεβής και φιλόθεος, απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως. Εί τις δούλος ευγνώμων, εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου αυτού. Εί τις έκαμεν νηστεύων, απολαυέτω νυν το δηνάριον. Εί τις από της πρώτης ώρας ειργάσατο, δεχέσθω σήμερον το δίκαιον όφλημα. Εί τις μετά την τρίτην ήλθεν, ευχαρίστως εορτασάτω. Εί τις μετά την έκτην έφθασε, μηδέν αμφιβαλέτω και γαρ ουδέν ζημιούται. Εί τις υστέρησεν εις την ενάτην, προσελθέτω, μηδέν ενδοιάζων. Εί τις εις μόνην έφθασεν την ενδεκάτην, μη φοβηθή την βραδύτητα, φιλότιμος γαρ ών ο Δεσπότης, δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον, αναπαύει τον της ενδεκάτης, ως τον εργασάμενον από της πρώτης και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει, κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται και τα έργα δέχεται και την γνώμην ασπάζεται και την πράξιν τιμά και την πρόθεσιν επαινεί.
Ουκούν εισέλθετε πάντες εις την χαράν του Κυρίου ημών και πρώτοι και δεύτεροι, τον μισθόν απολαύετε. Πλούσιοι και πένητες, μετ’ αλλήλων χορεύσατε. Εγκρατείς και ράθυμοι την ημέραν τιμήσατε. Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευφράνθητε σήμερον. Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθει πεινών. Πάντες απολαύσατε του συμποσίου της πίστεως. Πάντες απολαύσατε του πλούτου της χρηστότητος.
Μηδείς θρηνείτω πενίαν, εφάνη γαρ η κοινή βασιλεία. Μηδείς οδυρέσθω πταίσματα, συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος. Έσβεσεν αυτόν, υπ’ αυτού κατεχόμενος. Εσκύλευσε τον άδην ο κατελθών εις τον άδην. Επίκρανεν αυτόν γευσόμενον της σαρκός αυτού».
Και τούτο προλαβών Ησαΐας εβόησεν:
«Ο Άδης, φησίν, επικράνθη (ο λαός απαντά: Επικράνθη) συναντήσας σοι κάτω».
Επικράνθη (ο λαός απαντά: Επικράνθη) και γαρ κατηργήθη.
Επικράνθη (ο λαός απαντά: Επικράνθη) και γαρ ενεπαίχθη.
Επικράνθη (ο λαός απαντά: Επικράνθη) και γαρ ενεκρώθη.
Επικράνθη (ο λαός απαντά: Επικράνθη) και γαρ καθηρέθη.
Επικράνθη (ο λαός απαντά: Επικράνθη) και γαρ εδεσμεύθη.
Έλαβε σώμα και θεώ περιέτυχεν. Έλαβε γην και συνήντησεν ουρανώ. Έλαβεν όπερ έβλεπε και πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε.
Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη, το νείκος;
Ανέστη Χριστός (ο λαός απαντά: Ανέστη) και σύ καταβέβλησαι.
Ανέστη Χριστός (ο λαός απαντά: Ανέστη) και πεπτώκασι δαίμονες.
Ανέστη Χριστός (ο λαός απαντά: Ανέστη) και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός (ο λαός απαντά: Ανέστη) και ζωή πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός (ο λαός απαντά: Ανέστη) και νεκρός ουδείς επί μνήματος.
Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».