Ποιος είπε ότι το παιχνίδι τελείωσε; Το Παιχνίδι δεν Τελειώνει Μέχρι να Νικήσεις
Δεν θα μπορούσα να αρχίσω να γράφω αλλιώς για έναν άνθρωπο που το όνομά του είναι συνώνυμο με το παιχνίδι και την αδιάκοπη προσπάθεια –πρόκληση για την επόμενη στάση την επόμενη «πίστα» στη γλώσσα των παιχνιδοφάγων « Βαπόριας Γιάννης» η κατά κόσμο Γιάννης Σαντοριναίος.
24 Απριλίου 1986….. το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπιλ κυριαρχεί στο μυαλό όλης της ανθρωπότητας και σκιάζει τα πάντα.
Τέλη Απρίλιου 1986….. Νάξος- Κυκλάδες
Απαγορευτικό, δυνατοί βοριάδες φυσάνε στην Χώρα. Το απόλυτο στέκι της εποχής για μικρούς και μεγάλους το μαγαζί του «Βαπόρια» ασφυκτικά γεμάτο. Οι βιντεοταινίες κυριαρχούν στη διασκέδαση και οι βιντεοπροβολές συνεχείς.
Λιώσιμο μπροστά στις οθόνες.
Όλοι παρακολουθούν με προσοχή την ταινία. Ο «Βαπόριας» αφού έχει εξυπηρετήσει υποδειγματικά τους θαμώνες του και τους έχει σερβίρει όλους, κάθεται στην άκρη του μπαρ και παρακολουθεί κι εκείνος με προσοχή. Η ταινία έχει προχωρήσει γύρω στη μισή ώρα, κάποιοι παίζουν μπιλιάρδο και ποδοσφαιράκια και άλλοι παλεύουν για την επόμενη πίστα στο pacman ή έχουν αγκαλιάσει τα φλίπερ.
Ξαφνικά η οθόνη μαυρίζει….. η εικόνα παγώνει και από τα ηχεία της τηλεόρασης ακούγεται ένας δυνατός ήχος. Όλοι κοιτάζουν αμήχανα το Γιάννη που δείχνει να έχει σαστίσει κι εκείνος. Ο ήχος σταματά και τον διαδέχεται μια αντρική φωνή:
«Προσοχή – Προσοχή
Έκτακτη ανακοίνωση (όλοι καταλαβαίνουν ότι κάτι περίεργο συμβαίνει)
Εξαιτίας των θυελλωδών ανέμων (συνεχίζει η ανακοίνωση) που πνέουν αυτή τη στιγμή στο Νότιο Αιγαίο και λόγω της παραλληλότητας του Κιέβου με τη Νήσο Νάξο μεγάλα ποσοστά ραδιενέργειας ταξιδεύουν αυτή τη στιγμή προς την περιοχή …….
Οι στέκες μαζεύονται σε όρθια θέση δεν παίζουν πλέον, το ποδοσφαιράκι σταμάτησε και στο φλίπερ η μπάλα χάθηκε………. Οι καναπέδες και οι καρέκλες μπροστά από την τηλεόραση είναι τώρα βάσεις για ζωντανά αγάλματα καθηλωμένα στην οθόνη. Όλοι «κάγκελο».
…Συστήνεται στους κατοίκους λόγω του κινδύνου εισπνοής τοξικών αερίων και της απορρόφησης ποσοτήτων ραδιενέργειας να τρέξουν στα σπίτια τους κλείνοντας πόρτες και παράθυρα και να μην κυκλοφορούν μέχρι την επόμενη ανακοίνωση.
Ειλικρινά σαν κυνηγημένα ποντίκια μέσα σε μισό λεπτό εξαφανίζονται όλοι, το μαγαζί αδειάζει. Τρέχω κι εγώ στο σπίτι μου ακολουθώντας τις εντολές. Αμέσως τηλεφωνώ στους δικούς μου στο μαγαζί και τους δίνω τις οδηγίες,,,,,,,, Ανοίγω τρομαγμένος την τηλεόραση του σπιτιού και περιμένω με αγωνία την επόμενη ανακοίνωση μέχρι να περάσει ο κίνδυνος.
Μετά από ένα τέταρτο, Ντριν Ντριν ο ήχος του τηλεφώνου διακόπτει τις σκέψεις μου…..
Σηκώνω το ακουστικό ακούω ένα δυνατό γνώριμο όμως γέλιο συνεχές……
«Έλα ρε ο Βαπόριας είμαι. Τρομάξατε;;; (με γέλιο)Πλάκα έκανα. Ειδοποίησε και τους άλλους και ελάτε να σας βάλω να δείτε τη συνέχεια της ταινίας».
Έχω μείνει παγωτό παρ’ οτι το καλοκαίρι δεν έχει έρθει ακόμη. Πρώτη κίνηση παίρνω τηλέφωνο στο μαγαζί τον πατέρα μου……. Έλα μπαμπά η έκτακτη ανακοίνωση δεν ισχύει μας έκανε πλάκα ο Βαπόριας. Το τι έγινε μετά δεν φαντάζεστε. «Το έχω πει σε όλη την παραλία» μου λέει «τι θα πάω να τούς πω τώρα ότι έκανε πλάκα ο Βαπόριας;;;». Κλείνω το τηλέφωνο για να γλυτώσω από τη στιγμή και αφού δεν έχω τι άλλο να κάνω τρέχω απέναντι στου Βαπόρια.
Ο Βασίλης ο Μπάκαλος (ο εκφωνητής της ανακοίνωσης) κατουρημένος από τα γέλια έχει σηκωθεί πίσω και κάτω από το μπαρ που τον είχε χώσει να μην φαίνεται ενώ στο ένα χέρι κρατάει το μικρόφωνο και στο άλλο το χαρτί της ανακοίνωσης που μεταδόθηκε και είχαν συντάξει από κοινού με το Γιάννη. Ο Γιάννης να έχει σκάσει στα γέλια και μου λέει, σας άρεσε καλό ε;;;; Του λέω ότι το μετέφερα στο μπαμπά μου και ότι έχει φθάσει στην παραλία και γελάει ακόμα περισσότερο. Αυτός ήταν ο Γιάννης ο Βαπόριας κι αυτό ένα πολύ μικρό δείγμα από τις πλάκες του.
Γνήσιος Αξώτης τον θυμάμαι να δουλεύει ελαιοχρωματιστής και να είναι από τους πιο δυνατούς μαστόρους στην εποχή του. Στη συνέχεια στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ξεκινάει η ενασχόλησή του επαγγελματικά με τα παιχνίδια της εποχής εκείνης. Αρχίζει να λειτουργεί το πρώτο του μαγαζί στη Γρόττα. Μέσα έβρισκες μπιλιάρδο, ποδοσφαιρακια και τα πρώτα ουφαδικα (μυγάκια, ούφο). Παρ’ ότι το μαγαζί ήταν στην άκρη της πόλης γέμιζε από κόσμο που είχε την ανάγκη για να περάσει την ώρα του παίζοντας.
Έπειτα αρχές της δεκαετίας του 1980 αναλαμβάνει από την Ευδοκία και τον Αντώνη το μαγαζί στην πλατεία Πρωτοδικείου το οποίο διατήρησε με απόλυτη επιτυχία και επαγγελματισμό 30 χρόνια μέχρι που βγήκε στη σύνταξη και το έκλεισε. Εκεί είχα την τύχη να είναι το πατρικό μου να μένω δίπλα και να ζήσω πολλές από τις παραπάνω φάσεις και γνώρισα πολύ το Γιάννη.
Ο Γιάννης ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος με αστείρευτο και ευφυές χιούμορ. Αυτό το χιούμορ το αυθεντικό που σε αφήνει άναυδο και παραδίνεσαι στο γέλιο χωρίς να προσβάλλει χωρείς να μειώνει την αξιοπρέπεια αλλά να αναδεικνύει την ευστροφία και την ανάγκη να χαλαρώσεις. Δεν τον άκουσα ποτέ να βγάζει κακία για κανένα αντίθετα συγχωρούσε τα λάθη των άλλων. Ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη.
Αγαπούσε το παιχνίδι για το παιχνίδι. Έπαιζε μαζί μας. Μας μάθαινε τα παιχνίδια (σκάκι , τάβλι, ηλεκτρονικά) με σκοπό να τα σκίσουμε να τα τερματίσουμε. Δεν τον ενδιέφερε το παιχνίδι σαν χρήμα αλλά σαν πρόκληση. Πολλές φορές μας άφηνε και παίζαμε χωρίς λεφτά. Πολλές φορές αν έπρεπε να λείψει λίγο άφηνε το μαγαζί σε μας. Πηγαίναμε μαζί σε βλάβες στα χωριά οπού είχε τοποθετήσει ηλεκτρονικά. Για παρέα. Αγαπούσε τους νέους αλλά και γενικότερα τον άνθρωπο. Τα ζώα όλους. Μας συμβούλευε και μας προστάτευε διακριτικά και πάντα με χιούμορ και αγάπη. Δεν ήμασταν πελάτες ήμασταν φίλοι.
Λάτρης της τεχνολογίας και ο μεγαλύτερος gadgetakias της εποχής. Ότι κυκλοφορούσε καταπιανόταν μ αυτό και μάθαινε να το χρησιμοποιεί. Οι βλάβες στα μηχανήματα γι αυτόν πρόκληση. Διόρθωνε μόνος του τα πάντα. Δεν σταματούσε πουθενά προχωρούσε παρακάτω.
Ο πρώτος που έφερε μεγάλες οθόνες και έκανε αναμετάδοση των γεγονότων απ όλα τα μέρη του πλανήτη. Ήταν τιμή γι αυτόν να καταφέρει να προβάλλει κάτι ιδιαίτερο που του ζητούσαν οι πελάτες του έλληνες και ξένοι να το βρει και να τους iκανοποιήσει. Πρόσεχε πολύ την πελατεία του και ήθελε γι αυτούς το καλύτερο. Αγαπούσε το νησί του και ήθελε να προοδεύει.
GAME OVER
Ποιος είπε ότι το παιχνίδι τελείωσε; Το Παιχνίδι δεν Τελειώνει Μέχρι να Νικήσεις
Ο Γιάννης Ο Βαπόριας νίκησε. Κατάφερε να χαρίσει σε όλους εμάς ατέλειωτες ώρες διασκέδασης και πολλές όμορφες αναμνήσεις. Κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του και από ελαιοχρωματιστής να τρέχει στους ρυθμούς της τεχνολογίας και να βρίσκεται ενεργά μέσα σ’ αυτή. Κατάφερε να είναι ένας εξαίρετος οικογενειάρχης στήριγμα για όλους. Γιός, αδελφός, σύζυγος. Πατέρας παππούς, θείος και φίλος. Κατάφερε να τον θυμόμαστε ολοι με αγάπη και ένα πλατύ χαμόγελο.
Μπορεί το παιχνίδι να είναι σκληρό, δεν παύει όμως να είναι ένα παιχνίδι και ο καθένας από εμάς είναι ο μόνος που μπορεί να ορίσει το πότε τελειώνει.
Μόλις έκλεισε το θρυλικό μαγαζί του πριν 3 χρόνια ήρθε και με βρήκε. Κάτσαμε ένα βράδυ και μιλήσαμε πολύ. Είπαμε πολλά. Ήθελε να με βοηθήσει δίνοντας μου τεχνογνωσία σε κάποια πράγματα που εκείνος ήταν πιο προχωρημένος από μένα. Του πρότεινα να συνεργαστούμε. Μου λέει: θα αποσυρθώ- άλλωστε πόσο θα ζήσω ακόμα. Μου Μίλαγε με ενθουσιάμε για το διαδίκτυο και πως πλέον βρίσκει πληροφορίες για οτιδήποτε τον ενδιαφέρει.
Ο Γιάννης επέλεξε να τελειώσει η ζωή του και να ασχοληθεί με τη φύση που τόσο αγαπούσε. Αποσύρθηκε και ασχολήθηκε με τα φυτά του, το αμπελάκι του, τους καρπούς του, τα ζωάκια του. Έτσι απλά και διακριτικά χωρίς να ενοχλήσει η να επιβαρύνει κάποιον όπως σε όλη του τη ζωή. Λες και μέσα από κάποιο περίεργο λογισμικό είχε φροντίσει να τακτοποιήσει τα πάντα και στη συνέχεια πέθανε ξαφνικά όπως προτιμούσε όρθιος.
Καλό ταξίδι φίλε Γιάννη Βαπόρια
Υ.Γ Το φετινό “Πανναξιακό Πρωτάθλημα Τάβλι –Heavens Café” θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Γιάννη του Βαπόρια ως ελάχιστη ένδειξη τιμής σε όλους εμάς που διασκεδάσαμε μαζί του.
«Και θυμήσου: Το παιχνίδι δεν τελειώνει μέχρι να νικήσεις».
Γιάννης Βαγ. Παπαδόπουλος