Όταν ακούμε τη λέξη «τέρας», έρχεται στο μυαλό μας η (στερεότυπη) εικόνα ενός αποκρουστικού πλάσματος, που προκαλεί φόβο και αποτροπιασμό. Το τέρας, όμως, δεν βρίσκεται μόνο στη σελίδα κάποιου παραμυθιού ή στη σκηνή κάποιας κινηματογραφικής ταινίας.
Αρκεί να κοιτάξουμε στον καθρέφτη, για να αναγνωρίσουμε το μεγαλύτερο τέρας, τον άνθρωπο, που – από καταβολής κόσμου – ήταν (και είναι) ικανός για φρικαλεότητες και ειδεχθείς πράξεις, που δεν θα μπορούσε να πλάσει ούτε η πιο αρρωστημένη φαντασία ενός συγγραφέα ή σεναριογράφου.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις στάθηκε ένα ντοκιμαντέρ για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, οι αφηγήσεις δύο Ελλήνων Εβραίων επιζώντων από ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα του Ναξιώτη Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μαουτχάουζεν» που είχα διαβάσει παλιότερα.
Το κοινό σημείο όλων των παραπάνω είναι ότι περιγράφουν τις απίστευτες θηριωδίες των Ναζί, ανθρώπων που μεταμορφώθηκαν σε «τέρατα» και στοίχειωσαν για πάντα τις ζωές άλλων (αθώων) ανθρώπων.
Και όσα βλέπεις, ακούς και διαβάζεις, σε σοκάρουν, σε ταράζουν και εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, σε φοβίζουν. Παρωδικά, βέβαια. Γιατί, αναπόφευκτα, κάτι άλλο θα σε απασχολήσει σε λίγο – κυρίως, η καθημερινότητα και τα προβλήματα της. Αφήνεις σε μια γωνιά του μυαλού σου το «τέρας»…. Να περιμένει υπομονετικά μέχρι την επόμενη εμφάνιση του, όταν θα βγάλει από πάνω του τον μανδύα της λήθης και θα σου υπενθυμίσει την παρουσία του.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε πει: «Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις». Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Είμαστε ακόμη άνθρωποι… Ή μήπως όχι;