Δεν θέλεις να βγεις από το Mουσείο Γαΐτη-Σίμωσι στην Ίο! Η οικογένεια των Γιάννη Γαΐτη και Γαβριέλλας Σίμωσι μας ξεναγεί στον μοναδικό αυτό χώρο, ένα όνειρο χρόνων που έγινε επιτέλους πραγματικότητα, και μας διηγείται την ιστορία δυο μεγάλων καλλιτεχνών.
“Επιτέλους το Μουσείο Γαΐτη-Σίμωσι στην Ίο ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό. Τα εγκαίνια θα γίνουν στις 14 Σεπτεμβρίου, παρουσία της προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη. Το “αθηνόραμα” όμως είχε τη χαρά και την τιμή να ξεναγηθεί κατ’ ιδίαν τον Αύγουστο, εν μέσω των τελευταίων εργασιών για την ολοκλήρωσή του, εισπράττοντας ταυτόχρονα όλη τη χαρά και τη συγκίνηση των ανθρώπων που τρέχουν το πρότζεκτ και υποστηρίζουν το έργο”, μας λέει η πρόεδρος του Δ.Σ. της Δέσμης Εκδοτικής, Άννη Ηλιοπούλου, για την πρώτη της επίσκεψη στο νεοσύστατο μουσείο αφιερωμένο στον Γιάννη Γαΐτη και τη Γαβριέλλα Σίμωσι, δύο πρωτοποριακούς καλλιτέχνες που επανασυστήνονται στο ελληνικό και μη κοινό χάρη στο έργο της κόρης τους.
“Ανηφορίζοντας το δρόμο που οδηγεί στο μουσείο, πάνω από τη Xώρα της Ίου και των μύλων της, το κτιριακό συγκρότημα προβάλλει μπροστά σου, κατάλευκο, απλό, σοφά σχεδιασμένο με σύγχρονες κυκλαδίτικες γραμμές, εκτυφλωτικό κάτω από τον ήλιο του νησιού, με θέα που σου κόβει την ανάσα. Μέσα στις αίθουσες επικρατεί αναβρασμός. Τα συνεργεία δουλεύουν πυρετωδώς, κάποια έργα είναι ήδη στημένα, άλλα βγαίνουν τώρα από τις συσκευασίες τους, και ο Μιχάλης Γαβρίλος, φίλος και στενός συνεργάτης του Γαΐτη και της κόρης του Λορέττας επί σειρά ετών στο τεχνικό κομμάτι της δημιουργίας των έργων του, είναι στα μέσα και στα έξω, επιβλέποντας τα πάντα. Και παρά τον πυρετό των εργασιών, κατά έναν παράξενο τρόπο, στους χώρους του μουσείου επικρατεί ηρεμία και τάξη. Όλοι μιλούν χαμηλόφωνα και προσέχουν τις κινήσεις τους. Δεν θέλεις να βγεις από το μουσείο.
Θέλεις να μείνεις κι άλλο, να καθυστερήσεις την αναχώρησή σου. Και η αιτία δεν είναι μόνο τα εξαιρετικά γλυπτά της Γαβριέλλας Σίμωσι ή οι πίνακες και οι εγκαταστάσεις του Γιάννη Γαΐτη. Ο ίδιος ο χώρος αποπνέει μια γλύκα, μια ηρεμία, βγάζει συναίσθημα. Τα έργα τέχνης και ο τρόπος που έχουν στηθεί, το φως των Κυκλάδων, η αρχιτεκτονική του κτιρίου, η θέα στη Χώρα και στο λιμάνι, ο αέρας που λυσσομανάει στην κορυφή του λόφου, όλα μαζί, το κάνουν “ζωντανό”, λες και έχει ψυχή. Και η ψυχή του είναι η αρχιτέκτονας Λορέττα Γαΐτη, κόρη του Γιάννη Γαΐτη και της Γαβριέλλας Σίμωσι, η οποία, μέσα από πολλές δυσκολίες και αντιξοότητες, επέμεινε σε αυτόν το στόχο ζωής. Και τα κατάφερε”.
