Οργή, αγανάκτηση, συγκλονίζει, ανατριχιάζει, κρεσέντο, σκοταδισμός, είναι μερικἐς λέξεις που προεξάρχουν στο επικοινωνιακό στερέωμα σήμερα. Το κρεσέντο όμως δεν χαρακτηρίζει τόσο τα θέματα και γεγονότα που προβάλλονται, ὀσο τα ίδια τα εχθρικά συναισθήματα αποστροφής εκ μέρους των συντακτών, και τον θυμό που επιμελώς επιχειρείται να διεγερθεί στους αποδέκτες.
Δεν είναι βέβαια αγανάκτηση και θυμός για ό,τι κακό συμβαίνει στον κόσμο. Εϊναι μόνο για εκείνα που αποκτούν έναν ηχηρό τίτλο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Έναν τίτλο που μπορεί να μην ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του κειμένου, αλλά όσο πιο ηχηρός είναι, τόσο περισσότερο ξεκλειδώνει ή διεγείρει τις θυμικές ορμητικές δυνάμεις.
Ο θυμός λοιπόν διοχετεύεται εκεί που κάποιοι τον κατευθύνουν. Ως κύρια αιτία εμφανίζεται η κοινωνική αδικία ή η παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων. Η σημερινή, όμως, γενικευμένη οργή δεν επιτρέπει βάθος σκέψης, δεν αναζητά τις πραγματικές αιτίες. Απλώς βρίσκει διέξοδο όπως ο ορμητικός χείμαρος. Για παράδειγμα, θεριεύει όταν ένα δεκαπεντάχρονο παιδί κλωτσά ένα ζώο, αλλά δεν αναρωτιέται τι φταίει ώστε το παιδί αυτό να εκδηλώνει τόση βία. Μαίνεται όταν η Ιερά Σύνοδος συνιστά την αποφυγή των αμβλώσεων, αλλά δεν εξεγείρεται όταν προβεβλημένος νεαρός του μουσικού «τίποτα» δηλητηριάζει με χυδαία στιχάκια μισανθρωπισμού τα μυαλά εκατομμυρίων παιδιών στο διαδίκτυο. Παθιασμένος ο θυμός παρακολουθεί τα επεισόδια ενός οικογενειακού δράματος, αλλά ακινητοποιείται όταν διασχίζει το μέγα δράμα και την καθολική ντροπή της εν Αθήναις οδού Σατωβριάνδου. Λες και ένας δείκτης αόρατος υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία θα διοχετευθεί ο θυμός.
Όμως, έχουμε αλήθεια αναρωτηθεί γιατί θυμώνουμε και μάλιστα τόσο έντονα κάθε φορά;
Το θέμα δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα. Το μεγάλο θέμα είναι ο θυμός που περιφέρεται μέσα μας «ως λέων ζητών τίνα καταπίη». Γι’ αυτό ακριβώς και εμφανίζει μορφές ακραίες, ακόμη κι αν τα γεγονότα (σε κάποιες περιπτώσεις, όχι πάντα) δεν δικαιολογούν ακραία αντίδραση. Έτσι, στην πιο ελαφρά του έκδοση, συναντά κανείς νέους ανθρώπους που ξεσπούν σε νευρικό κλάμα ή χρησιμοποιούν γλώσσα μίσους, όποτε τύχει να αντιμετωπίσουν διαφορετικές απόψεις. Υπάρχουν και οι βαρειές περιπτώσεις της θυματοποίησης του θύτη, όπως η ψυχοπαθολογική ανάρτηση Ορθὀδοξου Ρώσου αξιωματούχου για τον δυτικό κόσμο: «τους μισώ, θέλουν τον θάνατό μας, και όσο ζω θα κάνω τα πάντα για να εξαφανιστούν». Ή από την άλλη το «ανθρωπιστικό» αξίωμα του δυτικού κόσμου ότι «είμαστε ανεκτικοί, και το μόνο που δεν μπορούμε να ανεχθούμε είναι η μη ανεκτικότητα». Τούτο διεκδικεί εύσημα εξυπνάδας, αλλά στην ουσία αναιρεί βλακωδώς και κατάφωρα αυτό που υπερασπίζεται.
Αλλά το πιο θλιβερό χαρακτηριστικό των θυμικών διαθέσεών μας είναι η απαίτηση της τιμωρίας. Της άμεσης τιμωρίας του παραβάτη. Η απαίτηση αυτή έχει γίνει μέρος και της αυτοσυνειδησίας πολλών Ορθοδόξων πιστών, αν και προέρχεται από Ιουδαϊκές αντιλήψεις. Και πάλι η συμπεριφορά αυτή είναι επιλεκτική. Έτσι, μπορεί να ζητείται η ποινή για τον ένα πατριάρχη διότι αναγνώρισε σχισματικούς, όχι όμως για τον άλλον που ευλογεί τη σφαγή αμάχων ως ιερό πόλεμο κατά του κακού. Άξιο προσοχής είναι ότι και εδώ παίρνουμε το μέρος του «αγανακτισμένου» εξολοθρευτή, σαν να σαγηνευόμαστε από την οργή του, ενώ δεν μας ικανοποιεί η φιλάνθρωπη ενέργεια του πρώτου!
