Πολύ κουβέντα γίνεται για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών. Για τους γνώστες του θέματος, πράγματι υπάρχει μια εκκρεμότητα για την οριστική αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών. Το πρόβλημα είναι ότι, με βάση αυτή την εκκρεμότητα, η τραγική συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προσπάθησε και προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά και ταυτόχρονα να εγκαθιδρύσει ένα προσωποπαγές καθεστώς ελέγχου της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας προς όφελος της κυβερνητικής ιδεοληψίας και των ημετέρων.
Το τεχνικό μέρος αυτού του θέματος είναι πολύ εξειδικευμένο και απαιτεί ανάλυση σε βάθος.
Όμως η πολιτική διάσταση είναι εξόφθαλμα ορατή και ταυτίζεται με την κυβερνητική κουτοπονηριά της ακραίας συγκυβέρνησης.
Στην προσπάθεια ελέγχου της πληροφόρησης και των μη αρεστών στην συγκυβέρνηση τηλεοπτικών σταθμών καταρχάς αδρανοποιήθηκε, η συνταγματικά κατοχυρωμένη, ανεξάρτητη αρχή του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου.
Έτσι ανατέθηκε στον αδέκαστο κύριο Παππά η ευθύνη οργάνωσης, ελέγχου και αδειοδότησης του τηλεοπτικού τοπίου.
Προς τούτο εφευρέθηκε μια παιδαριώδης μελέτη κάποιων συνεργατών του Πανεπιστημίου της Μπολόνια περί της δυνατότητας διάθεσης τεσσάρων συχνοτήτων.
Εκεί στηρίχθηκε η επιχειρηματολογία για τη διενέργεια διαγωνισμού για την αδειοδότηση τεσσάρων τηλεοπτικών επιχειρήσεων.
Όταν έγινε κατανοητό ότι το επιχείρημα δεν έστεκε, βρέθηκε μια άλλη πλατφόρμα κυβερνητικής επιχειρηματολογίας.
Η κυβέρνηση ανησυχεί για την επιχειρηματική ευρωστία των τηλεοπτικών σταθμών και γι’ αυτό τις περιορίζει στις τέσσερις.
Θέλει να διασφαλίσει την βιωσιμότητα των τηλεοπτικών σταθμών, αλλά δεν έχει καμία τέτοια ανησυχία για άλλους κλάδους της οικονομίας.
Ταυτόχρονα όμως δεν την προβληματίζει ο αθέμιτος ανταγωνισμός που ασκεί η κρατική τηλεόραση στους ιδιωτικούς σταθμούς.
Έτσι ξεκινάει ο διαγωνισμός και εμφανίζονται έντεκα διεκδικητές των τεσσάρων αδειών. Μεταξύ αυτών και ο κουμπάρος του Καμμένου, ο οποίος εξαγόρασε την τεχνική εταιρία της οικογένειας Τσίπρα και ο οποίος σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ εμφανίζεται να συνομιλεί με ποινικούς καταδίκους.
Ευτυχώς όμως την λύση έρχεται να δώσει ο Καμμένος. Δηλώνει ότι δεν πρέπει να δοθεί άδεια στον κουμπάρο του κατασκευαστή.
Επομένως γεννάται ένα ερώτημα. Τι είναι επιλήψιμο; Να είναι κατασκευαστής ή κουμπάρος του Καμμένου;
Ότι και από τα δύο να ισχύει γεννάται ένα άλλο ερώτημα. Ο συγκυβερνήτης Καμμένος έχει τόση μεγάλη εμπιστοσύνη στις διαδικασίες του Παππά, που τρέχει να υποδείξει τον αποκλεισμό του κουμπάρου του κατασκευαστή ώστε να εξασφαλίσει την περιβόητη διαφάνεια;
Και αν ο Κουμπάρος δεν ήταν κατασκευαστής αλλά φαρμακοβιομήχανος (προμηθευτής του δημοσίου) θα έκανε το ίδιο; Και αν ο κατασκευαστής δεν ήταν κουμπάρος του Καμμένου αλλά κουμπάρος του Θεοδωράκη, της Γεννηματά ή του Λεβέντη θα έκανε το ίδιο; Και γιατί ο Καλογρίτσας θεωρείται εκ των προτέρων ύποπτος διαπλοκής και δεν ισχύει το ίδιο με ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών ομάδων, ή επενδυτές που ενδιαφέρονται για τις αποκρατικοποιήσεις;
Περίεργα πράγματα.
