Οι συνθήκες διαβίωσης μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας, ιδιαίτερα με όλα όσα αντιμετωπίζουμε το τελευταίο διάστημα, όπως η πανδημία και οι συνέπειές της, η ενεργειακή ακρίβεια και ο πληθωρισμός χαρακτηρίζονται τουλάχιστον προβληματικές.
Η διαπιστωμένη αυτή κατάσταση, σε συνδυασμό με τη μισθολογική πραγματικότητα όσων έχουν την τύχη να εργάζονται, αφού ο βασικός μισθός με τον οποίο αμείβονται αρκετοί και ειδικότερα οι νέοι οδηγεί πολλές φορές σε συνθήκες διαβίωσης λίγο πάνω ή στα όρια της φτώχειας, έχει δημιουργήσει ένα πρόβλημα προοδευτικής στοχοποίησης ανθρώπων και νοικοκυριών.
Όλο και περισσότεροι για να ανταποκριθούν στις πιεστικές ανελαστικές καθημερινές υποχρεώσεις τους, όπως οι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, το ενοίκιο, το σούπερ μάρκετ, η βενζίνη κ.ο.κ., αναγκάζονται να περικόψουν δαπάνες, όπως η ένδυση, η υπόδηση, η διασκέδαση, που μέχρι πρότινος θεωρούταν βασικές, ενώ σήμερα χαρακτηρίζονται για πολλούς δαπάνες πολυτελούς διαβίωσης.
Σε μια τέτοια ζοφερή πραγματικότητα για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων η κατάσταση γίνεται ακόμη δυσκολότερη έως αφόρητη. Αναφέρομαι στους εκπαιδευτικούς, νεοδιοριζόμενους και μη, οι οποίοι καλούνται ειδικά στα νησιά μας να αντιμετωπίσουν αδιέξοδα και να ανέβουν τον προσωπικό τους γολγοθά απλώς και μόνο για να καταφέρουν να επιβιώσουν.
Άνθρωποι νεώτεροι και μεγαλύτεροι που, για χρόνια, περίμεναν τον διορισμό τους, μετά την αρχική ικανοποίησή τους έρχονται αντιμέτωποι με την τραγική πραγματικότητα. Αυτή της εξεύρεσης μιας στοιχειωδώς αξιοπρεπούς στέγης για να εγκατασταθούν και να επικεντρωθούν στη δουλειά τους. Στην εκπαίδευση και τη μόρφωση των παιδιών μας. Των δικών μας παιδιών που, όπως όλοι οι γονείς, έτσι κι εμείς οι νησιώτες επιδιώκουμε το καλύτερο.
Διαβάζω και παρακολουθώ στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο την απόγνωση και απελπισία εκπαιδευτικών που, ακόμη και σήμερα, μέσα Σεπτέμβρη, δεν έχουν καταφέρει να βρουν έστω ένα δωμάτιο, μια μικρή γκαρσονιέρα να νοικιάσουν λόγω των υπέρογκων τιμών των ενοικίων. Μια κατάσταση που, ιδιαίτερα στις Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, γίνεται ακόμη χειρότερη αφού, λόγω της τουριστικής ζήτησης, ακόμη και ένα απλό δωμάτιο μισθώνεται 300-400€, ενώ μια γκαρσονιέρα πολλές φορές φτάνει στα 500-600€. Εκπαιδευτικοί που αναγκάζονται να κοιμούνται σε κάμπινγκ, σε αυτοκίνητα ή ακόμη και στις ίδιες τις σχολικές αίθουσες γιατί αδυνατούν να καλύψουν το κόστος διαμονής, διαβίωσης και μετακίνησής τους με τον εξωπραγματικό μισθό των 850€.
Ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση που κάποιοι καταφέρνουν να βρουν μια υποτυπώδη στέγη είναι υποχρεωμένοι από τους ιδιοκτήτες να εγκαταλείψουν μέσα στον Ιούνιο τη στέγη τους, προκειμένου αυτή να διατεθεί αυτό ως τουριστικό κατάλυμα την καλοκαιρινή σεζόν. Τι θα γίνει με τις οικοσκευές τους και πού θα φιλοξενηθούν αυτοί οι άνθρωποι τον Ιούνιο που θα πρέπει να αφοσιωθούν στις εξετάσεις των μαθητών;
Υπό αυτές τις συνθήκες πώς ένας εκπαιδευτικός, αλλά και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να επικεντρωθεί στο έργο του; Με ποια ψυχική ηρεμία, ασφάλεια και αξιοπρέπεια θα αφοσιωθεί στην εκπαίδευση, τη διαπαιδαγώγηση και τη μόρφωση των παιδιών μας; Είναι προφανές ότι, υπό τέτοιες συνθήκες, οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντά τους με την απαιτούμενη διάθεση και αξιοπρέπεια που απαιτεί ο ρόλος τους.
