Πάρος, πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Το καϊκι με πλώρη προς ανατολάς, έσκιζε τα γαλανά νερά παλαντζάροντας, καθώς ήταν κατάφορτο από πολύτιμα σκεύη. Είχε ξεκινήσει από την αντικρινή Σίφνο και έπλεε προς το λιμάνι της Πάρου, εκεί όπου ευελπιστούσε ότι θα ξεφορτωνόταν την πραμάτεια του καθώς οι νοικοκυράδες θα έτρεχαν να προμηθευτούν κάθε λογής πήλινα αγγεία που απάρτιζαν τον κόσμο της καθημερινής τους λάτρας.
Σαν άραζε, το ανθρωπομάνι συνωστιζόταν στην προκυμαία και οι αγορές έδιναν κι έπαιρναν. Ένα πανόραμα από πηλό, απλωμένο στο κατάστρωμα άλλαζε χέρια και τα μάτια των αγοραστών ρουφούσαν αχόρταγα τα νέα τους αποκτήματα.
Τι ποικιλία από ζωγραφιστές στάμνες, από βαριά τσουκάλια μαγειρέματος, τεράστια πιθάρια για την αποθήκευση υγρών και στερεών τροφίμων, τσανάκες, σκουτέρια, πιάτα, κούπες και λαϊνια για επιτραπέζια χρήση αλλά και παλιάτσες για μέτρημα του μούστου, έφερνε το Σιφνέικο καϊκι!