Ἡ ζωή μας εἶναι πράγματι, ὁπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «ἕνα ὄνειρο, πού καθώς παρέρχεται ἡ νύχτα φεύγει, ἕνα ἀνοιξιάτικο λουλούδι, που γρήγορα μαραίνεται, μιά πομφόλυγα, πού εὔκολα διαρρηγνύεται, καπνός, πού διαλύεται…».
Ἔτσι, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά αἰσθάνομαι αὐτή τήν ὥρα, Πέμπτη, 8 Μαρτίου 2018, ὥρα 3:15 μ.μ., ὅταν εὑρισκόμενος στήν Ἄνω Μερά καί στό μικρό Ἡσυχαστήριό μου, στό Καλό Λειβάδι, προετοιμαζόμενος νά τελέσω τήν ἐτήσια μνήμη τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, στόν ἑορτάζοντα φερώνυμο, ποτέ Ἐνοριακό, Ναό τῆς πόλεως, μοῦ ἀνηγγέλθη ἡ εἰς Κύριον ἐκδημία τοῦ φιλοστόργου Πνευματικοῦ μου Πατέρα καί Γέροντά μου Ἀρχιμ. Φιλάρετου Γεροντάρη, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς μας, τῆς Παναγίας μας Τουρλιανῆς, μαζί μέ τόν ὁποῖο συνοδοιπόρησα ἀδιατάρακτα πενήντα χρόνια.
Ἤμουν δεκαπέντε ἐτῶν, ὅταν πῆγα στό Μοναστήρι, καί θυμᾶμαι την εἰκόνα, πού ἀπετύπωσε στή σκέψη μου ἡ μνήμη, αὐτή ἡ ἐσχάτη ἐπιστάτισσα τῆς ζωῆς μας, ὅταν τόν πρωτοεῖδα: ἕνα νέο, μέ κατἀμαυρα μαλλιά, πού ἔφθαναν ἕως τή μέση του, καί κατάμαυρα γένεια, πού σκέπαζαν τήν καλογερική ζώνη του, μέ τά χαρακτηριστικά μαῦρα γιαλιἀ.
Ὅταν πήγαμε στό κελλί του, σέ ἕνα μικρό τσίγγινο σκεῦος τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχε ρεβύθια, πού τοῦ εἶχε φέρει μία κυρία ἀπό τήν Ἄνω Μερά, μέ λίγο ψωμί, καί τά μοιράστηκε μαζί μου.
Ἀπό τότε, ποτέ δέν ἔφυγα ἀπ’ αὐτό τό κελλί!
Ὅταν τό Σχολεῖο ἔκλεινε, Χριστούγεννα καί Πάσχα καί καλοκαίρι, τήν ἄλλη μέρα κιόλας βρισκόμουν στό Μοναστήρι.
Ἀπό τήν ἠλικία αὐτή, δέν ἔκανα ποτέ γιορτές στό σπίτι μου, με τούς δικούς μου.
Ὅ, τι θυμᾶμαι ἀπ’ αὐτές τίς μέρες εἶναι μέ τόν Ἡγούμενο στό Μοναστήρι μας, Ψάλτης ἐγώ στό ἀναλόγιο καί ἐκεῖνος μέ τή χαρακτηριστική του φωνή καί τά ὡραῖα ἄμφια, πού πάντοτε μέ ἐντυπωσίαζαν, ἀγωγιάτης νά κρατάω τό χαλινάρι στό γαϊδουράκι τῆς Μονῆς κατά τίς μακρυνές μας ἐπισκέψεις σέ Παρεκκλήσια, γιά νά λειτουργήσει, νά τοῦ κρατάω τό τρίχινο δισάκι μέ τά σκεύη, καί πολλές φορές νά ἔχουμε ἀγρυπνήσει μαζί στό ἱερό Βῆμα, γιά νά τελέσουμε πρωί-πρωί τή Θεία Λειτουργία σέ πιο μακρινά Παρεκκλήσια, γιά νά γυρίσουμε μετά στό Μοναστήρι γιά τίς δουλειές του…
Καί ὅταν ἐρχόταν στήν Ἀθήνα, πάντα ἐγώ στό καράβι, στόν Πειραιᾶ νά τόν παραλάβω καί νά τόν μεταφέρω στούς οἰκιακούς του.
