Ο μύθος και το VIDEO από την “Αρπαγή του Διονύσου από τους Τυρρηνούς Πειρατές”

admin
12/03/2016 17:02
 
 
 


Ένα πρωτότυπο, φαντασμαγορικό και μοναδικό θέαμα αντίκρισαν την Παρασκευή το βράδυ όσοι παρακολούθησαν το δρώμενο που άνοιξε την αυλαία του Διονυσιακού καρναβαλιού της Νάξου… 

{youtube}pXZVEZ_0FvI{/youtube}

Σε ένα μυσταγωγικό περιβάλλον, στο Ναό του Απόλλωνα, ξετυλίχτηκε το κουβάρι του μύθου της αρπαγής του Διονύσου από τους Τυρρηνούς Πειρατές, που λέει…

Κάποτε ο θεός Διόνυσος θέλησε να φύγει από τη Νάξο, ζήτησε λοιπόν από τους Τυρρηνούς πειρατές να τον εξυπηρετήσουν. Αυτοί δέχτηκαν και τον πήραν από το νησί, όμως καταμεσής στο πέλαγος που αρμενίζανε άλλαξαν γνώμη, τον αιχμαλώτισαν και παίρνοντας άλλη πορεία θέλησαν να τον ανταλλάξουν με λύτρα γιατί τον πέρασαν για βασιλόπουλο.
Αμέσως γνεύτηκαν μεταξύ τους για το αναπάντεχο θησαυρό, που τους έλαχε. Καθώς έστεκε ξεμοναχιασμένος, είχαν μπροστά τους μια καλή ευκαιρία να τον αρπάξουν και να ζητήσουν μπόλικα λύτρα από τον βασιλιά πατέρα του, για να τον δώσουν πίσω. Με νοήματα, χωρίς να χάσουν καιρό, μαϊνάραν τα πανιά στα κατάρτια, πλεύρισαν στη στεριά και πηδώντας έξω πλησίασαν αθόρυβα, τον άρπαξαν με μεγάλη τους χαρά και τον μετέφεραν στο καράβι. Λέγανε πως θα ‘ταν γιοι κάποιου από τον Δία αγαπημένου βασιλιά και δοκίμασαν, για να μη τους ξεφύγει η πολύτιμη λεία, να τον δέσουν χειροπόδαρα με δεσμά που εξασφαλίζουν τον θησαυρό αλλά προκαλούν τον πόνο. Μα όσες φορές κι αν δοκίμασαν γερά για να τον δέσουν, τα σχοινιά γλιστρούσαν, λύνονταν και πετάγονταν μακριά του. Ο θεός δεν μιλούσε, αλλά παράμενε αδιάφορος χωρίς να φέρνει καμιάν αντίσταση, και τους κοιτούσε με τα μαύρα του λαμπερά μάτια Σαν είδε ο πλοηγός, από τη θέση του δίπλα στο περίτεχνα σκαλιστό τιμόνι, την μάταιη προσπάθεια των συντρόφων του, κατάλαβε πως ο αιχμάλωτός τους δεν ήταν θνητός, παρά κάποιος θεός με ανθρώπινη μορφή.
Φώναξε τότε στους άλλους:
Σταθείτε, δυστυχισμένοι φίλοι μου, γιατί θαρρώ, πως αυτός που πιάσατε και με δεσμά προσπαθείτε να φυλακίσετε, μοιάζει με δυνατό θεό του Ολύμπου! Ακόμη και το καλοταρσανισμένο γερό καράβι μας δεν μπορεί να τον κρατήσει! Μην είναι ο πατέρας των θεών Δίας ή ο Απόλλωνας με το αργυρό το τόξο ή ο άρχοντας της θάλασσας Ποσειδώνας; Γιατί δεν μοιάζει με τους θνητούς που χάνονται, αλλά με τους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο.
Χαμένοι, λευτερώστε τον αμέσως, όσο είναι καιρός. Ελεύθερο, ας τον αφήσουμε πάνω στη σκιερή γη και γρήγορα. Κανείς ας μην απλώσει πάνω του χέρι, μήπως μας θυμώσει και πάνω στην οργή του μας στείλει κακούς αγέρες και μας πνίξει σηκώνοντας φουρτούνες και φοβερές καταιγίδες με ανεμοζάλες.