Και ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να ανησυχεί για την οικονομική ευρωστία των καναλιών σπεύδει με ένα παράλληλο σχέδιο νόμου με τίτλο «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ» να ελέγξει και τη διαφημιστική δαπάνη και τα έσοδα των ενημερωτικών τηλεοπτικών σταθμών.
Δεν την ενδιαφέρουν τα έσοδα άλλων τομέων της οικονομίας, παρά μόνο των τεσσάρων ενημερωτικών σταθμών. Δεν ενδιαφέρεται για τα έσοδα ούτε καν των περιφερειακών ή θεματικών τηλεοπτικών σταθμών, οι οποίοι πρακτικά θα ανταγωνίζονται τους εθνικούς ενημερωτικούς.
Τα πράγματα είναι πολύ απλά.
Η κυβέρνηση θέλει να δώσει άδειες εκεί που πιστεύει ότι δεν θα έχει έντονη αντιπολίτευση. Επειδή όμως αυτοί που θα πάρουν τις άδειες μπορεί να ξεστρατίσουν μόλις δέσουν τον γάιδαρό τους, εφευρίσκει έναν τρόπο να ελέγχει τα διαφημιστικά τους έσοδα. Άρα να συνεχίσει με κάποιον τρόπο να ελέγχει την βιωσιμότητά τους.
Με λίγα λόγια η κυβέρνηση της συμφοράς της πρώτης φορά αριστερά θέλει ένα ολιγοπώλιο ελεγχόμενων και κερδοφόρων τηλεοπτικών σταθμών που όμως η κερδοφορία τους και βιωσιμότητά τους θα ελέγχεται από την ίδια την κυβέρνηση.
Εξασφαλίζει την μοιρασιά των 200 εκ. της διαφημιστικής δαπάνης στους αρεστούς αλλά κρατάει και τον έλεγχο.
Και επειδή της λείπουν κάποια εκατομμύρια για την συντήρηση του κομματικού κυβερνητικού κράτους επιβάλλει και έναν επιπλέον φόρο 10{ebf2de1fdbfefdec110a02f4c927aa7ce558be84e5a322e6c41137cb467b3c6d} τον οποίο βεβαίως θα πληρώσουν οι καταναλωτές των διαφημιζόμενων προϊόντων (τρόφιμα, τηλεφωνία, απορρυπαντικά, λιανεμπόριο, κλπ.).
Το 10{ebf2de1fdbfefdec110a02f4c927aa7ce558be84e5a322e6c41137cb467b3c6d} δεν είναι ο μόνος φόρος που θα πληρώνουν οι καταναλωτές επί της διαφήμισης των προϊόντων. Ήδη πληρώνουν και 24{ebf2de1fdbfefdec110a02f4c927aa7ce558be84e5a322e6c41137cb467b3c6d} ΦΠΑ, 20{ebf2de1fdbfefdec110a02f4c927aa7ce558be84e5a322e6c41137cb467b3c6d} ειδικό φόρο τηλεόρασης και 21,5{ebf2de1fdbfefdec110a02f4c927aa7ce558be84e5a322e6c41137cb467b3c6d} αγγελιόσημο.
Προβληματισμοί όπως ελευθερία στην ενημέρωση, ελεύθερος ανταγωνισμός, υπερφορολόγηση, τήρηση της κοινοτικής νομοθεσίας, ανεργία, κλπ. είναι λεπτομέρειες που δεν πρέπει να απασχολούν μια αριστερή (με ολίγη από ακροδεξιά) κυβέρνηση.
Γιώργος Βακόνδιος