Υπάρχουν εκπαιδευτικοί, που αναγκάστηκαν να μην αποδεχθούν τον διορισμό τους, μη μπορώντας να βρουν κατοικία λόγω των υπέρογκων ενοικίων αλλά και να ανταπεξέλθουν στο κόστος διαβίωσης. Ακόμη και γνωρίζοντας ότι ότι δεν θα μπορούν να κάνουν αίτηση διορισμού για τα επόμενα δύο χρόνια, χάνοντας τη θέση.
Και για να μην παρεξηγηθώ αντίστοιχα προβλήματα, περισσότερο στα τουριστικά νησιά αντιμετωπίζουν και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί. Νοσοκομειακοί γιατροί και νοσηλευτές, αστυνομικοί, λιμενικοί και ο κατάλογος είναι μακρύς.
Διάβασα τις δηλώσεις του αρμόδιου Υφυπουργού Παιδείας κ. Συρίγου, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ, ενώ αναγνωρίζει το πρόβλημα, μετακυλύει την ευθύνη στους Δήμους ζητώντας τους να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Από την άλλοι, αρκετοί Δήμοι ισχυρίζονται ότι δεν έχουν τους οικονομικούς πόρους να ανταπεξέλθουν στα έξοδα αυτά.
Την κατάσταση αυτή υποτίθεται θα αντιμετώπιζε το άρθρο 32 του νόμου 4483/2017 που φέρει τον τίτλο «Παροχή κινήτρων σε εργαζομένους από Ο.Τ.Α. ορεινών και νησιωτικών περιοχών», σύμφωνα με το οποίο ορεινοί δήμοι με πληθυσμό έως 30.000 κατοίκους των οποίων τουλάχιστον το 50% των δημοτικών ή κοινοτικών τους ενοτήτων χαρακτηρίζονται ως ορεινές στο Μητρώο Δήμων, Κοινοτήτων και Οικισμών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και οι νησιωτικοί Δήμοι με πληθυσμό μικρότερο των 18.000 κατοίκων, καθώς και τα Ν.Π.Δ.Δ. μπορούν να παρέχουν δωρεάν σίτιση και κατάλληλο κατάλυμα διαμονής στους υπαλλήλους τους, όπου μεταξύ άλλων ανήκουν οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων καθώς και οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων.
Για την υλοποίηση των παραπάνω, θα πρέπει στις ανωτέρω παροχές να ληφθεί σχετική απόφαση από το οικείο Δημοτικό ή Διοικητικό Συμβούλιο, η οποία θα ειδικεύει τις παροχές κατά περίπτωση και το χρονικό διάστημα ισχύος αυτών, κατόπιν βεβαίωσης της ύπαρξης των ανάλογων πόρων από την οικονομική υπηρεσία του Ο.Τ.Α. Δυστυχώς όμως οι συγκεκριμένες προβλέψεις, παραμένουν μέχρι σήμερα γράμμα κενό περιεχομένου τις περισσότερες περιπτώσεις.
Με το να μετατίθεται το γαϊτανάκι ευθυνών από την κυβέρνηση στην αυτοδιοίκηση και τούμπαλιν ένα είναι το μόνο βέβαιο. Δεν θα βρεθεί ποτέ λύση σε ένα τόσο οξύ πρόβλημα το οποίο έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και το οποίο χρόνο με το χρόνο θα διογκώνεται όλο και περισσότερο.
Πρέπει από χθες ήδη η κυβέρνηση, η Περιφέρεια και οι Δήμοι να είχαν καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να αντιμετωπίσουν με υπευθυνότητα το πρόβλημα. Το αν θα υπάρξει προς τους εκπαιδευτικούς μια επιδοματική πολιτική στέγασης, σίτισης και μετακίνησης και σε ποιο ύψος, αν η αυτοδιοίκηση απαιτήσει από την κεντρική διοίκηση τη χορήγηση πρόσθετων πόρων για την κάλυψη των αναγκών, αν αξιοποιήσει διαθέσιμα δημοτικά ακίνητα ή ανακαινίσει και μισθώσει κατά περίπτωση μη λειτουργούντα ξενοδοχεία ή τουριστικά ακίνητα, αν χορηγήσει εισοδηματικά ή φορολογικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες ακινήτων προκειμένου να τα μισθώσουν σε εκπαιδευτικούς είναι κάτι που αφενός δεν μπορώ να προκρίνω ο ίδιος εδώ και αφετέρου δεν μπορεί να εξαντληθεί μέσα σε λίγες γραμμές.
Ένα όμως είναι το μόνο σίγουρο. Εάν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση σε λίγο τα παιδιά μας, οι επόμενες γενιές νησιωτών θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το φάσμα περαιτέρω υποβάσμισης της μαθησιακής διαδικασίας και του αναλφαβητισμού. Στο χέρι μας είναι να το αποτρέψουμε. Όχι με ευχολόγια και καλές προθέσεις αλλά με αποφασιστικότητα και πράξεις.
*Ο Γιώργος Μαραγκός είναι Σύμβουλος Ανάπτυξης & Διοίκησης Έργων, τ. Δήμαρχος Σύρου – Ερμούπολης