Μα που ν’ ακούσουν οι κουρσάροι! Ο καπετάνιος τον αποστόμωσε βάζοντάς του τις φωνές: 
Άθλιε, εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου! Το μάτι να βλέπει μόνο τον ούριο άνεμο. Κράτα καλά τα ξάρτια και άνοιξε πάλι τα πανιά. Άφησε εμάς, τους μαχητές άντρες, να γνοιαζόμαστε για τα υπόλοιπα. Λογαριάζω να φτάσουμε γι’ αυτόν στην Αίγυπτο ή στην Κύπρο ή στους Υπερβόρειους ή κι ακόμα πιο μακριά. Στο τέλος θα σπάσει και θα μας φανερώσει ποιοι είναι οι δικοί του και πόσα τα πλούτη του. Πρέπει κάποιος θεός να τον έριξε στα χέρια μας, για να κερδίσουμε πολλά!
Αυτά είπε ο καπετάνιος ελπίζοντας να πάρει πολλά λύτρα για τον νεαρό. Απλώσανε τα πανιά, ο αγέρας φύσηξε κι άρχισαν να αρμενίζουνε. Τότε σα να συνέβη ένα θαύμα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους! Κρασί κυλούσε στο γρηγοροτάξιδο σκαρί, γλυκό πιοτό, αρωματισμένο το πλημμύρισε και θεία ευωδιά πλανιόταν ολόγυρά του. Ψηλά στο πανί απλώθηκε κλήμα με πλήθος αρωματικά σταφύλια. Γύρω από το κατάρτι τυλίχτηκε ανθισμένος κισσός, ενώ οι σκαρμοί των κουπιών στεφανώθηκαν με λουλουδένιες πλεξούδες. Σαν τα είδαν αυτά οι κωπηλάτες τα ΄χασαν και φώναξαν στον τιμονιέρη να αλλάξει γραμμή και να γυρίσει το καράβι κατά την ξηρά.
Τότε ο θεός μεταμορφώθηκε σε φοβερό λιοντάρι, που με ολόρθη τη χαίτη από την πλώρη με άγριους βρυχηθμούς τους έδειχνε τα κοφτερά του δόντια. Αμέσως μετά, στη μέση του καραβιού, μια πελώρια καστανόμαυρη δασύτριχη αρκούδα, ολόρθη στα πισινά της πόδια, κουνούσε απειλητικά τα μπροστινά της πόδια, έτοιμη να τους ριχτεί. Τρομαγμένοι οι κουρσάροι έτρεξαν στην πρύμνη γύρω από τον ήρεμο τιμονιέρη, που ’ξερε πως ο θεός, όποιος κι αν ήταν, θα τον λυπόταν και δε θα του έκαμε κακό. Το λιοντάρι τινάχτηκε και μ’ ένα μεγάλο άλμα άρπαξε τον καπετάνιο, που δε σεβάστηκε τον θεό, κομματιάζοντάς τον με τα κοφτερά του δόντια. Οι άλλοι, για να γλιτώσουν από τη θλιβερή τους τύχη, ρίχτηκαν τρομαγμένοι στη θάλασσα, όπου μεταμορφώθηκαν σε δελφίνια. Στο καράβι είχαν απομείνει ο τιμονιέρης και ο Διόνυσος.
Ο θεός του εμφανίστηκε μ’ όλη του την μεγαλοπρέπεια, τον έσφιξε στην αγκαλιά του και του είπε:
Τίποτα μη φοβάσαι, πιστέ μου γέροντα! Είσαι ακριβός για την καρδιά μου! Είμαι ο ζωηρός Διόνυσος, που γέννησε η Σεμέλη η Καδμεία, αφού ενώθηκε ερωτικά με τον νεφεληγερέτη Δία.
Η δύναμη του Διόνυσου αναγνωρίστηκε τότε από όλον τον κόσμο, ακόμη κι από τους Αργείους, οπότε ο θεός μπορούσε να επιστρέψει στον Όλυμπο, έχοντας επιβάλει στη γη την λατρεία του.
(Visited 128 times, 1 visits today)
Latest Post

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*