Οι πισίνες, παράταιρες με το κυκλαδικό τοπίο και αρκετές από αυτές παράνομες, προκαλούν πια αντιδράσεις στις τοπικές κοινωνίες, που τις βλέπουν να γεμίζουν ενώ η παρατεταμένη λειψυδρία φέρνει στις βρύσες τους βιομηχανικό, πανάκριβο νερό.
Πόσες πισίνες υπάρχουν στις Κυκλάδες; Ο αριθμός είναι άγνωστος. Άγνωστο είναι επίσης πόσες από αυτές φτιάχτηκαν νόμιμα, αφού σε πολλά νησιά απαγορεύεται η κατασκευή πισίνας πάνω από μία εικοσαετία τώρα.
Τα τελευταία χρόνια, με την έκρηξη του τουριστικού real estate, οι πλαγιές των άνυδρων κυκλαδίτικων νησιών χτίστηκαν με οδηγό τις προβλέψεις της εκτός σχεδίου δόμησης, που αποτελεί μια ελληνική «πρωτοτυπία».
Για τη βιομηχανία της πολυτελούς τουριστικής κατοικίας, που εξαπλώνεται με ραγδαίους ρυθμούς στο δωρικό τοπίο των Κυκλάδων, το απέραντο γαλάζιο του Αιγαίου δεν ήταν αρκετό.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι κατασκευές αυτές έχουν πισίνες, αρκετές φορές περισσότερες από μία. Όσο για τα ξενοδοχεία, οι πισίνες είναι πάντα ένα σημαντικό στοιχείο της υψηλής ποιότητας παροχής υπηρεσιών και αποτελούν μια σταθερή αξία για τη συγκεκριμένη αγορά, για την οποία δεν ισχύουν οι ίδιες απαγορευτικές διατάξεις που εμποδίζουν την κατασκευή τους.
Kαταγραφή με τον ακριβή αριθμό δεν υπάρχει. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού πολλές πισίνες είναι παράνομες και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να κατασκευάσει μια πισίνα διά της πλαγίας οδού είναι αρκετοί.
Οι πισίνες, παράταιρες με το κυκλαδικό τοπίο και αρκετές από αυτές παράνομες, προκαλούν πια αντιδράσεις στις τοπικές κοινωνίες, που τις βλέπουν να γεμίζουν ενώ η παρατεταμένη λειψυδρία φέρνει στις βρύσες τους βιομηχανικό, πανάκριβο νερό.
Για να ανταποκριθούν στις ανάγκες υδροδότησης που υπερπολλαπλασιάστηκαν, τα νησιά έχουν γίνει «σουρωτήρια» από τις γεωτρήσεις, εξαντλώντας πολλά από τα ούτως ή άλλως λιγοστά υπόγεια αποθέματα υδάτων που διέθεταν.
Παρόλο που οι υπόγειοι υδροφορείς έχουν στερέψει, οι πισίνες γεμίζουν και οι αχανείς κήποι τής εκτός σχεδίου δόμησης ποτίζονται με το βιομηχανικό νερό των αφαλατώσεων, που αποτελεί τη νέα πραγματικότητα για πολλές περιοχές στις Κυκλάδες. Το αλμυρό και υφάλμυρο νερό μετατρέπεται σε πόσιμο χάρη στα «μίνι εργοστάσια» αφαλατώσεων που έχουν στηθεί στα νησιά.
Κάπως έτσι το νερό στις Κυκλάδες από κοινωνικό αγαθό μετατράπηκε σε ένα πανάκριβο είδος, αφού οι μονάδες αφαλατώσεων που παράγουν το βιομηχανικό αυτό νερό είναι εξαιρετικά ενεργοβόρες και αυξάνουν το κόστος παραγωγής του.
Πού και γιατί απαγορεύονται οι πισίνες
Το 2002 εκδόθηκε μια σειρά Προεδρικών Διαταγμάτων που έβαλαν φρένο στην κατασκευή πισίνας. Τα προεδρικά αυτά διατάγματα, που έθεσαν αυστηρούς όρους, περιορισμούς και συγκεκριμένες προδιαγραφές για τη δόμηση στις Κυκλάδες, στόχευσαν στη διατήρηση της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας και στη διαφύλαξη του φυσικού τοπίου αλλά και των φυσικών πόρων των νησιών.
Σε 25 νησιά, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται η Σέριφος, η Αμοργός, η Ανάφη, η Σίκινος, η Φολέγανδρος, το Κουφονήσι, η Κίμωλος και τα περισσότερα από τα Δωδεκάνησα, απαγορεύονται οι πισίνες.
Η κατασκευή πισίνας επιτρέπεται μόνο σε οργανωμένες τουριστικές μονάδες. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, στα Προεδρικά Διατάγματα αναφέρεται ρητά ότι η αναγκαιότητα κατασκευής θα πρέπει κάθε φορά να διαπιστώνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Το τεράστιο απόθεμα από πισίνες στις τουριστικές εγκαταστάσεις των Κυκλάδων αφήνει, βέβαια, πολλά ερωτηματικά για το εάν αυτή η αναγκαιότητα για την κατασκευή τους προβλημάτισε τις αδειοδοτικές αρχές.
Στην Πάρο οι πισίνες απαγορεύονται ρητά από το 2012. Αυτό τουλάχιστον προβλέπει το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο της περιοχής, το οποίο επιτρέπει τη λειτουργία πισίνας μόνο στις τουριστικές εγκαταστάσεις, με συγκεκριμένους περιορισμούς έκτασης.
Στη Σίφνο «επιβάλλεται η κατασκευή υδατοδεξαμενής» και στη Σαντορίνη «επιτρέπονται μόνο οι απολύτως απαραίτητες εκσκαφές για την κατασκευή υπόγειας δεξαμενής» για την αποθήκευση νερού.
Ακριβώς επειδή τόσο η αρχιτεκτονική των Κυκλάδων όσο και η γεωργία ήταν προσαρμοσμένες στο άνυδρο τοπίο των νησιών και το νερό χρησιμοποιούνταν πάντα ως πολύτιμος πόρος, για τα νησιά στα οποία ισχύουν οι απαγορεύσεις τα Προεδρικά Διατάγματα αναφέρουν ότι «επιβάλλεται η κατασκευή στεγανοποιημένης στέρνας» για τη συλλογή του βρόχινου νερού.
Τι από όλα αυτά όμως εφαρμόζεται; Πόσες στέρνες έχουν αλλάξει χρήση και έχουν μετατραπεί σε πισίνες;
Επίσημη καταγραφή με τον ακριβή αριθμό δεν υπάρχει. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού πολλές πισίνες είναι παράνομες και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να κατασκευάσει μια πισίνα διά της πλαγίας οδού είναι αρκετοί.
«Κυκλαδικό τοπίο ή τουριστικό πάρκο»;
«Οι ισορροπίες στο κυκλαδίτικο τοπίο χρόνο με τον χρόνο ανατρέπονται, όσο η ανοικοδόμηση των Κυκλάδων αυξάνεται», λέει στη LiFO o Νικόλας Στεφάνου από την ομάδα ενεργών πολιτών «Save Paros», η οποία κατέγραψε τις πισίνες σε επτά νησιά, χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες της Google.
Η ομάδα μέτρησε στην Πάρο 1.480 πισίνες, όταν το 2012 σε αντίστοιχη μέτρηση που είχε γίνει ήταν γύρω στις 400. Ουκ ολίγες είναι οι πισίνες και σε άλλα νησιά, με τη Μύκονο να σπάει κάθε ρεκόρ, με 3.255 πισίνες:
«Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια. Ο ρυθμός των οικοδομών εκτός σχεδίου είναι κάτι το εξαιρετικά ανησυχητικό, γιατί ουσιαστικά το τοπίο της Πάρου εξαφανίζεται. Το τοπίο είναι ένα ουσιαστικό κομμάτι της ταυτότητας του νησιού. Από τη στιγμή που χάνεται αυτή η μοναδική κυκλαδική ταυτότητα και μετατρέπεται σε ένα τουριστικό πάρκο με πισίνες, για ανθρώπους που δεν σκοτίζονται αν βρίσκονται στις Κυκλάδες ή στο Ντουμπάι, αλλάζει όλο το παιχνίδι», υποστηρίζει ο Ν. Στεφάνου.
Ταυτόχρονα, «όλη αυτή έκρηξη του πολυτελούς τουρισμού με βίλες και ξενοδοχεία που έχουν τεράστιους κήπους και πολλές πισίνες», όπως λέει, «έχει δημιουργήσει μια απίστευτη ζήτηση νερού και υπερκατανάλωση, σε έναν τόπο όπου ιστορικά κυριαρχούσε η κουλτούρα της νηφάλιας χρήσης και κάθε σταγόνα νερού ήταν πολύτιμη».
Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι οι πισίνες στην Πάρο τριπλασιάστηκαν από το 2012 και μετά, τη χρονιά που το νησί απέκτησε Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ), το οποίο απαγορεύει ρητά τις πισίνες: «Μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας», ισχυρίζεται ο Κώστας Μπιζάς, δήμαρχος Πάρου, που υποστηρίζει πως η παράκαμψη της απαγόρευσης του ΓΠΣ μπαίνει από την πίσω πόρτα μέσα από τις διατάξεις του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, ως «υδάτινο στοιχείο»:
«Βγάζει κάποιος άδεια και λέει ότι θα κάνει υδάτινο στοιχείο, που το βάθος του είναι 50 πόντοι. Κανείς δεν ελέγχει μετά αν οι 50 πόντοι έγιναν 1,5 ή 2 ή 3 μέτρα, και τελικά μετατρέπεται σε πισίνα».
Ο Κ. Μπιζάς μάς λέει ότι «έχουν σταλεί προτάσεις προς το αρμόδιο υπουργείο για την οριστική κατάργηση των πισίνων. Εκτός από τα ξενοδοχεία, τα οποία στο νησί μας, βάσει του ΓΠΣ, δεν μπορεί να ξεπερνούν τα 1.200 τ.μ. Σ’ αυτήν την αναλογία, η πισίνα που μπορεί να γίνεται στα ξενοδοχεία θα πρέπει να είναι έως και 120 τ.μ. Εάν κάποιος θέλει να κάνει δύο ή τρεις πισίνες, και πάλι το άθροισμά τους πρέπει να φτάνει τα 120 τ.μ. και όχι παραπάνω».
Από την άλλη πλευρά, παραδέχεται ότι δύσκολα θα εισακουστούν τα αιτήματα της τοπικής κοινωνίας και του δήμου: «Όταν τόσοι επώνυμοι επενδυτές του real estate κατασκευάζουν βίλες, έχοντας προσβάσεις στο ένα ή το άλλο υπουργείο, έχω την αίσθηση ότι μπορεί να μην ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας, παρά τις φωνές της κοινωνίας και τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου».
Οι πισίνες, η υπερδόμηση και οι αντιδράσεις
Στην Πάρο το 2023 εκδόθηκαν 700 οικοδομικές άδειες, όπως λέει στη LiFO o Κώστας Μπιζάς: «Πρόκειται για 300 νέες άδειες και 400 αναθεωρήσεις. Δηλαδή η Πάρος είναι ο τρίτος δήμος στην Ελλάδα σε αριθμό οικοδομικών αδειών».
Η έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας καταγράφεται και στα στοιχεία που δημοσιοποίησε πριν από μερικές μέρες η Ελληνική Στατιστική Αρχή. Στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, που περιλαμβάνει τα νησιωτικά συμπλέγματα των Κυκλάδων και της Δωδεκανήσου, η έκδοση οικοδομικών αδειών έχει εκτοξευτεί.
Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2024 έχουν εκδοθεί 1.828 άδειες, σημειώνοντας αύξηση κατά 17,1% σε σχέση με πέρυσι και καταλαμβάνοντας την 3η θέση πανελλαδικά, μετά την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία. Συνεπακόλουθο της δόμησης αυτής είναι και οι πισίνες, οι οποίες συνοδεύουν σχεδόν κάθε νέα εξοχική κατοικία και τουριστική μονάδα που χτίζεται στα νησιά.
Πολίτες και δήμαρχοι δημοφιλών τουριστικών προορισμών, αντιλαμβανόμενοι τη λειψυδρία, που δεν είναι πια απειλή αλλά πραγματικότητα, και τις μη αναστρέψιμες αλλαγές στο τοπίο από τη συστηματική ανοικοδόμηση των Κυκλάδων, αντιδρούν, ζητώντας απαγορεύσεις και περιορισμούς.
Εκτός από τον δήμαρχο Πάρου, που ζήτησε την οριστική κατάργηση της κατασκευής τους, ο Νίκος Ζώρζος, δήμαρχος Σαντορίνης, βγάζει «κόκκινη κάρτα» στην κατασκευή κτιρίων με πισίνες. Ως μέλος του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Ν. Αιγαίου, ο δήμαρχος Σερίφου Νικόλας Ρεβίνθης επιβάλλει πρόστιμα σε όσους γεμίζουν τις πισίνες με νερό του δημοτικού δικτύου, ενώ η Μαρία Ναδάλη, δήμαρχος Σίφνου, προχωρώντας σε μια πιο τολμηρή κίνηση, τις επόμενες ημέρες αναμένεται να εισηγηθεί πρόταση προς το δημοτικό συμβούλιο με την οποία θα απαγορεύει την κατασκευή νέων πισίνων σε εξοχικές κατοικίες.
Οι τρεις αυτοί δήμοι, μαζί με τους δήμους Αμοργού, Αντιπάρου, Κέας, Πόρου, Σκύρου και Τήνου, έχουν συγκροτήσει το «Δίκτυο των Μπλε Δήμων». Πρόσφατα έστειλαν επιστολή προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ζητώντας την ανάληψη πρωτοβουλιών από την κυβέρνηση, «ώστε να μη διαμορφώνονται τετελεσμένα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ο πολεοδομικός σχεδιασμός βρίσκεται σε αρκετά νησιά σε εξέλιξη», εννοώντας την εκπόνηση των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων, με τα οποία τα νησιά θα αποκτήσουν βιώσιμη χωρική ανάπτυξη με σαφή προσδιορισμό των όρων δόμησης.
Προς το παρόν, όπως μας εξηγεί ο Γιάννης Σπιλάνης, καθηγητής και επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού του Πανεπιστημίου Αιγαίου, «η λογική παντού στις Κυκλάδες όπου χτίζεται κάτι είναι να έχει πισίνα, παρακάμπτοντας τη νομοθεσία, όπως συμβαίνει στη Σέριφο, για την οποία υπάρχει ένα Προεδρικό Διάταγμα με ρητή απαγόρευση».
Εκπροσωπώντας, ως μέλος του συντονιστικού, το Δίκτυο για Βιώσιμες Κυκλάδες, μια κίνηση στην οποία συμμετέχουν φορείς, οργανώσεις και πολίτες, μας εξηγεί ότι την περίοδο αυτή το δίκτυο διακινεί ένα ψήφισμα σε πολίτες και δήμους των Κυκλάδων, ζητώντας τη λήψη μέτρων που θα προστατεύσουν την κυκλαδική ταυτότητα «από τις εκτός κλίμακας ιδιωτικές και δημόσιες κατασκευές».
Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται η απαγόρευση κατασκευής πισίνας, αλλά «και η εφαρμογή της νομολογίας του ΣτΕ σχετικά με την εκτός οικισμού δόμηση»: «Εάν δεν υπάρχει πίεση από τις τοπικές κοινωνίες, οι κυβερνητικές πολιτικές που αφορούν θέματα αναπτυξιακής στρατηγικής στα νησιά δεν πρόκειται να αλλάξουν», λέει. Και προσθέτει: «Εμείς, ως κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών, απευθυνόμαστε στους πολίτες και ζητάμε από αυτούς να καταλάβουν τι γίνεται. Να συναινέσουν στο ότι τα πράγματα μπορούν και πρέπει να αλλάξουν. Εκπρόσωποι των τοπικών κοινωνιών είναι και οι δήμαρχοι. Γι’ αυτό και στείλαμε το ψήφισμα στα δημοτικά συμβούλια, ζητώντας να τοποθετηθούν».
Πώς βγαίνουν οι άδειες για τις πισίνες σε περιοχές με απαγορεύσεις
Με ποιον τρόπο, όμως, μπορούν να εκδίδονται άδειες για την κατασκευή πισίνας, ενώ ισχύουν απαγορεύσεις και περιορισμοί; Η συνήθης πρακτική είναι οι ενδιαφερόμενοι να εκδίδουν άδειες εργασιών μικρής κλίμακας ή να προχωρούν σε κανονική έκδοση οικοδομικής άδειας κατηγορίας 3, όπως λέγεται.
Και στις δύο περιπτώσεις, «οι άδειες αυτές βγαίνουν χωρίς έλεγχο, χωρίς προέγκριση από τις υπηρεσίες δόμησης», εξηγεί στη LiFO o Δημήτρης Πετρόπουλος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Μηχανικών του Δημοσίου (ΠΟ-ΕΜΔΥΔΑΣ).
Στις εργασίες που περιλαμβάνει η άδεια μικρής κλίμακας, όπως μας λέει, είναι και η κατασκευή δεξαμενής νερού, αλλά και πισίνας έως 50 τ.μ. Όσο για την έκδοση άδειας κατηγορίας 3, «η άδεια βγαίνει αυτόματα, με μία αναγγελία εργασιών στην πλατφόρμα του ΤΕΕ, e-Άδειες, από τον αρμόδιο μελετητή του έργου. Με την απομείωση όμως του δημόσιου ελέγχου, κάνει πάρτι η ασυδοσία», υποστηρίζει.
«Η τυπική αυτή αδειοδότηση από το σύστημα e-Άδειες δεν έχει ελεγχθεί ποτέ. Ακόμη και ο δειγματοληπτικός έλεγχος των κατασκευών μετά τον νόμο 4495 του 2017 δεν έχει γίνει ακόμη», εξηγεί.
Πρόκειται για τον πέμπτο κατά σειρά νόμο για τα αυθαίρετα που έχει ψηφιστεί. Ο Δημήτρης Πετρόπουλος αναφέρει ότι μέχρι σήμερα «εκκρεμεί να βγει υπουργική απόφαση για το πώς θα γίνει ο δειγματοληπτικός έλεγχος των κατασκευών μετά τον 4495/2017. Με τον νόμο που ψηφίστηκε τον περασμένο Απρίλιο, το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει πάρει την αρμοδιότητα ελέγχου των αυθαίρετων κατασκευών, αλλά ακόμη δεν έχει προχωρήσει κάτι».
Στις περιπτώσεις όμως που οι οικοδομικές εργασίες, έστω και μικρής κλίμακας, γίνονται σε περιοχές που βρίσκονται σε ιστορικούς τόπους ή παραδοσιακούς οικισμούς, απαιτείται η γνωμοδότηση από τα Αρχιτεκτονικά Συμβούλια, όπως μας εξηγεί ο Δημήτρης Ξυνομηλάκης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ/ΠΕΑ).
Τον ρωτάμε, λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να περνάνε από τα Αρχιτεκτονικά Συμβούλια εγκρίσεις που αφορούν την κατασκευή πισίνας σε εξοχικές κατοικίες των Κυκλάδων, όταν υπάρχουν προστατευτικά διατάγματα.
Ο ίδιος μάς λέει ότι «είτε είναι μικρή κλίμακα είτε είναι κανονική άδεια, η γνωμοδότηση του Αρχιτεκτονικού Συμβουλίου είναι απαραίτητη, όταν οι άδειες που εκδίδονται αφορούν προστατευόμενο τόπο».
Από εκεί και πέρα, όμως, «εάν κάποιος συνάδελφος παρακάμπτει το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής, είναι θέμα μιας παράνομης διαδικασίας, η οποία, αν ελεγχθεί και αν καταγγελθεί, θα έχει πρόβλημα ο συνάδελφος μελετητής».
Από το σύστημα e-Άδειες του ΤΕΕ, πάντως, δεν μπλοκάρονται αυτόματα οι συγκεκριμένες άδειες που εκδίδονται σε ιστορικούς τόπους ή προστατευόμενες περιοχές, οι οποίες απαιτούν ειδικές γνωμοδοτήσεις από τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής ή άλλα γνωμοδοτικά όργανα του υπουργείου Πολιτισμού: «Πολλές φορές μπορεί να βγει μια άδεια, για να λέει ο ιδιοκτήτης ότι έχει έναν αριθμό αδείας μικρής κλίμακας. Αλλά από εκεί και πέρα, κάποιοι μπορεί να κάνουν και κάποιες άλλες εργασίες πέρα από αυτές που αναφέρονται στην άδεια», λέει ο Δ. Ξυνομηλάκης.
Και προσθέτει: «Ένας αριθμός αδείας έξω από μια πόρτα δεν λέει κάτι στον πολύ κόσμο. Ακόμη και για τον αστυνομικό που θα περάσει απ’ έξω. Δεν έχει το δικαίωμα να ψάξει, ούτε και έχει τη γνώση για να καταλάβει τι περιλαμβάνει αυτό το νούμερο αδείας που βλέπει. Η υπόθεση μπορεί να διερευνηθεί εφόσον υπάρξει κάποια καταγγελία πιο συγκεκριμένη», εξηγεί.
Η «κόκκινη κάρτα» των δημάρχων στις πισίνες
Όσες οικοδομικές άδειες που προβλέπουν την κατασκευή πισίνας φτάνουν προς έγκριση στο Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Ν. Αιγαίου παίρνουν την αρνητική ψήφο του δημάρχου Σαντορίνης, Νίκου Ζώρζου. Ο Ν. Ζώρζος είναι μέλος του συμβουλίου αυτού, εκπροσωπώντας, όπως μας λέει, την Περιφερειακή Ένωση Δήμων Νοτίου Αιγαίου:
«Η Σαντορίνη προστατεύεται από Προεδρικό Διάταγμα ως ιστορικός τόπος. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν καθόλου πισίνες και σήμερα είναι ήδη πάρα πολλές. Από το 2012 έχω πει ότι η Σαντορίνη είναι κορεσμένη σε ό,τι αφορά κυρίως τη δόμηση, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και οι πισίνες».
Κατά την άποψη του δημάρχου, «όπου υπάρχει παρανομία, τη δημιούργησε το ίδιο το κράτος. Διαχρονικά, εδώ και δεκαετίες, το κράτος κλείνει το μάτι στους παρανομούντες, με όλους τους νόμους που έχει ψηφίσει για την τακτοποίηση των αυθαιρέτων. Κάθε νόμος που έφερε δημιούργησε μια νέα γενιά αυθαίρετων κατασκευών, οι οποίες νομιμοποιούνται στη συνέχεια με έναν άλλο, επόμενο νόμο».
Ο δήμαρχος Σαντορίνης υποστηρίζει ότι οι νέες συνθήκες που δημιουργεί η λειψυδρία θα πρέπει να μας βάλουν όλους να αλλάξουμε πρακτικές και συμπεριφορές: «Το φαινόμενο της λειψυδρίας αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο μεγάλο σε ένταση και έκταση. Πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλάζοντας το μοντέλο της υπερκατανάλωσης που δυστυχώς κυριαρχούσε για χρόνια στη διαχείριση αυτού του σημαντικού φυσικού πόρου. Και οι πισίνες είναι ένα κομμάτι αυτής της διαχείρισης, όπως την ξέραμε».
Στη Σέριφο απαγορεύεται να γεμίζουν οι πισίνες από το δίκτυο ύδρευσης και ο Κωνσταντίνος Ρεβίνθης, δήμαρχος του νησιού, μας λέει ότι «καθορίστηκε και ένα πρόστιμο, το οποίο βέβαια για να επιβληθεί πρέπει να πιαστεί κάποιος επ’ αυτοφώρω να γεμίζει την πισίνα με νερό του δικτύου».
Ένα δεύτερο μέτρο, «το οποίο είναι υπό σκέψη και θέλουμε να φέρουμε στο δημοτικό συμβούλιο, είναι η απαγόρευση των πισίνων στη Σέριφο. Είναι θέμα που θέλουμε να το δούμε άμεσα και θέλουμε να είναι μία από τις προτάσεις του δήμου στον σχεδιασμό του Τοπικού Πολεοδομικού Σχεδίου».
Τον ρωτάμε αν μ’ αυτή την απόφαση παραβιάζει ανοιχτές θύρες, αφού ήδη υπάρχει ένα Προεδρικό Διάταγμα για το νησί της Σερίφου, το οποίο θέτει ρητά αυτή την απαγόρευση: «Η γνώμη μου είναι ότι οι πισίνες δεν συνάδουν με το κυκλαδίτικο τοπίο. Οι επιχειρηματίες το κάνουν για να αυξήσουν τα κλειδιά ή τα αστέρια των μονάδων τους. Η πισίνα, καλώς ή κακώς, εκλαμβάνεται ως αυξημένης ποιότητας υπηρεσία από τους πελάτες και δίνει αντίστοιχα στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να αυξήσουν την τιμή των καταλυμάτων τους».
Ο δήμαρχος Σερίφου υποστηρίζει ότι «εκτός από τις τουριστικές μονάδες, όσοι έχουν κατασκευάσει πισίνες πριν από το 2002 που εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα δεν έχουν κάποιο πρόβλημα νομιμότητας. Για τους υπόλοιπους, το πιο σύνηθες τρικ είναι οι άδειες που προβλέπουν δεξαμενές ομβρίων υδάτων και στη συνέχεια καταλήγουν να γίνονται κολυμβητικές πισίνες. Η πρακτική αυτή θα πρέπει να σταματήσει», λέει.
Η Μαρία Ναδάλη, δήμαρχος Σίφνου, τις επόμενες μέρες θα φέρει στο δημοτικό συμβούλιο «το θέμα της απαγόρευσης κατασκευής κολυμβητικών δεξαμενών. Θα υπάρχει αυτή η δυνατότητα μόνο σε τουριστικές μονάδες, με συγκεκριμένες εγκρίσεις και ξεκάθαρες αδειοδοτήσεις. Δεν ξέρω, ειλικρινά, πώς έπαιρναν αυτές τις άδειες για τις πισίνες. Ξέρω όμως ότι για το νησί της Σίφνου προβλέπεται μόνο η κατασκευή υδατοδεξαμενών για την αποθήκευση νερού για ύδρευση και άρδευση», μας εξηγεί.
Η Μ. Ναδάλη υποστηρίζει ότι το Προεδρικό Διάταγμα για τη Σίφνο, παρότι έχει μία και μοναδική πρόβλεψη για τις υδατοδεξαμενές, ότι δηλαδή η κατασκευή τους αφορά τη συλλογή και την αποθήκευση νερού, «δεν έχει ρητή απαγόρευση για τις πισίνες, όπως το Προεδρικό Διάταγμα της Σερίφου. Μ’ αυτήν την κίνηση θέλουμε να γίνει πιο έντονη η απαίτηση που υπάρχει από τον δήμο πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, γι’ αυτό προκαλούμε αυτή την απόφαση».
Η εισήγηση προς το δημοτικό συμβούλιο για να μπει μπλόκο στις πισίνες γίνεται από τη νεοσύστατη Δημοτική Επιτροπή για Θέματα Περιβάλλοντος και Προστασία της Αρχιτεκτονικής Φυσιογνωμίας.
Η ίδια υποστηρίζει ότι «δεν αρκεί η σύνδεση της κατασκευής πισίνας με την επάρκεια ή μη του νερού. Κάποιος μπορεί να σου πει “εγώ θα φέρω νερό από αλλού ή θα κάνω ιδιωτική γεώτρηση”. Θεωρώ ότι πρέπει να συνδεθεί και με την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και την προσπάθεια για τη μη περαιτέρω αλλοίωση του ιστορικού και αρχιτεκτονικού τοπίου του νησιού».
«Δεν αξίζει στους αρχιτέκτονες να γίνονται “βαποράκια” της πολιτισμικής και περιβαλλοντικής κατάρρευσης»
Πώς όμως μπορεί να υπονομεύεται το ιστορικό τοπίο των Κυκλάδων από το πολυτελές real estate που εξαπλώνεται στα νησιά; Οι εικόνες με τις πισίνες που κατά κανόνα περιλαμβάνονται σ’ αυτές τις κατασκευές συνήθως παρουσιάζονται ως αρχιτεκτονικές συνθέσεις εναρμονισμένες με το κυκλαδικό τοπίο. Πώς όμως μια εξοχική κατοικία με τρεις και τέσσερις πισίνες μπορεί να ενσωματώνεται στο αρχιτεκτονικό ύφος των Κυκλάδων;
Πώς η αρχιτεκτονική δημιουργία, που πάντα βρίσκεται στην πρωτοπορία των τεχνών και της επιστήμης, μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη της τις περιβαλλοντικές προκλήσεις και την αναγκαιότητα να μην κατασπαταλώνται τα πολύτιμα υδάτινα αποθέματα που έχουν απομείνει αλλά και τις πανάρχαιες λειτουργίες αυτών των κοινωνιών που άντεξαν μέσα στον χρόνο και που βασίστηκαν στη λελογισμένη χρήση των φυσικών πόρων;
Μ’ αυτά τα ερωτήματα απευθυνθήκαμε στον Κώστα Μανωλίδη, καθηγητή Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ο οποίος σχολιάζει στη LiFO πως «δίκαια οι αμέτρητες πισίνες της πρόσφατης τουριστικής ανάπτυξης προκαλούν τη δυσφορία και τον θυμό μας. Δεν είναι μόνο οπτική παραφωνία, δεν απομυζούν μόνο τους περιορισμένους υδάτινους πόρους των παράκτιων περιοχών, αλλά παραποιούν και την άυλη κληρονομιά των τοπίων τους».
Για τις εντυπωσιακές πισίνες, που συνήθως συμπληρώνουν την κατασκευαστική εικόνα των κατοικιών στα κυκλαδίτικα νησιά, υποστηρίζει ότι «όση σχεδιαστική ευρηματικότητα κι αν τις πλαισιώνει, υπόρρητα απαιτούν την υποταγή του τοπίου. Επιβάλλουν τον συμβολικό κατευνασμό και την απονεύρωση της γήινης δριμύτητάς του. Το ανακλαστικό φωσφοριζέ γαλάζιο της πισίνας έρχεται σαν αντισηπτικό να απολυμάνει και να εξημερώσει την τραχύτητα της ύλης και της ιστορίας του χώρου. Να σκεπάσει τη χθόνια φωνή του με τη χρυσόσκονη της οικουμενικής ρητορικής του πλούτου και της πολυτέλειας».
Δεν αξίζει όμως, όπως λέει, και στους αρχιτέκτονες «να γίνονται “βαποράκια” αυτής της πολιτισμικής και περιβαλλοντικής κατάρρευσης. Η άρνηση ανάληψης τέτοιων έργων θα ήταν ένα πρώτο γενναίο βήμα. Εξίσου σημαντική θα ήταν μια τακτική πολιτισμικού κλεφτοπολέμου ενάντια στην παντοδύναμη μηχανή επιθυμιών που διαβρώνει την κοινωνία. Να λυθούν τα μάγια του αιχμαλωτισμένου φαντασιακού μας. Να υπονομευτούν οι πισίνες ως ινσταγκραμικό σύμβολο ευζωίας και να αναδειχτεί η βαθιά αισθητική τους χυδαιότητα». Όσο για την εξοχική δόμηση, «όπου θα επιτρέπεται, να γίνεται νοητή μόνο ως κάτι λιτό, αθόρυβο και ευλαβικά λεπταίσθητο».
Πώς γεμίζουν οι πισίνες;
Στις Κυκλάδες το νερό ήταν πάντα πολύτιμο και λίγο. Λόγω της μεγάλης ζήτησης και των αναγκών που δημιουργούνται από την αύξηση των τουριστικών εγκαταστάσεων, τα αποθέματα των υπόγειων υδάτων εξαντλούνται.
Τη στιγμή που οι εκατοντάδες πισίνες πρέπει να γεμίσουν, πολλά νησιά έχουν ήδη κατατρυπηθεί από τις γεωτρήσεις για την άντληση των υπόγειων υδάτων, οι οποίες γίνονται όχι μόνο από τις δημοτικές επιχειρήσεις αλλά και από τους ιδιώτες: «Επί της αρχής, οι γεωτρήσεις ως υδροληπτικά έργα δεν είναι κάτι κακό. Λύνουν πολλά προβλήματα και, αν σταματούσαν να λειτουργούν, οι περισσότεροι δήμοι δεν θα είχαν νερό. Το πρόβλημα είναι η διαχείρισή τους», λέει στη LiFO o Παναγιώτης Σαμπατακάκης, διευθυντής Υδατικών Πόρων και Γεωθερμίας της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ).
Στις Κυκλάδες, ο ζωτικός χώρος, όπως υποστηρίζει, «από πλευράς υδρεολογίας δεν είναι μεγάλος. Έχουμε λίγα αποθέματα». Ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα της υπεράντλησης των υπόγειων νερών εντάθηκε γιατί η αύξηση της δόμησης που έφερε η αλματώδης ανάπτυξη του τουρισμού δεν συνοδεύτηκε από ένα πρόγραμμα διαχείρισης του νερού:
«Πολλοί ιδιώτες που έχουν εξοχικές κατοικίες, οι οποίες χτίστηκαν έξω από τον οργανωμένο ιστό του υδρευτικού δικτύου των δήμων, έχοντας την οικονομική δυνατότητα να κάνουν μια γεώτρηση, προχωρούσαν σε άντληση νερού μ’ αυτό τον τρόπο. Σήμερα, το αποτέλεσμα είναι οι υδροφόροι μέσα στους οποίους είχαν διανοιχθεί αυτά τα έργα σταδιακά να έχουν χάσει ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού τους. Έτσι πλέον οι μόνιμοι κάτοικοι στα νησιά δεν έχουν νερό ή έχουν υφάλμυρο νερό, αλλά κάποιοι άλλοι έχουν τη δυνατότητα να γεμίζουν τις πισίνες τους έστω και με υφάλμυρο νερό».
Ο Π. Σαμπατακάκης πιστεύει ότι «αν βγάζαμε τις ιδιωτικές απολήψεις που γίνονται σε πάρα πολλά νησιά, και δεν μιλάω για τις απολήψεις που αφορούν τους αγρότες, σε αρκετές περιπτώσεις θα περίσσευε τόσο νερό που ενδεχομένως θα μπορούσαν να καλύψουν τις υδρευτικές τους ανάγκες».
Υποστηρίζει, μάλιστα, ότι οι άδειες για την κατασκευή των γεωτρήσεων δίνονται «με έναν νόμο-φασόν, που καθορίζει τις αποστάσεις του ενός έργου από το άλλο», κι αυτό από μόνο του δεν φτάνει, αφού αφαιρέθηκε νερό από πηγές σημαντικής υδροδοτικής αξίας, ειδικά στα νησιά:
«Φανταστείτε ότι έχουμε μια δεξαμενή. Έτσι είναι και οι υδροφόροι μας, δεν είναι απροσδιόριστα υδρολογικά μεγέθη, αλλά είναι σαφώς οριοθετημένοι. Μέσα εκεί βάζουμε 500 καλαμάκια και τραβάμε ο καθένας μας όσο θέλει και όποτε θέλει. Από την άλλη μεριά, υπάρχει και ένα καλαμάκι το οποίο προορίζεται για να δώσει νερό στα σπίτια. Ε, μοιραία αυτό το καλαμάκι θα τραβάει εκείνο που θα απομένει», μας εξηγεί.
Την ίδια στιγμή, οι υπηρεσίες που καλούνται να εξετάσουν αυτές τις αιτήσεις και να δώσουν άδειες γεωτρήσεων είναι, όπως λέει, «υποστελεχωμένες, ενώ λείπουν και οι κατάλληλες επιστημονικές ειδικότητες».
Οι τρυπημένες Κυκλάδες
Ο Ηλίας Νόκας είναι προϊστάμενος της Διεύθυνσης Υδάτων Νοτίου Αιγαίου. Από την υπηρεσία του περνάνε όλες οι αδειοδοτήσεις των έργων που αφορούν τη διαχείριση του νερού: δίκτυα, γεωτρήσεις, αφαλατώσεις.
Μας εξηγεί ότι η υπηρεσία του έχει λόγο να δώσει έξτρα άδειες για ιδιωτικές γεωτρήσεις, «για να αποφορτιστούν λίγο τα δίκτυα των δήμων, ειδικά το καλοκαίρι που αυξάνεται η ζήτηση λόγω του τουρισμού και της παραθεριστικής κατοικίας». Τον ρωτάμε αν η πολιτική αυτή της αθρόας αδειοδότητης γεωτρήσεων εξαντλεί τα λιγοστά αποθέματα. Μας απαντάει ότι το όλο ζήτημα θυμίζει τη γνωστή παροιμία «μας φταίει ο γάιδαρος και χτυπάμε το σαμάρι».
«Την αύξηση της ζήτησης νερού δεν τη δημιουργούν οι υπηρεσίες. Τη ζήτηση τη δημιουργεί η οικοδομή. Όταν λοιπόν χτίζονται τα πάντα, όταν χτίζονται οι πλαγιές της Τήνου και της Μυκόνου και τα χωράφια γίνονται οικοδομές, φυσικά και υπάρχει στη συνέχεια πίεση στους υδατικούς πόρους. Για να μη δίνουμε γεωτρήσεις, πρέπει να συμφωνήσουμε ότι δεν θα χτίζουμε κιόλας. Την άποψη αυτή πρόσφατα την ανέφερα σε μια λαϊκή συνέλευση κατοίκων που έγινε για το ζήτημα και αρκετοί δυσαρεστήθηκαν. Γιατί είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να πουλάνε τα βοσκοτόπια τους για οικόπεδfraα».
Από την άλλη πλευρά, ισχυρίζεται ότι μπορεί μεν «οι ιδιωτικές γεωτρήσεις να αυξάνονται, ωστόσο κάθε μία από αυτές έχει μικρή χρήση νερού, περίπου 500 ή 1.000 κυβικά τον χρόνο. Αυτή είναι η τάξη μεγέθους. Είναι διάσπαρτες γεωτρήσεις, όπως είναι και τα σπίτια. Δεν δημιουργούν μεγάλη πίεση, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, γιατί έχουν μικρή παροχή. Ο δήμος Πάρου, για παράδειγμα, έχει γεωτρήσεις που βγάζουν 300.000 κυβικά. Είναι πραγματικά μη συγκρίσιμα τα νούμερα».
Για τον Ηλία Νόκα, η μεγαλύτερη κατασπατάληση νερού από τους παραθεριστές των εξοχικών κατοικιών, που αυξάνονται και πληθύνονται, δεν γίνεται από τις πισίνες που διαθέτουν οι κατοικίες τους, αλλά από τους κήπους τους:
«Μια πισίνα σε ένα σπίτι, ανάλογα με το μέγεθός της, έχει χωρητικότητα από 50 με 60 έως 150 κυβικά οι μεγαλύτερες. Αυτή είναι η κατανάλωση, συν ένα 10% που έχουμε από την εξάτμιση. Το πρόβλημα της κατανάλωσης νερού σ’ αυτά τα σπίτια, που βρίσκονται συνήθως στις εκτός σχεδίου περιοχές, προέρχεται από τους κήπους, οι οποίοι συνήθως αποτελούν τα 2/3 της έκτασης».
Ο Η. Νόκας ισχυρίζεται ότι όλα τα κτίρια στις Κυκλάδες θα έπρεπε να γεμίζουν τις δεξαμενές τους πριν από το καλοκαίρι: «Θα έπρεπε να υπάρχει υποχρεωτικά σε κάθε κτίριο μία δεξαμενή που να συλλέγει το νερό της βροχής και στην αρχή του καλοκαιριού να είναι γεμάτη. Εάν όλα τα κτίρια είχαν μια δεξαμενή, που δεν έχουν, στη φουλ κατανάλωση το καλοκαίρι θα μπορούσαν να αποφορτίσουν τα δίκτυα των νησιών».
Και προσθέτει: «Ακόμη και αν οι δεξαμενές αυτές δεν μπορούν να γεμίσουν με βρόχινο νερό, καθώς φέτος σε κάποια νησιά δεν έβρεξε καθόλου, όπως για παράδειγμα στη Σίφνο, θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να έχουν γεμίσει τη δεξαμενή, ακόμη και την πισίνα τους, νωρίς, την εποχή που οι αφαλατώσεις των δήμων ή τα δίκτυά τους έχουν νερό».
Οι αφαλατώσεις και ο πίθος των Δαναΐδων
Σε πολλά νησιά οι δεκάδες γεωτρήσεις έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους: ο δήμαρχος Πάρου μάς λέει ότι η Δημόσια Επιχείρηση Ύδρευσης της Πάρου «έχει 29 γεωτρήσεις και οι περισσότερες από αυτές έχουν κατέβει κάτω από τη στάθμη της θάλασσας».
Ο δήμαρχος Σαντορίνης υποστηρίζει ότι «δεν θα πρέπει κανείς πια να τρυπήσει το νησί. Γιατί θα έχουμε διείσδυση του θαλασσινού νερού στον υδροφόρο ορίζοντα και θα είναι μια βλάβη ανήκεστη. Στη συνέχεια, ελλείψει βροχών, θα πρέπει να περάσουν πάρα πολλά χρόνια για την αποκατάστασή του».
Από το 2022 στη Σαντορίνη λειτουργεί η μεγαλύτερη μονάδα αφαλάτωσης των Βαλκανίων, όπως μας λέει ο δήμαρχος. Οι μονάδες αφαλατώσεων είναι η επιλογή στην οποία στρέφονται οι διοικήσεις των δήμων για να φέρουν νερό στις βρύσες των πολιτών. Στις Κυκλάδες κάθε χρόνο προστίθενται νέες μονάδες αφαλάτωσης, οι οποίες μετατρέπουν το θαλασσινό και το υφάλμυρο νερό σε πόσιμο μέσω ειδικής επεξεργασίας.
Στη Σύρο εδώ και μια δεκαετία υπάρχει μόνο βιομηχανική παραγωγή νερού από αφαλατώσεις. Ο Αλέξης Αθανασίου, δήμαρχος Σύρου, μας εξηγεί ότι «η Σύρος είναι από τα πιο άνυδρα και ξερά νησιά του Αιγαίου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 που εγκαταστάθηκε η πρώτη μονάδα αφαλάτωσης, υπήρχαν κάποιες πηγές στο νησί και κάποιες γεωτρήσεις που εξυπηρετούσαν. Εδώ και μία δεκαετία, χρησιμοποιούμε μόνο νερό αφαλατώσεων, με ένα πολύ υψηλό τιμολόγιο».
Στη Σύρο, ένα νησί που, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, προστατεύεται από Προεδρικά Διατάγματα, υπάρχουν εκατοντάδες πισίνες, οι οποίες γεμίζουν μ’ αυτό το ακριβό νερό: «Το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι μόνιμο και χρειάζεται μια αυξημένη προσοχή στη διαχείριση από όλους. Δεν μπορεί να γεμίσει μία πισίνα και να μείνει μια περιοχή χωρίς νερό. Μπορεί να το πληρώσει πανάκριβα αυτός που θα το κάνει, αλλά θα χαθεί αυτό το νερό που θα έπρεπε να φτάσει στις βρύσες των καταναλωτών».
Ο δήμος προσπαθεί να ισορροπήσει τις ανάγκες του για νερό, κάνοντας μερική επαναχρησιμοποίηση των αστικών λυμάτων: «Το νερό επιστρέφει στον αγρότη, στον πρωτογενή τομέα, μετά από επεξεργασία. Σήμερα, που δεν έχει ολοκληρωθεί το έργο, στην αγροτική παραγωγή κατευθύνονται γύρω στα 120 κυβικά νερού την ημέρα. Όταν η μονάδα θα λειτουργήσει πλήρως, αυτό το νερό θα είναι πολύτιμο για τις αρδευτικές ανάγκες του νησιού», λέει ο δήμαρχος Σύρου.
Ο Νάσος Στασινάκης, καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, υποστηρίζει ότι «η συνεχής αύξηση της ζήτησης και η παράλληλη απαίτηση κατασκευής νέων μονάδων αφαλάτωσης στα νησιά θυμίζει τον πίθο των Δαναΐδων».
Καθώς οι μονάδες αφαλάτωσης είναι εξαιρετικά ενεργοβόρες, μας λέει ότι «παράγουν πολύ ακριβό νερό. Το κόστος παραγωγής και μεταφοράς του νερού από αφαλατώσεις φτάνει τα 4 ή και τα 6 ευρώ/m3, όταν το μέσο κόστος για τα νησιά είναι 1,18 ευρώ/m3», αναφέρει ο καθηγητής.
Την ίδια στιγμή, όμως, «στα περισσότερα δίκτυα, λόγω παλαιότητας, υπάρχουν πολύ μεγάλες απώλειες, οι οποίες μπορεί να είναι το 30%, ακόμη και το 50% του νερού. Σκεφτείτε λοιπόν να έχω βάλει ένα σύστημα αφαλάτωσης και να μεταφέρει νερό σε ένα τρύπιο δίκτυο, που μπορεί να έχει απώλειες 40 και 50%. Κι αυτό το πανάκριβο νερό χάνεται από τα δίκτυα και δεν φτάνει στις βρύσες του καταναλωτή. Επειδή ακριβώς πρόκειται για ακριβό νερό, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και όταν δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Και για μένα είναι τελείως πολυτέλεια προφανώς να χρησιμοποιείται το νερό της αφαλάτωσης για τις πισίνες ή και για να ποτίζει κανείς το γκαζόν του κήπου του, όταν ο άλλος δεν έχει να πιει νερό από τη βρύση».
Για τον Νάσο Στασινάκη «πριν φτάσουμε στην αναζήτηση λύσεων για το πώς θα καλυφθούν οι έξτρα ανάγκες σε νερό, πρέπει να δούμε πώς θα περιορίσουμε τη ζήτηση».
Όλοι όσοι ασχολούνται με την περιβαλλοντική επιστήμη, όπως λέει, «γνωρίζουν ότι η υδατική ασφάλεια των νησιών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την κατασκευή μεμονωμένων έργων, αλλά προϋποθέτει ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων. Αν θελήσουμε να ιεραρχήσουμε τις ενέργειές μας, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τη λήψη μέτρων διαχείρισης της ζήτησης, μείωσης των απωλειών των δικτύων και προστασίας των υπόγειων υδροφορέων. Συνεχίζοντας, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε με τον βέλτιστο τρόπο τις διαθέσιμες ποσότητες νερού σε κάθε νησί».
Για τις αφαλατώσεις, αναφέρει ότι είναι μία από τις λύσεις, «αλλά η αίσθηση που έχω είναι ότι αυτήν τη στιγμή δεν γίνεται ένας ολοκληρωμένος σχεδιασμός και μια προετοιμασία των νησιών για τις ανάγκες που πρόκειται να αντιμετωπίσουν και στο άμεσο και στο μακροπρόθεσμο μέλλον, ενώ υπάρχουν σχέδια διαχείρισης».
Χωρίς να υπάρχει αυτός ο σχεδιασμός, ο Ν. Στασινάκης υποστηρίζει ότι οι δήμοι λειτουργούν κάθε καλοκαίρι πυροσβεστικά: «Μέσα στον Ιούνιο και τον Ιούλιο προωθούνται λύσεις της τελευταίας στιγμής. Προσπαθούν να βρουν γρήγορα μία χρηματοδότηση από την Περιφέρεια ή το υπουργείο για να φωνάξουν μια εταιρεία να τους νοικιάσει ένα σύστημα αφαλάτωσης. Είναι μία λύση, αλλά δεν μπορείς να σχεδιάσεις όλον τον προγραμματισμό για τη διαχείριση των υδάτων φωνάζοντας “στο παρά ένα” την εταιρεία να σου βάλει ένα κοντέινερ».
Πολύ πρόσφατα το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοίνωσε μια σειρά έργων και πόρων για τη λειψυδρία, προτεραιοποιώντας παρεμβάσεις που αφορούν τις Κυκλάδες.
Ένας μακρύς κατάλογος έργων και πόρων από μόνος του δεν λέει τίποτα. Κατά καιρούς έχουν δημοσιοποιηθεί πολλοί. Για να προχωρήσουν τα έργα με μακρόπνοο σχεδιασμό χρειάζεται πολιτική βούληση. Χωρίς αυτή, λίγα θα γίνουν. Στις Κυκλάδες και αλλού, το γνωρίζουν.
Άλλωστε, όπως φάνηκε, ενώ μια σειρά από προστατευτικά διατάγματα απαγορεύουν τις πισίνες σε δεκάδες νησιά εδώ και δύο δεκαετίες, αυτές ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια.