Την Πέμπτη 19 Ιουνίου η αττική γη δέχθηκε στον κόρφο της τον Αντώνη Παπακωνσταντή. Τον φίλο μου Αντώνη, που αδόκητα έκλεισε ερμητικά τα μάτια του στον κόσμο και τον τύλιξε η νύχτα του προηγούμενου Σάββατου προς Κυριακή. Ξεψύχισε σαν τον φλοίσβο στα λυωνιάτικα χείλια μιας ήρεμης καλοκαιρινής θάλασσας. «Φλοίσβος φιλί» που θα έλεγε ο Ελύτης. Πάνω στον χορό, αν και δεν χόρευε συχνά. Του έλαχε, όμως, να αποχαιρετήσει τη ζωή χορεύοντας στον Μαραθώνα, σε έναν κύκνειο χορό με τον Χάρο. Ήθελε να πεθάνει όρθιος. «Σαν χορεύεις μούλεγες νάσαι ο Διγενής». Έτσι πέταξε στους ουρανούς πριν από δέκα χρόνια και ένας άλλος φίλος μου, ο καθηγητής Γιάννης Σιδερής.
Δεν ήταν ο Γάλβας να αψηφήσει τον χρησμό των 73 χρονών. («Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε/ του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό./ “Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.”» (Καβάφης, «Η διορία του Νέρωνος», 1918).
Ο Αντώνης γεννήθηκε στην Κόρωνο της Νάξου το 1952, τότε που το σμυριδοχώρι αυτό είχε 1237 κατοίκους (όσους περίπου είχε η μισή πόλη της Νάξου). Πρωτότοκο τέκνο πολυμελούς οικογένειας, με έξι παιδιά, φοίτησε στο Γυμνάσιο της Νάξου και συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα. Σταδιοδρόμησε ως λογιστής εταιρειών και, αφού συνταξιοδοτήθηκε, απολάμβανε τους καρπούς του εργασιακού του βίου και μόχθου στο Γαλάτσι, όπου διέμενε μόνιμα και στη Νάξο, στον Λυώνα, δύο μήνες το καλοκαίρι.
Στην Αθήνα δεν ξέχασε τη ναξιακή του καταγωγή και ταυτότητα. Αναμίχθηκε στη ναξιακή συλλογική ζωή (μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και πρόεδρος του Συλλόγου Κορωνιδιατών Νάξου, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΟΝΑΣ) και στην κυκλαδική δημοσιογραφική οικογένεια (Ένωση Κυκλαδικού Τύπου), την ιστοσελίδα της οποίας επιμελείτο. Ο Αντώνης ήταν επί σειρά ετών υπεύθυνος για την έκδοση του περιοδικού Κορωνιδιάτικα Χρονικά, γράφοντας, πολλές φορές, το κύριο άρθρο του περιοδικού. Πρωτοστατούσε για τη λύση προβλημάτων του χωριού του και των οικισμών του, επικουρώντας τις τοπικές Αρχές.
Αν και διακονήσαμε, σε διαφορετικούς καιρούς, τους ναξιακούς συλλόγους, τις κοινότητες αυτές συναισθήματος και μνήμης, που επούλωναν σε περασμένες εποχές το τραύμα της εσωτερικής μετανάστευσης, το πολιτισμικό τραύμα, τη σταδιακή απώλεια ταυτότητας και νοήματος, ο Αντώνης ήταν (σε αντίθεση με μένα) υπέρ της εξωραϊστικής, καλλωπιστικής, εξιδανικευτικής μνήμης.
Ήταν άνθρωπος πράος, προσηνής, ευγενής, μειλίχιος, ταπεινός, έντιμος, υπεύθυνος. Ήταν φίλος αληθινός, δοτικός, ανιδιοτελής, επιστήθιος.
Στο Γαλάτσι, ο Αντώνης είχε μια αθόρυβη, αλλά ουσιαστική παρουσία στην κοινωνική, πολιτική και περιβαλλοντική ζωή της πόλης. Συμμετείχε σε δραστήριους συλλόγους, όπως η «ΔΡΑΣΗ για την κοινωνία, τον πολιτισμό και την ποιότητα ζωής», σε περιβαλλοντικά κινήματα για την υπεράσπιση του δάσους Βεΐκου, για τη φύτευση και «υιοθέτηση» δένδρων στον Λόφο Κόκκου. Ήταν μέλος της Κίνησης Φορέων και Πολιτών για τη διάσωση του Παλαί. Συμμετείχε ενεργώς στις συνάξεις πολιτών του Γαλατσίου κάθε Σάββατο μεσημέρι στο ίντερνετ καφέ. Μια μικρή, ιδιότυπα συγκροτημένη «εκκλησία του Δήμου», στην Πνύκα ενός υπαίθριου χώρου του καφέ, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Γλυκερίας, όπου κάθε Σάββατο μεσημέρι άναβε η συζήτηση με συγκεκριμένη τοπική και γενική θεματολογία και εκλεγμένο, εναλλασσόμενο πρόεδρο. Ήταν και είναι ένα forum, μια πρωτοβουλία σκεπτόμενων και προβληματισμένων, για το παρόν και το μέλλον της πόλης και της χώρας, πολιτών. Ο Αντώνης (Αντωνάκης για την Έφη, Αντουάν για τους φίλους του) είχε μια ανελλιπή παρουσία και ενεργό συμμετοχή σε αυτές τις συνάξεις του Σαββατομεσήμερου.