Ἤμουν μαθητής Λυκείου ἀκόμα, ὅταν εἶχε ἀγοράσει Ἀρχιερατικά Ἄμφια καί Μανδύα καί τά φύλαγε στό Μοναστήρι, σέ εἰδική θέση μέσα στό Ἱερό, τά ὁποῖα μοῦ χάρισε, ὅταν ἔγινα Μητροπολίτης.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά χειροτονηθῶ Διάκονος καί μέ ἔκειρε Μοναχό στό Καθολικό τῆς Μονῆς, στίς 17 Ίουλίου 1977, θυμᾶμαι τά δακρυσμένα μάτια του, ὅταν εἶπε αὐθόρμητα λίγα λόγια πρός τό ἐκκλησίασμα, πρίν τήν κουρά μου, καί μετά, στό Ἡγουμενεῖο ἁπλώθηκε τό χρυσογάλαζο ὕφασμα, πού, μετά ἀπό προσευχή καί εἰδική Ἀκολουθία, ὁ Ἀρχιμανδρίτης Βαρνάβας ἔκοψε καί τό ἔρραψε γιά τή Χειροτονία μου, στίς 31 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους.
Δικό του δῶρο ἦταν καί τά ἄμφια, πού μοῦ ἀγόρασε ἀπό τό Κατάστημα τοῦ Βαλαδώρου γιά τήν εἰς Πρεσβύτερο Χειροτονία μου, τό 1978.
Ὅλα τά χρόνια τῆς ἱεροκηρυξίας μου το Μοναστήρι ἦταν γιά μένα τό καταφύγιο καί ἡ παρουσία τοῦ Γέροντα παραμυθία.
Ὅταν ἔγινα Ἐπίσκοπος ἦταν ἀπό τούς πρώτους πού σκίρτησε ἡ καρδιά του ἀπό χαρά καί ὅταν μέ ὑποδέχθηκε στό Μοναστήρι, 10 Μαρτίου 2002, δέν θά λησμονήσω πόσο προσπάθοῦσε νά κρύψει τή συγκίνησή του, καθώς μέ καμάρωνε στόν ξυλόγλυπτο καί χρυσόφωτο Δεσποτικό Θρόνο τῆς Μονῆς.
Δεκαεπτά χρόνια πέρασαν ἀπό τότε καί συνεργασία μας ὑπῆρξε ἄριστη, ὅλες τις πρωτοβουλίες μου γιά τή Μονή τίς συνυπέγραψε, μαζί διασώσαμε τήν περιουσία της, τά τελευταῖα χρόνια, μέ τά τεράστια οἰκονομικά προβλήματα, τά ὁποῖα γονάτισαν καί λύγισαν τή Μονή, βρήκαμε λύσεις καί τρόπους νά τῆς δώσουμε πνοή γιά τό μέλλον.
Ποτέ δέν ἀρνήθηκε τή βοήθειά του στήν Ἱερά μας Μητρόπολη, στόν Παιδικό μας Σταθμό, στό Γηροκομεῖο μας, ἀλλά καί στίς ἐκδόσεις μας.
Ἕνας ἄλλος κρίκος σ’ αὐτή τήν πνευματική σχέση εἶναι τά κατά σάρκα ἀνήψια του Κυριάκος καί Κωνσταντῖνος, πού στάθηκαν τίς μέρες αὐτές τῆς δοκιμασίας του Ἄγγελοι φωτεινοί κοντά του, ἀλλά, δυστυχῶς, οἱ σκοτεινές πτέρυγες τοῦ θανάτου φάνηκαν πιό δυνατές ἀπό τή δική τους θέληση.
Δέν μπορῶ νά κατανοήσω γιατί πρίν λίγες μέρες, νύχτα, μέ πρόβλημα στήν ὅρασή του βγῆκε ἀπό τό Μοναστήρι νά εὐλογήσει μία πίττα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ἐνῶ καί τήν ἡμέρα, πολλές φορές, ἀπέφευγε να κυκλοφορεῖ μόνος του.
Ἦταν ἡ ἀγωνία μου καί οἱ πολλές προτροπές μου, προσωπικές καί τηλεφωνικές, νά μήν εἶναι μόνος, νά παἰρνει τά φάρμακά του, γιά νά μή τοῦ συμβεῖ κάτι, γιατί, ὅπως τοῦ ἔλεγα πάντα, «εἶστε πολύτιμος καί θέλουμε νά εἶστε ἐδῶ, ὡς τά βαθιά σας γηρατειά»!
Καί ἔτυχε ἕνα συμβάν ἀπροσδόκητο γιά νά μήν ἐπιστρέψει ποτέ πίσω…
Καλέ μου Γέροντα καί Πατέρα,
φεύγεις μέν καί ἡ σωματική σου ἀπουσία εἶναι γεγονός, ἀλλά πάντοτε θά πλανᾶται ἡ μορφή σου στό Μοναστῆρι μας, γιά νά μᾶς θυμίζει τήν ὑποχρέωσή μας νά συνεχίσουμε τό ἔργο σου, νά τό στηρίξουμε καί νά τό ἀναδείξουμε, ὅπως τοῦ ἀξίζει!
Νά ἔχουμε τήν εὐχή σου καί μή μᾶς ἐγκαταλείψουν οἱ προσευχές σου ἀπό κεῖ ψηλά, ὅπου τώρα ἱερουργεῖς!
(Πηγή: Ι.Μ. Σύρου)