Μία από τις συμβουλές που μου έχει δώσει ο πατέρας μου είναι να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας. Ή διαφορετικά, πριν μιλήσω να «βουτάω» τη γλώσσα στο μυαλό μου. Κοινώς, να προσέχω τι λέω, πώς το λέω και γιατί το λέω.
Ομολογώ πως δεν έχω ακολουθήσει πάντα αυτή τη συμβουλή και επίσης ομολογώ πως υπήρξαν φορές που θα ήθελα να την είχα ακολουθήσει, γιατί εκ των υστέρων κατάλαβα πως μερικά πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν το είχα κάνει.
Ίσως, όμως, να μην είναι και τόσο εύκολο να «τιθασεύσεις» τη σκέψη που ακαριαία μετατρέπεται σε λέξεις. Θες το (ελληνικό) ταμπεραμέντο, θες ο αυθορμητισμός (ή η θρασύτητα) που μας διακρίνει, ανοίγουμε το στόμα μας και αρχίζουμε να λέμε ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι. Άσχετα αν το εννοούμε ή όχι.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν πρόσωπα που κατέχουν θέσεις ευθύνης ακολουθούν αυτή την «τακτική», διατυπώνοντας στη δημόσια σφαίρα σκέψεις, εκτιμήσεις, προθέσεις, ακόμη και εικασίες; Τότε τα πράγματα σαφώς και αλλάζουν. Σοβαρεύουν. Οι δηλώσεις τους έχουν βαρύτητα και οι πολίτες τις λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, ακριβώς γιατί προέρχονται από «υπεύθυνα χείλη».
Άραγε τα δημόσια πρόσωπα έχουν αντιληφθεί τον αντίκτυπο που έχουν τα λεγόμενα τους; ; Ή παρασυρμένα από τη «ρητορική δεινότητα» τους ανταγωνίζονται για το ποιος θα κάνει μεγαλύτερη εντύπωση;
Ταπεινά, λοιπόν, ζητώ από τα πρόσωπα αυτά να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας τους. Δεν είναι υπόδειξη, ούτε απαίτηση. Είναι έκκληση μιας κοινωνίας που περπατά σε τεντωμένο σχοινί και ψάχνει απεγνωσμένα για το δίχτυ ασφαλείας.