Όταν μιλήσαμε με τη Λορέττα Γαΐτη, μέρες πριν τα επίσημα εγκαίνια, είχαν απομείνει μικροπινελιές ώστε να ολοκληρωθεί το πρότζεκτ. Είναι μια σημαντική στιγμή για την ίδια, καθώς γίνεται πραγματικότητα ένα όνειρο που κράτησε περίπου 27 χρόνια. “Ασχολούμαι από 38 χρονών με αυτό το πρότζεκτ, κάνοντας μικρά διαλείμματα. Ξεκινήσαμε τα σχέδια με τον συνεργάτη μου, τον αρχιτέκτονα Jacques Charrat, το 1997-1998. Μάλιστα είχα τη μεγάλη χαρά να δείξω τις μακέτες του μουσείου στη μητέρα μου πριν πεθάνει”.
Παρότι ο Γαΐτης καταγόταν από την Τήνο και μεγάλωσε στα Εξάρχεια, η κόρη του αποφάσισε να ιδρύσει το μουσείο στην Ίο, την οποία ο πατέρας της ανακάλυψε και αγάπησε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με το φίλο του Jean-Marie Drot. Ήταν κοινή απόφαση των δύο φίλων να “ριζώσουν σε αυτό το βραχώδες έδαφος”. Το 1964, ο ζωγράφος σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή του σπιτιού του Jean-Marie Drot στο νησί, ενώ η Γαβριέλλα Σίμωσι στόλισε τις ταράτσες και το εσωτερικό του με επιβλητικά γλυπτά. Δέκα χρόνια μετά, ο Γαΐτης ξεκίνησε την κατασκευή του δικού σπιτιού, στην άλλη πλευρά του μικρού όρμου. “Οι γονείς μου έμειναν πολλά χρόνια στην Ίο και αγάπησαν πολύ τον τόπο. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, του έφτιαξα ένα εκκλησάκι δίπλα στο σπίτι όπου έμενε. Το ’99 πέθανε και η μητέρα μου και την έβαλα και εκείνη στο εκκλησάκι. Ήταν ένας τρόπος να τους δέσω σε μία γη”.
“Νιώθω σαν τον Οδυσσέα που έφτασε επιτέλους στην Ιθάκη του”
Το πρώτο μεγάλο βήμα έγινε χάρη στη συνεργασία του τότε δημάρχου Ιητών, Γιώργου Πουσσαίου, και του υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, οι οποίοι συνέβαλαν στην ανέγερση του κτιρίου, που ολοκληρώθηκε το 2009. Χρειάστηκε επίσης χρόνος για να γίνει ο διαγωνισμός και να βρεθούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι προκειμένου να προχωρήσει το πρότζεκτ. Πριν από περίπου μία πενταετία, ο δήμαρχος Γκίκας Γκίκας, έχοντας κατανοήσει τη σημασία της ίδρυσης ενός τέτοιου μουσείου, βοήθησε στην υλοποίησή του. “Χάρη σε αυτόν ολοκληρώνουμε τώρα το μουσείο, αλλά οφείλω και ένα ευχαριστώ στην υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη για τη βοήθειά της, όπως και στον Μιχάλη Γαβρίλο, χωρίς τη στήριξη του οποίου δεν θα τα είχα καταφέρει”, τονίζει η Λορέττα Γαΐτη. “Νιώθω σαν τον Οδυσσέα που έφτασε επιτέλους στην Ιθάκη του”.
