Ο τουρισμός αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο, τις πτυχές του οποίου δεκάδες ερευνητές και ακαδημαϊκοί επιχειρούν να φωτίσουν ακόμη και σήμερα.
Οι διεθνείς εξελίξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο, οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις αλλά και οι αυξανόμενες περιβαλλοντικές πιέσεις από τις μετακινήσεις πληθυσμών διατηρούν αμείωτο το επιστημονικό και ερευνητικό ενδιαφέρον.
Ενώ εξελίσσεται ως φαινόμενο, ο τουρισμός παράγει και τάσεις που δεν έχουν πάντα θετικό πρόσημο στο περιβάλλον και την κοινωνία. Η εμφάνιση νέων μοντέλων οργάνωσης, η αύξηση της τουριστικής ζήτησης αλλά και η έλλειψη σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών αποτελούν μερικά μόνο ζητήματα που ανακύπτουν από την ίδια την εξέλιξή του.
Η παρούσα μελέτη εστιάζει στην αποσαφήνιση των εννοιών του υπερτουρισμού (overtourism) και της τουριστοφοβίας (touristophobia), οι οποίες σχετίζονται με δύο φαινόμενα που τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί σε σημαντική πρόκληση για τους φορείς που χαράσσουν την τουριστική στρατηγική αλλά και για τους ίδιους τους πολίτες που διαμένουν σε περιοχές όπου τα φαινόμενα αυτά είναι σε έξαρση.
Με στόχο την πληρέστερη κατανόηση των δυσμενών επιπτώσεων της υιοθέτησης του μαζικού τουριστικού μοντέλου, εξετάζεται η επίδρασή του στην κοινωνία, ενώ παράλληλα αναγνωρίζεται η σημασία που διαδραματίζουν οι αντιλήψεις και οι στάσεις των διαφόρων ομάδων ενδιαφερόντων (stakeholders). Αναδεικνύεται επίσης η σημασία του πλαισίου πολιτικών για τη διαχείριση της τουριστικής πίεσης στο σύνολό της και τίθενται οι βάσεις για τη ζητούμενη αλλαγή στο υπάρχον μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης, ώστε να προστατεύονται το περιβάλλον (φυσικό και πολιτιστικό) και ο κοινωνικός ιστός από τις διαβρώσεις που προκαλούν τόσο ο υπερτουρισμός όσο και η τουριστοφοβία.
Συμπεράσματα
Η επισκόπηση της διαθέσιμης βιβλιογραφίας και δημοσιεύματα σε διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της τελευταίας δεκαετίας αναδεικνύουν τον υπερτουρισμό και την τουριστοφοβία ως δύο πολύ επικίνδυνες τάσεις, γιατί μπορούν να στρέψουν την κοινή γνώμη ενάντια στον τουρισμό. Αυτό μπορεί να συμβεί ειδικά σε περιοχές που θεωρούνται τουριστικοί προορισμοί και απαιτεί εντατική προσοχή από πλευράς των τοπικών αρχών και όλων των εμπλεκόμενων ομάδων ώστε να εφαρμόσουν τις αντίστοιχες πολιτικές για τη διαχείριση του τουρισμού με όρους βιώσιμης ανάπτυξης σε αστικό περιβάλλον (Postma & Schmuecher, 2017).
Ειδικά για τους προορισμούς που δεξιώνονται μαζικά τουριστικά ρεύματα είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός συστήματος που θα συλλέγει πληροφορίες για την κοινωνική φέρουσα ικανότητά τους. Και αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα, διότι, όταν οι κοινωνικές επιπτώσεις γίνουν πια εμφανείς και εμφανιστούν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα προβλήματα που ανακύπτουν και σχετίζονται με τον τουρισμό έχουν ήδη γίνει κοινός τόπος (Alvarez – Sousa, 2018). Η συμπεριφορά των τουριστών προκαλεί συνθήκες κοινωνικής ανομίας στην κοινότητα: Ο υπερβολικός συνωστισμός, που βλάπτει το περιβάλλον και οδηγεί βασικές υπηρεσίες σε δυσλειτουργία –ακόμη και κατάρρευση–, η απώλεια της ταυτότητας και του παραδοσιακού τρόπου ζωής μιας κοινότητας, η εισβολή σε ιδιωτικούς χώρους για ιδιωτικό εμπόριο, η επισφάλεια στον εργασιακό τομέα, ο πληθωρισμός που προκαλείται από τον τουρισμό και επηρεάζει βασικά αγαθά, η εκτόξευση των τιμών των ακινήτων, είναι μερικά μόνο παραδείγματα για τις επιπτώσεις του υπερτουρισμού και της νέας περιόδου του –μάλλον βίαιου– «εξευγενισμού» (Alvarez – Sousa, 2018, σελ. 25).
Με ενδιαφέρον αναμένεται η έκθεση του μη κερδοσκοπικού οργανισμού «the Travel Foundation», που θα δημοσιευθεί τον Μάρτιο του 2019, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Cornell και την EplerWood International (Press release, 2019), με τίτλο Το «αόρατο βάρος» του τουρισμού. Σε αυτή θίγονται άμεσα τα μεγάλα ζητήματα που ανακύπτουν από τον υπερτουρισμό σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς οι αριθμοί καταδεικνύουν ότι αρκετοί προορισμοί διεθνώς δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για τις πρωτοφανείς απαιτήσεις από τις ολοένα αυξανόμενες τουριστικές ροές. Με την ανάπτυξη να συνεχίζεται με αλματώδεις ρυθμούς, φθάνοντας τα 1,8 δισεκατομμύρια τουρίστες μέχρι το 2030, μια παγκόσμια κρίση απειλεί να χτυπήσει τον πλανήτη (Τρύφωνα, 2019).
Σε αυτή την έκθεση υπερτονίζεται και το συμπέρασμα, που αναφέρθηκε νωρίτερα, σχετικά με την αναγκαιότητα πρόσβασης σε σωστή πληροφόρηση, με στόχο το σχεδιασμό κατάλληλων πολιτικών. Πράγματι, στην έκθεση του «the Travel Foundation» θα τεκμηριώνεται ότι η αποτυχία να υπολογιστεί σωστά το πλήρες κόστος της ανάπτυξης του τουρισμού είναι σημαντικό εμπόδιο για δράση, και αυτός αποτελεί έναν πολύ καλό λόγο για τον οποίο απαιτούνται νέοι λογιστικοί μηχανισμοί για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων από τα οποία εξαρτώνται οι εθνικές οικονομίες και οι επιχειρήσεις παγκοσμίως (Τρύφωνα, 2019).
Αρκετές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι οι τοπικές αρχές διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο, ειδικά για τη διαχείριση του συγκεκριμένου φαινομένου (Alvarez – Sousa, 2019, σελ. 25). Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι «παίκτες», όπως οι τοπικές επιχειρήσεις, οι κάτοικοι αλλά και οι ίδιοι οι τουρίστες, ακόμη και η κεντρική κυβέρνηση, δεν θα πρέπει να είναι ενεργά υποκείμενα που θα σχεδιάσουν και θα υλοποιήσουν κατάλληλες δράσεις για τη διαχείριση του φαινομένου πριν την κορύφωσή του, η οποία οδηγεί –όπως η πράξη έχει δείξει– ακόμα και σε βίαιες διαμαρτυρίες και κατασταλτικά μέτρα, ενισχύοντας μια αρνητική εικόνα της διεθνούς κοινής γνώμης για το τουριστικό φαινόμενο και τους ίδιους τους προορισμούς.
Το μοντέλο του μαζικού τουρισμού όπως το γνωρίζουμε –όπως αυτό έχει κυριαρχήσει για πολλές δεκαετίες– έχει δείξει τα όριά του. Οι τουριστικοί προορισμοί παγκοσμίως αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις, που απαιτούν νέες, πιο δραστικές λύσεις, οι οποίες πρέπει να αναζητηθούν σε μοντέλα εκτός του μαζικού τουρισμού και να σχεδιαστούν με την ενεργό εμπλοκή όλων των ενδιαφερόμενων μερών (κατοίκων, τουριστών, επιχειρήσεων, τοπικών αρχών). Οι κάτοικοι μιας περιοχής, οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτή αλλά και οι τουρίστες πρέπει να βρίσκονται στο κέντρο της διαδικασίας σχεδιασμού των πολιτικών σε μόνιμη βάση. Για να προχωρήσει η παγκόσμια ερευνητική κοινότητα και οι αρχές στα επόμενα στάδια του κύκλου πολιτικής για τον υπερτουρισμό, είναι αναγκαία η ανάπτυξη κατάλληλων δεικτών, και γι’ αυτό απαιτείται η συλλογή αξιόπιστων δεδομένων από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η κατάλληλη επεξεργασία τους. Όπως προκύπτει και από την εκτεταμένη μελέτη των Peeters et al. (2018) για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα ζητήματα της διακυβέρνησης στις πλατφόρμες της οικονομίας διαμοιρασμού δεν πρέπει πια να θεωρούνται δευτερεύοντα. Συνεπώς, χρειάζεται ένα μοντέλο που θα είναι συμμετοχικό, ολιστικό, θα περιλαμβάνει μέτρα προληπτικού και όχι κατασταλτικού χαρακτήρα, θα προωθεί την προστασία του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος και θα θέσει τις βάσεις για μια βιώσιμη αλληλεπίδραση μεταξύ των ομάδων ενδιαφερόντων.
* Μελέτη της
Αγγελικής Μητροπούλου, υποψήφιας διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου