Ο βουλευτής Κυκλάδων και τομεάρχης Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης της Ν.Δ., Γιάννης Βρούτσης, σε συνέντευξη στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής καταλογίζει στον ΣΥΡΙΖΑ «έντονα χαρακτηριστικά καθεστωτικής αντίληψης».
Μιλά, επίσης, για την αγορά εργασίας, τον κατώτατο μισθό, την κοινωνική πολιτική, αλλά και το ζήτημα των αναδρομικών.
Συνέντευξη στον “Ελεύθερο Τύπο” και το δημοσιογράφο Απόστολο Χονδρόπουλο.
Κύριε Βρούτση, πως σχολιάζετε όσα λαμβάνουν χώρα σε σχέση με την υπόθεση του δανείου του κ. Πολάκη; Γιατί το κόμμα σας υποστηρίζει ότι “ο κ. Πολάκης είναι ο καθρέφτης του κ. Τσίπρα”;
Τα όσα τραγικά συμβαίνουν σήμερα στην πολιτική ζωή του τόπου, με βουλευτές και υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, ευτελίζουν τους θεσμούς, προσβάλλουν το κοινοβούλιο και απομακρύνουν τους πολίτες από την πολιτική. Η απαράδεκτη συμπεριφορά και οι ενέργειες του κ. Πολάκη, επιβεβαιώνουν το πραγματικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα πρόσωπο, που παρά τις μεταμορφώσεις του παραμένει το ίδιο αυταρχικό, προσβλητικό απέναντι στους θεσμούς, αλαζονικό και με έντονα χαρακτηριστικά καθεστωτικής αντίληψης. Αυτός είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σας προβληματίζει το γεγονός ότι η εντεινόμενη πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να οδηγήσει τελικά σε μία εκλογική αναμέτρηση με κυρίαρχες τις αλληλοκατηγορίες και όχι τις θετικές προτάσεις για λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας;
Βεβαίως και με προβληματίζει, όμως δεν με αιφνιδιάζει. Η πολιτική επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ, όλο το προηγούμενο διάστημα αλλά και τώρα, κινείται μεθοδικά προς την κατεύθυνση του διχασμού, της δημιουργίας εχθρών και του κοινωνικού αυτοματισμού. Δυστυχώς, το επίπεδο της πολιτικής ζωής και αντιπαράθεσης –με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ- έχει πέσει στο χειρότερο επίπεδο από ποτέ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν διαθέτει πολιτικά επιχειρήματα και θα επιδιώξει να μετατρέψει τον πολιτικό διάλογο σε “λασπομαχία”, κάνοντας προσωπικές επιθέσεις στους πολιτικούς του αντιπάλους.
Είναι, λοιπόν, ευθύνη της Ν.Δ., αλλά και όλων εμάς που αγωνιζόμαστε στην πρώτη γραμμή της πολιτικής να αντισταθούμε στον λαϊκισμό, στον διχασμό, να υπερασπιστούμε τους θεσμούς και να προστατεύσουμε τη δημοκρατία. Δεν θα επιτρέψουμε η Ελλάδα να γίνει Βενεζουέλα.
Από τη μία η κυβέρνηση επικαλείται σημαντική μείωση της ανεργίας, από την άλλη τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ φανερώνουν αρνητικές επιδόσεις. Ποια είναι τελικά η σημερινή εικόνα στην αγορά εργασίας;
Η εικόνα στην αγορά εργασίας, δεν είναι ούτε ικανοποιητική, ούτε και στο επίπεδο που θα έπρεπε να έχει φτάσει. Τα χαρακτηριστικά της σήμερα είναι χαμηλοί μισθοί (317 ευρώ 1 στους 3 – σύμφωνα με τον ΕΦΚΑ), απόλυτη κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στις νέες προσλήψεις από το 2015 και μετά (στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ) και επιπλέον διατήρηση υψηλού ποσοστού ανεργίας στο 19,5% το 2018, αντί για 15% (ΜΠΔΣ 2014-2018).
Η πρωτοφανής ανεργία που κατέγραψε ο ΟΑΕΔ τον Δεκέμβριο του 2018, με 1.116.816 ανέργους, συνδυαστικά με τις 22.333 χαμένες θέσεις απασχόλησης τον Ιανουάριο του 2019 (2η χειρότερη επίδοση μετά το 2013) αποτελούν πρόδρομα αρνητικά σήματα για την αγορά εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, για να επιτευχθεί πραγματική, βιώσιμη, διαρκής αύξηση των θέσεων απασχόλησης και του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, πρέπει να αλλάξει το μείγμα πολιτικής με μείωση φόρων και εισφορών, επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, αποκρατικοποιήσεις, μικρότερο και αποτελεσματικότερο Κράτος.
Η κυβέρνηση θεωρεί την αύξηση του κατώτατου μισθού ως επίτευγμά της. Τι απαντά σε αυτό η ΝΔ;
Μόνο επίτευγμα δεν αποτελεί. Πως θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος την αξιοποίηση και εφαρμογή ενός νόμου, που όταν ήρθε στη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο τον καταψήφισε, αλλά και τον κατήγγειλε ως νόμο “Γαλέρα” και “εργασιακό μεσαίωνα”; Την ίδια στιγμή οργάνωνε συγκεντρώσεις στην Πλατεία Συντάγματος εναντίον του νόμου, δεσμευόμενος την άμεση κατάργησή του.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, ήταν επιβεβλημένη με το Ν. 4172/2013, αναγκαία και δίκαιη για τους εργαζόμενους. Έπρεπε, όμως, να γίνει με ήπιο τρόπο και σε βάθος 3ετιας -από 1.1.2017- π.χ. με σταδιακή αύξηση 4%, 3,5% και 3,5%, συνδυαστικά με μείωση εισφορών και φόρων και όχι με απότομη αύξηση 11%, όπως έγινε για προεκλογικούς λόγους.
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ μιλούν για ενίσχυση των πιο αδύναμων, αλλά είναι σαφές ότι οι πολιτικές τους δεν συμπίπτουν. Σε τι διαφέρει τελικά η αντίληψη των δύο κομμάτων για την κοινωνική πολιτική;
Η κοινωνική πολιτική της Ν.Δ. δεν έχει καμία σχέση με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει διαμέσου των χαμηλών επιδομάτων να καθιερώσει ως κυρίαρχη την επιδοματική πολιτική, δημιουργώντας και μοιράζοντας φτώχεια. Μια πολιτική, που στηρίζεται στην υπερφορολόγηση, τις εξοντωτικές εισφορές και τους χαμηλούς μισθούς, με στόχο όλοι να γίνουν φτωχότεροι και να εκλιπαρούν για ένα μικρό επίδομα.
Από την άλλη, στη Ν.Δ. στοχεύουμε στην στήριξη των αδυνάτων και στην άσκηση ρεαλιστικής κοινωνικής πολιτικής, μέσα από τη δημιουργία πλούτου, που θα δημιουργηθεί από νέες επενδύσεις, νέες επιχειρήσεις, χαμηλότερη φορολογία και εισφορές και με ανάπτυξη.
Απαιτείται, λοιπόν, μια οικονομία εύρωστη, που να μπορεί να στηρίξει και να διαθέσει πόρους για τους αδύναμους.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγαλύτερη κοινωνική μεταρρύθμιση στη χώρα μας έγινε από την κυβέρνηση Σαμαρά και το Υπουργείο Εργασίας. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δημιουργήθηκε από εμάς και καταψηφίστηκε και πολεμήθηκε λυσσαλέα από το ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα ζήτημα που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ως επόμενη κυβέρνηση η ΝΔ είναι αυτό της επιστροφής των αναδρομικών με βάση δικαστικές αποφάσεις. Πως θα το διαχειριστείτε;
Η διαχείριση του συγκεκριμένου ζητήματος δεν είναι ούτε απλή, ούτε εύκολη. Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των συγκεκριμένων δικαστικών αποφάσεων, πρέπει να μας ανησυχούν. Θα ήταν πολιτικά ανεύθυνο, αλλά και οικονομικά επικίνδυνο να υποστηρίξουμε ότι υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι που μπορούν να επιστραφούν ανεξέλεγκτα. Για παράδειγμα, τόσο στον προϋπολογισμό του ΕΦΚΑ 2019, όσο και στον κρατικό προϋπολογισμό 2019 δεν προβλέπεται ούτε ένα ευρώ για επιστροφή αναδρομικών. Ταυτόχρονα, η εθνική συμφωνία της χώρας με τους εταίρους προβλέπει ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη δεν πρέπει να ξεπερνά το 16% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές και να εφαρμόζονται, λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσιονομικές αντοχές της χώρας. Όμως, η ανεύθυνη και δημαγωγική διαχείριση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, μπορεί να κλονίσει επικίνδυνα την ασφαλιστική ισορροπία του συστήματος, βάζοντας σε νέες επώδυνες περιπέτειες τη δημοσιονομική ισορροπία της χώρας.