Η Σαντορίνη της Nelly’s το 1925-30

admin
27/10/2015 09:56
 
 
 

Ξεφυλλίζοντας το νέο λεύκωμα με τις φωτογραφίες της Νέλλη Σεραϊδάρη – Σουγιουλτζόγλου (Nelly’s, 1899-1998) από τη συλλογή του Δημήτρη Τσίτουρα, μια ενότητα που αναφέρεται στην πενταετία 1925-1930, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να φανταστεί αυτήν την αεικίνητη γυναίκα επί το έργον: Ακροβολισμένη, σαν υπομονετικός ελεύθερος σκοπευτής, στα γκρεμνά και τα σοκάκια, κατάφερε να δαμάσει το άγριο κυκλαδίτικο φως, να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα ενός τόπου μέσα στη γοητευτική του γύμνια, με τον μεγάλων διαστάσεων φακό της ανά χείρας.

Οι εικόνες της 90 χρόνια αργότερα παραμένουν εναργείς, επιβλητικές, βαθιά συγκινητικές. Και τώρα συνυπάρχουν σε ένα εμπλουτισμένο πολυσέλιδο εκδοτικό corpus, με ιδιαίτερα κατατοπιστικά κείμενα για την ίδια, τη γνωριμία της με τον συλλέκτη, τις φωτογραφικές της μηχανές και τις τεχνικές της στο κομψό βιβλίο του Αρχείου Θηραϊκών Μελετών.

 

«Δεν χόρταινα να κοιτάω…»

Να πώς θυμάται η ίδια την παρθενική της επίσκεψη που έγινε με την προτροπή του Σαντορινιού στην καταγωγή γαμπρού της, μετά από ένα ταξίδι της στην Κρήτη στα μέσα της δεκαετίας του 1920: «Δεν έβλεπα την ώρα να ξεκινήσω με τα σύνεργά μου. Τότε, η συγκοινωνία γινόταν διά θαλάσσης. Το πλοίο που ταξίδευσα έφτασε τα ξημερώματα. Ήταν, θυμάμαι, καλοκαίρι. Στις 5.30 π.μ. βρισκόμουν στο κατάστρωμα. Ήθελα να απολαύσω τη θέα από απόσταση, πριν φτάσουμε στο λιμάνι, για να πάρω από εκεί μερικές φωτογραφίες. Μου φάνηκε πως έβλεπα μία μεγάλη σοκολατένια τούρτα γαρνιρισμένη με σαντιγί. Όταν ανέτειλε ο ήλιος και έριξε πάνω του τις χρυσές του αχτίδες, δεν χόρταινα να το κοιτάω. Τέτοιο θέαμα δεν είχα ξαναδεί και προσπάθησα να επωφεληθώ από τις αξέχαστες εκείνες στιγμές και να τις απαθανατίσω με μερικές φωτογραφίες.

Κι ευγνωμονούσα τον γαμπρό μου και την αδελφή μου που με έπεισαν να αποφασίσω το ταξίδι αυτό» θυμάται.

Η αποστολή της στη Σαντορίνη ολοκληρώθηκε με μια απροσδόκητη εξέλιξη: κατά την παραμονή της η 26χρονη τότε φωτογράφος έπαθε βαρύ έμφραγμα, κάτι που συνειδητοποίησε όταν πλέον επέστρεψε στην Αθήνα, σε κακή κατάσταση. Η Nelly’s με τη μικρασιατική καταγωγή και το κοσμοπολίτικο βλέμμα φωτογράφισε κυρίως τα Φηρά, το Φηροστεφάνι, το Ημεροβίγλι, τον Πύργο, το Καμάρι, την Έξω Γωνιά και την Περίσσα και λιγότερο την Οία, καθώς η πρόσβαση ήταν πολύ δυσκολότερη σε σχέση με σήμερα.

Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι -όπως είπαμε- η σπουδή του φωτός, το οποίο διαγράφει τους όγκους και δίνει μια ζωντάνια στο τοπίο. Είναι σαφές ότι η φωτογράφος ήξερε άριστα την τεχνική και μελετούσε πολύ προτού κάνει μια λήψη. Πρωταγωνιστούν η φύση, οι άνθρωποι, οι οικισμοί, το υγρό στοιχείο σε μια συνωμοσία ομορφιάς, όπως σημειώνει και η Καδιώ Κολύμβα που έχει δώσει τίτλους στις φωτογραφίες του λευκώματος.

Και πώς κατέληξαν αυτές οι εξαιρετικές λήψεις στα χέρια του Δημήτρη Τσίτουρα; Όπως μας λέει ο ίδιος ο συλλέκτης, που έχει μεράκι, σεβασμό και κυρίως μάτι που ξεχωρίζει αμέσως ό,τι αξίζει να διασωθεί, το γαϊτανάκι της γνωριμίας του με τη Nelly’s ξεκίνησε χάρις στην «Καθημερινή». Εάν μικρό δημοσίευμα της συγγραφέως και δημοσιογράφου Μαρίας Καραβία στο Σημειωματάριο, που έγραφε ότι η φωτογράφος επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πολυετή της παραμονή στην Αμερική, του κίνησε το ενδιαφέρον. Είχε δει ορισμένες καρτ ποστάλ της Σαντορίνης από τον αείμνηστο Μάνο Χαριτάτο και τον παλαιοπώλη Σούλη Παπαθεοδώρου και ήθελε να τη γνωρίσει από κοντά.

Η Καραβία μεσολάβησε ώστε ο Δημήτρης Τσίτουρας να επισκεφθεί τη φωτογράφο το 1987 στο διαμέρισμά της στη Νέα Σμύρνη, όπου διέμενε με τον σύζυγό της Αγγελο Σεραϊδάρη. Τον υποδέχθηκε μια Σαντορινιά οικιακή βοηθός και αμέσως άρχισαν την κουβέντα για τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στο νησί. Εκεί μπήκαν τα θεμέλια μιας μεγάλης φιλίας, με πολλές συναντήσεις, κατά τις οποίες του χάρισε φωτογραφίες από τη Σαντορίνη και όχι μόνον. Αργότερα του έδωσε και γυάλινες πλάκες. Ο συλλέκτης την προέτρεψε να δωρίσει το φωτογραφικό της αρχείο στο Μουσείο Μπενάκη. Η ενότητα από το Κυκλαδονήσι είχε τέτοια πληρότητα και δύναμη που το 1987 ο Δημήτρης Τσίτουρας κάνει μια πρώτη έκδοση με γενική επιμέλεια της Λούσης Μπρατζιώτη, σε δύο χιλιάδες αντίτυπα υπογεγραμμένα από την ίδια. Το βιβλίο τα πήγε τόσο καλά που ευτύχησε να έχει τρεις ακόμα ανατυπώσεις και να πουλήσει συνολικά πάνω από επτά χιλιάδες αντίτυπα και εξαντλήθηκε. Το νέο λεύκωμα που κυκλοφόρησε φέτος, έρχεται να καλύψει το κενό αυτό και να μας θυμίσει πως τα σπουδαία έργα τέχνης βασίζονται σε μια ευτυχή συγκυρία: ένας αρχέγονα όμορφος τόπος αντικατοπτρίζεται στα μάτια ενός ανθρώπου που ξέρει να αποτυπώνει το κάλλος.

(Πηγή: kathimerini.gr)

 

(Visited 35 times, 1 visits today)

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*