Ας αναζητήσουμε, όμως, την αρωγή της φιλοσοφίας και της επιστήμης για την έννοια του θυμού.
Ο θυμός άποτελεί φυσική ορμή και μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις της ψυχής, είναι το νεύρο που μας κινητοποιεί σε αγώνες, αλλά και το σινιάλο ή ερέθισμα που διεγείρει τους μηχανισμούς άμυνας μπροστά σε μια απειλή. Είναι σαν τον ανιχνευτή καπνού. Ὀταν όμως ο άνθρωπος βλέπει παντού καπνό και ερμηνεύει τα πάντα ως απειλές, τότε και από αυτό το σημείο ξεκινά το πρόβλημα.
Γιατί τα πάντα ερμηνεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Η εγωκεντρική προοπτική και η βαθειά ανασφάλειά μας μάς κάνουν να βλέπουμε τα πάντα ως απειλή κατά της ίδιας της υπόστασής μας, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε παράλογες αντιδράσεις. Οτιδήποτε δὲν συμβαδίζει με τη δική μας σκέψη και αντίληψη εκλαμβάνεται ως προσβολή, ταπείνωση και έλλειψη σεβασμού εκ μέρους των άλλων. Βρισκόμαστε σε ένα συνεχή συναγερμό. Μέσα στη διάσπαση και τον πανικό δεν μπορούμε να διακρίνουμε το πραγματικό πρόβλημα. Όταν τα κύματα του θυμού μάς καλύψουν ολόκληρους, τότε συμπαρασύρουν τη λογική σκέψη. Το μόνο που μένει μέσα σε αυτόν τον ψυχικό κυκεώνα είναι να επιτεθούμε στους άλλους. Να τιμωρήσουμε με κάποιον τρόπο και να εξουδετερώσουμε τον εχθρό, προκειμένου να απαλύνουμε τον πόνο της προσβολής και του άγχους που μας προκάλεσε.
Και έτσι ο θυμός εξελίσσεται σε ανθρωποφαγία, επί του παρόντος συμβολική. Δεν οδηγεί σε καμία επανάσταση, σε καμία αλλαγή, διότι παράγεται από αλογία και αδυναμία. Η σύγχρονη κοινωνία φαντάζει πλέον σαν ένα Κολοσσαίο, όπου μπορεί κάποιος είτε να συμμετέχει σε φονικό αγώνισμα είτε να χαίρεται με το αντίστοιχο θέαμα, αναπληρώνοντας τα δικά του ανεκπλήρωτα πάθη, θυμωμένος με τον ίδιο τον εαυτό του. Αυτός είναι πραγματικά ο «μεσαίωνας» στην κακή του όψη (την καλή του όψη ούτε καν πλησιάζει η εποχή μας).
Δεν πρέπει όμως να κλείσουμε με διαπιστώσεις αλλά με προτάσεις, τουλάχιστον για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους.
Πριν νιώσουμε τον θυμό να μας κυριεύει, ας δούμε σοβαρά κι ας επαναλαμβάνουμε τις ακόλουθες αλήθειες που μπορούν να τον τιθασεύσουν:
Ότι δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου, και ότι η ευθιξία μπορεί να είναι σημάδι εγωισμού και ανασφάλειας.
Ότι ο άλλος ούτε μας απειλεί ούτε μας προσβάλλει, εάν διαφωνεί με την άποψή μας.
Ότι κανείς δεν έχει υποχρέωση να συμφωνήσει με την άποψή μας, ακόμη και την άποψη για τον εαυτό μας.
Ότι η κριτική του άλλου δεν είναι απαραιτήτως εχθρική. Μπορεί εγώ απλώς να μη δέχομαι οποιαδήποτε κριτική.
Ότι ακόμη κι αν η κριτική που δέχομαι είναι εχθρική, δεν είναι απαραιτήτως έγκυρη ούτε αλλάζει το τί πραγματικά είμαστε.
Ότι το ζήτημα είναι να βρεθεί η αλήθεια, και όχι να επιβληθεί η άποψή μας.
Ότι εχθρός είναι περισσότερο ο άγνωστος εαυτός μας και όχι οι άλλοι.
Ότι αν δεν ακολουθήσουμε αληθινά αυτόν που είπε «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι, καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29), θα αφανιστούμε μέσα στην ανεπίγνωστη και ακατανίκητη μιζέρια μας, όσο κι αν νομίζουμε ότι είμαστε αγωνιστές και ελεύθεροι.
Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Φανερωμένης Νάξου