Να μη ξεχάσω τις εκδρομές του Συλλόγου Θεσσαλών, όπου η Έφη και ο Αντώνης είχαν μια ιδιαίτερη παρουσία.
Ευτύχησε να αποκτήσει με την αγαπημένη σύζυγό του Έφη (με βολιώτικη καταγωγή) δύο υπέροχα παιδιά, τον Γιάννη, που ασκεί επιτυχώς το επάγγελμα του κτηνίατρου και έχει αξιόλογη κοινωνική δραστηριότητα και τον Αχιλλέα, που άνοιξε τα φτερά του, μετά τη Νομική Αθήνας στο εξωτερικό, έχοντας ποικίλα ενδιαφέροντα. Τώρα είναι διευθυντής Τμήματος Πρόσβασης και Έρευνας στην Ελβετική Ταινιοθήκη και υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας και Αισθητικής του Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης.
Σε λίγες μέρες ο Αντώνης θα ήταν στη Νάξο. Παραμονές της Αγίας Μαρίνας. Τον περίμενε πώς και πώς ο Λυώνας. Ακόμη τον περιμένει. Θα του λείψει. Του λείπει ήδη. Τον αναζητά η γωνιά της παραλιακής ταβέρνας του αδελφού του Γιώργου, που έπινε καθημερινά τον ερατεινό του και έκανε περιήγηση στον φορητό υπολογιστή του ή διεκπεραίωνε εκκρεμότητες. Τον αναζητά η βοτσαλένια παραλία που μοίραζε το γέλιο, το χωρατό, την παρέα του. Τον αναζητά η διαδρομή Λυώνα προς Κόρωνο που βάδιζε τα δροσερά απόβραδα. Τον αναζητά η θαλασσινή βεράντα μου, που κάθε θερινό βραδάκι έπινε τη ρακή του και με αναμμένους τους φορητούς υπολογιστές περιηγούμαστε σε δαιδαλώδεις, άγνωστους κόσμους που τροφοδοτούσαν τις σκέψεις και την κουβέντα μας. Συγχρόνως, έψαχνες στο VesselFinder να βρεις ποιό πλοίο περνούσε πέρα στο Ικάριο ή τη Ντενούσα. Τα βαθιά νερά του Λυώνα μάς… παράσερναν ώρες-ώρες και σε βαθιές συζητήσεις, καθώς ο ήλιος αποχαιρετούσε τον οικισμό πίσω από του Κλαπιά.
Αν υπήρχε η «διαθήκη» συναισθημάτων στο κινητό του, η εφαρμογή που θα επιτρέπει στον χρήστη να αφήσει μήνυμα, που θα παραδοθεί μετά τον θάνατό του σε όποιον επιθυμεί, ο Αντώνης θα απευθυνόταν στοργικά στην ευρύτερη οικογένειά του, στους ανθρώπους του τόπου καταγωγής του, στους επιστήθιους φίλους του και στη γαλατσιώτικη παρέα του σαββατιάτικου μεσημεριού. Η βραδινή βόλτα από το Παλαιό Τέρμα Γαλατσίου μέχρι το Άλσος Βεΐκου θα μείνει πλέον ορφανή.
Από τον ανταριασμένο Λυώνα, από την απορρώγα ακτή της Οδύσσειας, ο Αντώνης κωπηλατεί για το υπήνεμο λιμάνι της αιώνιας σιωπής, για το ευνατήριο του αγνώστου. «Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο/ κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει», υπενθυμίζει ο Σεφέρης.
Τώρα πια δεν θα περιμένει την όστρια για το χάνεμα, τα δίχτυα και το τσαπαρί, με τη ψαρόβαρκα του Λυώνα, τη «βορινή βάρκα, όπως τη χαρακτηρίζει ο ανιψιός του Γιάννης…
Καθώς παφλάζει η πολύφλοισβη μνήμη, αναδεύει στιγμές αγέραστες και ψηφίδες μιας ζωής πάντα ανολοκλήρωτης. «Σκιάς όναρ άνθρωπος», κατά τον Πίνδαρο.
Αντίο φίλε!
Βασίλης Φραγκουλόπουλος