Κάλεσμα στο «υποσυνείδητο» από το μακρινό παρελθόν και ελευθέρωση αρχέγονων ενστίκτων υπήρξε η αυθόρμητη αναβίωση της Λαμπαδηφορίας από μια συντροφιά της Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου, έναν χειμώνα του 1995.
Τότε, στα μέσα της Αποκριάς, η προετοιμασία της μεταμφίεσης έγινε στο Κάστρο, μέσα στην Παλιά Σχολή Ουρσουλινών, «κάτω απ’ τον ήχο των κρουστών και των τυμπάνων», όπως αναφέρει η Αγγελική Ευσταθίου, Ιδρυτικό μέλος Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου.
Μα, τι ήθελε να πετύχει η συντροφιά;
«Θέλαμε να “Μασκαρευτούμε” να γίνουμε αγνώριστοι και να βγούμε στους δρόμους και να είναι νύχτα “κανονική” χωρίς τα φώτα του ηλεκτρισμού, με φως μόνο απ’ τη φωτιά των πυρσών και να φοράμε άσπρα με βαμμένα τα πρόσωπα στην απόλυτη αντίθεση άσπρο-μαύρο, με ρυθμούς πρωτογενείς από τύμπανα και κρουστά» εξηγεί η κα Ευσταθίου και συνεχίζει:
«Αυθόρμητα προστέθηκαν άχυρα και κουδούνια στους λαμπαδηφόρους, ήρθαν και τα τουμπάκια και η πομπή ξεχύθηκε με ορμή μέσα στα στενά σοκάκια του κάστρου, κατηφορίζοντας προς τη Χώρα με ήχους και κίνηση ασταμάτητη, εκστασιακή.
Οι άνθρωποι γύρω κερνούσαν ρακές κι ακολουθούσαν την πομπή που διασχίζοντας τη χώρα, κατευθυνόταν ίσια προς την Πόρτα του Ναού του Απόλλωνα, όπου η νύχτα έγινε μέρα από τη λάμψη των φωτοβολίδων. Ακολούθησε γλέντι με τσαμπουνοτούμπακα στην πλατεία, γύρω απ’ το καζάνι με το ρακόμελο».
Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι (και όχι μόνο Ναξιώτες!) συμμετέχουν κάθε χρόνο στις λαμπαδηφορίες, οι οποίες έχουν εμπλουτιστεί με διάφορα άλλα στοιχεία που προστέθηκαν στα ήδη υπάρχοντα, ελεύθερα και αυθόρμητα, πάνω στο ίδιο πνεύμα, όπως η παρουσία άσπρου καρνάβαλου που σύρεται στην πομπή στολισμένος με στάχυα και το σκιάχτρο που καίγεται μετά το τέλος της δράσης.
Δρώμενο αφιερωμένο στο φως
Σύμφωνα με την κα Ευσταθίου, η αναβίωση της λαμπαδηφορίας αν και ξεκίνησε αυθόρμητα, υπήρξε κάλεσμα στο «υποσυνείδητο» από το μακρινό παρελθόν και το ένστικτο ελευθερώθηκε. Η περιγραφή της είναι χαρακτηριστική: «Μασκαρευόμαστε, ξεχυνόμαστε στους δρόμους, γινόμαστε “άλλοι”. Βαμμένα πρόσωπα, αυτοσχέδιοι λευκοί χιτώνες, στεφάνια από στάχια, κουδούνια, τύμπανα – και βέβαια ο πυρσός. Δρώμενο αφιερωμένο στο φως, φως εκ φωτός…. Οι λαμπαδηφόροι δεν υπόκεινται σε περιορισμούς και δίχως ταυτότητα μεταμορφώνονται με ένα μαγικό τρόπο. Αρχέγονες ψυχές σε σύγχρονα σώματα».
Έτσι, καταλήγει η κα Ευσταθίου, το δρώμενο αντέχει, τηρώντας αναλλοίωτο τον χαρακτήρα του εδώ και 25 χρόνια: «Μια απάντηση στην ανάγκη για την έκφραση του συγκεκριμένου δρώμενου, που απέδειξε πως έχει και “φωτογένεια” και είναι ξεφάντωμα “μεγάλου μήκους”. Ένα δρώμενο στενά συνδεδεμένο με τον πολιτισμό μας. Ένα δρώμενο από την Κινηματογραφική Λέσχη της Νάξου».
Λαμπαδηφορίες και Διονύσια
Άνεμοι, βράχια, θάλασσες,
βουνά, σπήλαια, κάστρα,
βυζαντινές εκκλησιές και αρχαίοι ναοί
Δήμητρα, Διόνυσος, Απόλλωνας, Άρτεμις, Αριάδνη και Άγιος Νικόλας
Θεοί, μυθικοί ήρωες και Άγιοι, πάνω στον ίδιο τόπο.
Δημιουργοί του αδάμαστου στην ψυχή και την ανάγκη έκφρασης μέσα στον
χωροχρόνο, γεννώντας το δρώμενο.
Τα Διονύσια ήταν πανελλήνιες γιορτές προς τιμή του Διονύσου. Ένα από τα σημαντικότερα κέντρα αυτών των εορτών ήταν η Νάξος. Ο εορτασμός περιελάμβανε οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές, διθυράμβους (χορικά άσματα) και φαλλοφορίες. Τα Διονύσια χωρίζονταν σε «Μικρά» και «Μεγάλα» που τελούνταν σε διαφορετικές εποχές του χρόνου.
Τα «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» Διονύσια γιορτάζονταν από την 8η ως την 11η μέρα του μηνός Ποσειδεώνος (16 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου). Οι πανηγυριστές αντάλλαζαν σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, φαλλοφορίες, δραματικοί αγώνες και δημόσιοι κώμοι (Διονυσιακές πομπές) προς τιμή του Θεού, δηλαδή συμπόσια μετά μουσικής και χορού. Οι κωμαστές (αυτοί που συμμετείχαν σε κώμο) μετά το τέλος του συμποσίου έβγαιναν στους δρόμους, χορεύοντας και τραγουδώντας με μουσική συνοδεία. Φορούσαν προσωπίδες και στεφάνια, ενώ μπροστά τους πήγαινε λαμπαδηφορία.