Παρότι η πλούσια κληρονομιά των γονιών της μπορούσε να παραμείνει στην οικογένεια, η Λορέττα επέλεξε να παραχωρήσει τα έργα τους στο μουσείο για τα επόμενα πενήντα χρόνια, καθώς πιστεύει ότι ο Γαΐτης και η Σίμωσι είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας ιστορίας. “Με τη δημιουργία αυτού του μουσείου αποδίδω φόρο τιμής στους γονείς μου, καταθέτοντας εδώ την κληρονομιά που άφησαν σε μένα και στα παιδιά μου”. Για εκείνη, η παραμονή των έργων στο μουσείο “είναι ένας τρόπος να τα φροντίσουμε. Πολλά μουσεία ανοίγουν και παραμένουν άψυχα. Πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να παραμείνει ζωντανό. Γι’ αυτό φτιάξαμε αίθουσες για περιοδικές εκθέσεις και παράλληλες εκδηλώσεις, καθώς και ένα τμήμα για τη διαχείριση και τη συντήρηση των έργων”.
Η συλλογή απλώνεται σε δύο κεντρικά κτίρια. Μεγάλα κεφάλια ύψους περίπου 5 μέτρων –σήμα κατατεθέν του Γαΐτη– μας χαιρετούν από μακριά, σαν τοτέμ, προϊδεάζοντάς μας για το τι θα ανακαλύψουμε στην κορυφή του λόφου. Στο διώροφο κτίριο με τα έργα του Γιάννη Γαΐτη, η περιήγηση γίνεται χρονολογικά, ενώ τα θρυλικά “ανθρωπάκια” του επηρέασαν ακόμα και την αρχιτεκτονική δομή των αιθουσών, αφού η καμπυλότητα της οροφής παραπέμπει στα καπέλα τους. Ακόμα και η είσοδος έχει σχήμα κεφαλιού. Απέναντι βρίσκεται το κτίριο της Γαβριέλλας Σίμωσι, ντυμένο στα λευκά. “Η μητέρα μου δούλευε με γύψο και αγαπούσε το λευκό χρώμα. Τα πάντα μέσα στο σπίτι μας ήταν λευκά. Έτσι επέλεξα να είναι όλα λευκά και στο δικό της κτίριο, που μοιάζει σαν ναός”, εξηγεί η Λορέττα. Μάλιστα, ανάμεσα στα δύο κτίρια έχει τοποθετηθεί συμβολικά μια ελιά που “συνδέει” τους γονείς της.
Πέραν των σπουδαίων συλλογών του, το μουσείο είναι αφορμή για βόλτα και μια πιο ιδιαίτερη νησιώτικη εξερεύνηση. Η απαράμιλλη θέα δίνει την ευκαιρία στον επισκέπτη να χαζέψει από ψηλά όλη την Ίο: το κυκλαδίτικο ηλιοβασίλεμα, το χωριό με τις γραφικές εκκλησίες του, το λιμάνι, ακόμα και τη Σίκινο, ενώ, όταν έχει καλό καιρό, διακρίνεις και άλλα κοντινά νησιά.
Καθώς ήταν αδύνατο να εκτεθούν όλα τα έργα, υπάρχουν οθόνες που προβάλλουν επιλεγμένες δημιουργίες των δύο καλλιτεχνών, από διαφορετικές περιόδους, ώστε ο επισκέπτης να έχει πλήρη εικόνα για τη δουλειά τους. Στο μουσείο υπάρχει επίσης οπτικοακουστικό υλικό με συνεντεύξεις του Γιάννη Γαΐτη, στιγμιότυπα όπου δουλεύει στο εργαστήριό του, και δύο ταινίες για τη Γαβριέλλα Σίμωσι. “Πιστεύω ότι θα άρεσε πάρα πολύ στους γονείς μου το μουσείο”, παραδέχεται η Λορέττα που, εδώ και δεκαετίες, αγωνίζεται για να αναδείξει το έργο τους, γράφοντας βιβλία και διοργανώνοντας εκθέσεις διεθνώς.
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο είναι ότι θα αναδειχθεί επιτέλους και το έργο της μητέρας της, η οποία δεν αναγνωρίστηκε όπως της άρμοζε όσο ήταν εν ζωή. “Ήταν πιο ποιητική, ένας πνευματικός, εσωστρεφής άνθρωπος, ενώ ο πατέρας μου πιο ζωντανός και ελεύθερος”.
Γιάννης και Γαβριέλλα: Η ζωή και η τέχνη τους
Ο Γιάννης Γαΐτης και η Γαβριέλλα Σίμωσι γνωρίστηκαν στη Σχολή Καλών Τεχνών τη δεκαετία του ’40. Παντρεύονται το 1954 και, καθώς έχουν ζήσει πολύ δύσκολα χρόνια την περίοδο της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, αναχωρούν σύντομα για το Παρίσι.
Η Λορέττα Γαΐτη μοιράζεται μια ανάμνηση που σκιαγραφεί απόλυτα το χαρακτήρα της μητέρας της: “Όταν την είχαν επισκεφθεί κάποιες Αθηναίες πελάτισσες στο ατελιέ της για να αγοράσουν έργα, ήταν πολύ θορυβώδεις, φώναζαν και γελούσαν, πείραζαν τα έργα της, τα μετακινούσαν. Εμείς ήμασταν πολύ σιωπηλές στο σπίτι και η επίσκεψή τους έμοιαζε σαν θύελλα. Ξαφνικά, η μητέρα μου ανοίγει την πόρτα και πολύ ευγενικά τους λέει “περάστε”. Εκείνες έμειναν άφωνες. Όταν έκλεισε την πόρτα, τη ρώτησα, “μαμά, τι θα φάμε, πώς θα ζήσουμε;” και μου απάντησε “πατάτες παιδί μου, δεν πειράζει””.
Δεν είναι μόνο οι προσωπικότητες των δύο καλλιτεχνών που διαφέρουν, αλλά και οι εικαστικές τους αναζητήσεις. “Ο Γαΐτης είναι εξωστρεφής, αυθόρμητος, ασταμάτητος, ενώ η Σίμωσι αρκετά εσωστρεφής, με πιο κλειστό κύκλο, πιο διανοούμενη και σκεπτόμενη, ωστόσο πολύ γενναιόδωρη και πιστή φίλη”, μας διαβεβαιώνει ο ιστορικός και κριτικός τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος. Δούλευαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ως γλύπτρια, η Σίμωσι δεν μπορούσε να εργάζεται μέσα σε δωμάτια ξενοδοχείων ή στην παραλία, σε αντίθεση με τον Γαΐτη που ζωγράφιζε οπουδήποτε. “Του έδινες ένα κομμάτι χαρτί, ένα μαρκαδόρο ή πινέλο και αμέσως ζωγράφιζε. Μετέτρεπε τα πάντα σε τέχνη χωρίς να υιοθετήσει κάποια συγκεκριμένη τεχνική”, εξηγεί ο κ. Ζαχαρόπουλος. “Αφομοίωνε ό,τι έβλεπε ή διάβαζε, με σταθερές αναφορές στο υπαρξιακό δράμα του μοναχικού καλλιτέχνη με τον Βαν Γκονγκ και στον κοινωνικό αγώνα του τολμηρού πρωτοπόρου με τον Πικάσο. Η Γαβριέλλα χρειαζόταν το ατελιέ και τα υλικά της για να δουλέψει. Ο Γιάννης έκανε 500 εικόνες σε μία, ενώ η Γαβριέλλα δούλευε διαρκώς με μια συγκεκριμένη εικόνα”.
Αν και το ’60 αρχίζουν να φαίνονται πιο έντονα οι διαφορές στην τέχνη του καθενός, για τον ιστορικό τέχνης υπάρχουν τρία πολύ ενδιαφέροντα κοινά σημεία: η επιρροή από τη μοντέρνα τέχνη –από τον Πικάσο έως την αφηρημένη τέχνη–, ο υπερρεαλισμός στο έργο και τη φιλοσοφία τους, και το υπαρξιακό στοιχείο.
“Ο Γιάννης Γαΐτης ήταν ταγμένος στην τέχνη και σε τίποτα άλλο. Ήταν σαν ένα μεγάλο παιδί, δεν φοβόταν τις συνέπειες”
Το ζεύγος είχε πολύ προοδευτικές απόψεις για τα δεδομένα του ’50 και του ‘60, γι’ αυτό και συχνά ο Γαΐτης χαρακτηρίζεται ως “αριστερός”. “Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν στην Κατοχή δεν ήταν απαραίτητα κομματικά ενταγμένοι. Ήταν αντιφασίστες, δημοκρατικοί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν κομμουνιστές. Απλώς οι απόψεις τους ήταν πιο δημοκρατικές και ανθρωπιστικές”, τονίζει ο κ. Ζαχαρόπουλος. Η επαναστατική φύση του Γαΐτη τον ώθησε ακόμα και να δηλώσει ότι ήταν τρελός κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, καθώς αρνιόταν να μάθει σκοποβολή σε ζωντανούς στόχους. Αυτό θα του κοστίσει αργότερα, αφού αναγκαζόταν διαρκώς να εμφανίζεται συνοδευόμενος, ως “διαταραγμένος”, για να μην αποκαλυφθεί η προσποίηση και περάσει στρατοδικείο ως λιποτάκτης. “Ο Γαΐτης αρνείται τις συμβατικές σχέσεις. Μετά βίας τελειώνει το σχολείο και δεν θέλει να τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο μόνος που τον άφηνε ελεύθερο να ζωγραφίσει ό,τι ήθελε, χωρίς υποδείξεις, ήταν ο Παρθένης, διότι καταλάβαινε ότι είχε ταλέντο. Όμως τα έργα που έκανε ο Γαΐτης ήταν πολύ περίεργα για τα μέτρα της εποχής· δεν τα κατανοούσαν όσοι ακολουθούσαν τη νοοτροπία της σχολής”, αναφέρει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος. “Ο Γιάννης ήταν ταγμένος στην τέχνη και σε τίποτα άλλο. Ήταν σαν ένα μεγάλο παιδί, δεν φοβόταν τις συνέπειες”.
Ανέκαθεν τον Γαΐτη τον ενδιέφερε η κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και δεν δίσταζε να μιλήσει ανοιχτά ακόμα και σε περιόδους λογοκρισίας (π.χ. ήταν κριτικά αντίθετος στη σιωπή των διανοουμένων στη Χούντα και πίστευε στο μαχητικό έργο και λόγο). Ως παράδειγμα της πρωτοποριακής, επαναστατικής σκέψης του Γαΐτη, ο κ. Ζαχαρόπουλος αναφέρει την έκθεση “Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός”, που παρουσιάστηκε το 1973 στην Αίθουσα Τέχνης Δεσμός. “Εκείνη την εποχή οι χουντικοί και το εταιρικό κεφάλαιο υποστηρίξαν το επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Από εκεί που είχαμε τα παιδιά της γειτονιάς να παίζουν μπάλα, το ποδόσφαιρο έγινε αυτό που ξέρουμε σήμερα, με τους γνωστούς παίκτες και τους εφοπλιστές. Στην έκθεση εκείνη, το θέμα δεν ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο ομάδες, αλλά, αντίθετα, ότι το ίδιο το σύστημα τις ήθελε να λειτουργούν συμπληρωματικά, φανατίζοντας κι αποπροσανατολίζοντας τον κόσμο. Οι άνθρωποι μαζικοποιούνται και τρώγονται μεταξύ τους για ομάδες και στημένα παιχνίδια, αντί να μιλούν για τα ζητήματα της κοινωνίας. Για εμάς, αυτά που πρότεινε δυναμικά ο Γαΐτης τότε ήταν αντιστασιακές πρακτικές που έμπαιναν στη ζωή, δεν εκφράζονταν με τραγούδια”.
Το τίμημα της ξενιτιάς
Η απόφαση του Γαΐτη να φύγει από την Ελλάδα οφειλόταν, εν μέρει, στην καταπίεση που έζησε στα χρόνια του Εμφυλίου, και η ζωή στο Παρίσι του έδωσε το έναυσμα για να εξελίξει την τέχνη του – το ίδιο ίσχυε και για τη Σίμωσι. Ωστόσο, ο επαναπατρισμός τους το 1974, με τη μεταπολίτευση, δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Παρότι υπήρξαν πολύ ενεργοί μετά την επιστροφή τους από τη Γαλλία, η Ελλάδα δεν στήριξε τόσο όσους γύρισαν από το εξωτερικό. “Ακόμα και σήμερα, υπάρχει μια σοβαροφάνεια στην ελληνική τέχνη. Πάντα τον Γαΐτη και κάποιους άλλους καλλιτέχνες τους θεωρούσαν λιγότερο σοβαρούς”, μας απαντάει ο κ. Ζαχαρόπουλος όταν τον ρωτάμε πού οφειλόταν αυτή η στάση. Αλλά και η Σίμωσι είχε διαφορετικές συνήθειες: δεν σύχναζε με δεξιώσεις, δεν πήγαινε από πάρτι σε πάρτι ή σε εγκαίνια τόσο συχνά, επομένως δεν μαθεύτηκε τόσο, παρόλο που έκανε πολλές εκθέσεις σε σημαντικές γκαλερί διεθνώς.
Έπαιξε, βέβαια, ρόλο και η αγορά τέχνης, που εκείνη την εποχή στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτη. “Δεν υπήρχε ένα επαγγελματικό κύκλωμα που να υποστηρίζει σπουδαίες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, ούτε ήταν αρκετό να γράψει κάποιος ακαδημαϊκός ή ποιητής για τη Σίμωσι και τον Γαΐτη. Μουσεία δεν υπήρχαν, ούτε διάλογος με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η αγορά ήταν εσωστρεφής, αφού ως επί το πλείστον αφορούσε τη διακόσμηση στα σαλόνια. Επαγγελματικά κριτήρια και διαδικασίες ήταν επίσης ανύπαρκτα. Οπότε όσοι ήρθαν με εμπειρίες απ’ έξω βρέθηκαν ξεκρέμαστοι και ξένοι ως προς την κυρίαρχη νοοτροπία. Η τέχνη δεν είχε επαγγελματικοποιηθεί, και αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα”.
Έτσι, ευχόμαστε το Μουσείο Γαΐτη-Σίμωσι στην Ίο να αποκαταστήσει έστω και σήμερα μια σημαντική πλευρά της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ιστορίας, αλλά και να λειτουργήσει στο πλαίσιο ενός επαγγελματικού δικτύου μουσείων και θεσμών, που θα ανοίξει καινούργιους ορίζοντες τόσο για την ιστορία όσο και για τις νεότερες γενιές”.
Ο αδελφός μου, Γιάννης Γαΐτης
Πριν από λίγες ημέρες, είχαμε τη σπάνια ευκαιρία να επισκεφτούμε την αδελφή του ζωγράφου Μαρία Γαΐτη-Βορρέ στο εξοχικό της (γεμάτο με έργα του Γαΐτη, αλλά και πολύχρωμες κουρτίνες με “ανθρωπάκια” που ανήκαν σε εκείνον) για να μας αφηγηθεί ιστορίες για τον αδελφό της. Η ίδια σύντομα θα αναχωρήσει για την Ίο, ώστε να δει από κοντά το εντυπωσιακό μουσείο.
“Ο Γιάννης μεγάλωσε σε μια οικογένεια με άλλα τέσσερα αδέλφια. Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοιχτό, με φιλοξενούμενους. Γι’ αυτό και ο αδελφός μου δεν χρειάστηκε ποτέ την απομόνωση που αποζητούν οι περισσότεροι καλλιτέχνες –η Γαβριέλλα, π.χ., το χρειαζόταν, ενώ ο Γιάννης μπορούσε να απομονωθεί κι ας γινόταν χαλασμός γύρω του.
Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά κάλος και εργατικός. Για όλους είχε έναν καλό λόγο, ακόμα και για όσους δεν τον συμπαθούσαν. Ήταν πολύ σεμνός, δοτικός, χαμηλών τόνων, τρυφερός. Είχε άριστες οικογενειακές σχέσεις και έκανε παρέα με όλους μας. Μετά το θάνατό του ήρθαν άνθρωποι και μου είπαν πόσο τους είχε βοηθήσει. Η καλοσύνη και η ευαισθησία του εκφραζόταν και στη ζωγραφική του, ειδικά με τα “ανθρωπάκια” του”.
Τα πρώτα βήματα
“Ζωγράφιζε από μικρό παιδί και το πρώτο έργο που έκανε σε λάδι ήταν μια προσωπογραφία μου. Εκείνη την εποχή ήταν εξατάξια τα γυμνάσια και όταν έφτασε στην 4η γυμνασίου, το σχολείο κάλεσε τον πατέρα μας για να του πει ότι ο Γιάννης έχει ταλέντο και καλό θα ήταν να το βάλει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Όμως εκείνος είπε “όχι, πρώτα θα τελειώσει το γυμνάσιο και μετά βλέπουμε”. Ο πατέρας μας ήθελε ο Γιάννης να γίνει νομικός, όμως εκείνος είχε άλλα σχέδια. Τότε δεν χρειαζόταν να δώσουν εξετάσεις, πήγε και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, πήρε όλα τα απαραίτητα βιβλία και μας δήλωσε ότι δεν κάνει για νομικός: “Ούτε λόγο έχω, ούτε ευφράδεια, ούτε μου αρέσει. Εγώ θέλω να γίνω ζωγράφος””.
Ανακαλύπτοντας τη νέα του πατρίδα
“Το Παρίσι ήταν το κέντρο του κόσμου, η πόλη του φωτός, και ο Γιάννης έγινε πολύ γρήγορα μέλος της κοινότητας εκεί. Δεν πρόλαβε να μπει στη σχολή και αμέσως τον έμαθαν, γιατί πάντα διάλεγαν τους καλύτερους.
Ερχόταν στην Ελλάδα κάθε καλοκαίρι για να δουλέψει και να διοργανώσει εκθέσεις. Κάθε φορά μου έλεγε πειρακτικά “θα κάνεις ένα καινούργιο φόρεμα για την έκθεση;”. Είτε ήταν εδώ η γυναίκα του είτε όχι, εγώ τύχαινε να ήμουν πάντα μαζί του. Είχε πολύ καλές σχέσεις με τον άντρα μου και κάναμε συχνά παρέα όλοι μαζί, έμενε στο σπίτι μου μέχρι να βρει τον δικό του χώρο.
Ο πατέρας μου ήταν από την Τήνο. Έφυγε δέκα χρονών από εκεί και ξαναπήγε μία φορά με τον Γιάννη, έπειτα από σαράντα χρόνια, για να επισκεφθούν συγγενείς και φίλους. Μια παρεξήγηση με το χωροφύλακα του χωριού, όμως, που νόμιζε ότι ο Γιάννης ήταν αντιστασιακός, έκανε τον αδελφό μου να μη θέλει να ξαναγυρίσει στην Τήνο. Παρ’ όλα αυτά αναζητούσε ένα νησί και την Ίο τη διάλεξε. Όταν πήγε εκεί, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να χτίσει τις μεγάλες σκάλες του σπιτιού για να φεύγει το νερό της βροχής και να μαζεύεται σε στέρνα, ώστε να μπορεί να έχει δέντρα εκεί. Έτσι έγινε πατρίδα του και την αγάπησε. Νομίζω ότι και οι ντόπιοι τον αγάπησαν. Σκεφτείτε ότι είχαν ένα δικό τους καφενείο και δεν δέχονταν κανέναν ξένο, όμως τον Γιάννη τον δέχτηκαν. Από την ώρα που διαλέγεις έναν τόπο, γίνεται δικός σου. Και αν ζούσε, θα μπορούσε να δώσει ακόμα πολλά πράγματα στο νησί”.
Πηγή: athinorama.gr
Ακολουθήστε το naxostimes.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις