Στην ορεινή Απάνω Μεριά της Σύρου, μια περιοχή άγριας ομορφιάς, από όπου αγναντεύει κανείς την Άνδρο και την Τήνο, έχει επισημανθεί ένα σύνθετο πλέγμα σημαντικών πρωτοκυκλαδικών θέσεων.
Μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τον οικισμό του Καστριού στην κορυφή του ομώνυμου απόκρημνου υψώματος, τον οικισμό της Χαλανδριανής, κάτω από το σημερινό χωριό κι από ένα μεγάλο νεκροταφείο ανάμεσά τους που εξυπηρετούσε και τους δύο. Πρόκειται για θέσεις-ορόσημα της κυκλαδικής και αιγαιακής προϊστορίας.
Στον οικισμό του Καστριού, ο οποίος χρονολογείται στο δεύτερο μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ., έχουν γίνει ανασκαφές το 1899 από τον Χρήστο Τσούντα και το 1962 από την Eva Maria Bossert. Οι νέες, όμως, ανασκαφές που διεξάγονται εκεί από το 2006 και μετά από τη γράφουσα, υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, βοηθούν να γίνουν αντιληπτές για πρώτη φορά στο σύνολό τους η οχύρωση και η πολεοδομική μορφή του οικισμού. Ο δεύτερος οικισμός, εκείνος της Χαλαvδριαvής, δεν έχει ανασκαφεί, αλλά από τα ευρήματα του πλουσιότατου νεκροταφείου, όπου ανασκάφηκαν τάφοι σύγχρονοι όπως και προγενέστεροι του Καστριού, συνάγεται ότι πρέπει να ήκμασε πριν από το Καστρί.
Πήλινο αγγείο με μορφή σκαντζόχοιρου από τον πολιτισμό Κέρου- Σύρου, κατασκευασμένο την εποχή ακμής
Καστριού και Χαλανδριανής ©Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Ισχυρή οχύρωση
Ο οικισμός του Καστριού ήταν ισχυρά οχυρωμένος. Οι νέες ανασκαφές έδειξαν ότι διέθετε τρεις παράλληλους, τοξοειδείς οχυρωματικούς περιβόλους και όχι δύο, όπως εθεωρείτο παλαιότερα. Πρόκειται για το προτείχισμα, πάχους 0,90 μ. και το κυρίως τείχος με τους πεταλόσχημους πύργους, πάχους 1,50 μ., στο βόρειο κατώτατο τμήμα του, καθώς και ένα τρίτο εσώτερο τείχος, επίσης πάχους 1,50 μ., στα νότια στην κορυφή του υψώματος.
Η πολεοδομική ανάπτυξη του οικισμού είναι περικεντρική. Στο βόρειο τμήμα του, οι οικοδομικές νησίδες χωρίζονται μεταξύ τους με στενούς βαθμιδωτούς δρόμους, ενώ ορισμένα κτίρια διαθέτουν περιφραγμένες αυλές και κτιστές εστίες. Οι πρόσφατες ανασκαφές έφεραν στο φως στοιχεία για ένα επιπλέον κτίσμα που περιβαλλόταν από το τείχος της κορυφής του υψώματος. Μέσα στο κτίσμα αυτό υπήρχαν αποθηκευμένες αξιόλογες ποσότητες αγαθών, πιθανόν για ώρα ανάγκης. Επίσης, με τις νέες έρευνες επισημάνθηκαν επίκρουστες παραστάσεις πλοιαρίων, φιδιών και δελφινιού σε βράχους ανάμεσα στο κατώτερο και ανώτερο τμήμα του μαρμαρόκτιστου οικισμού.
Αναπτυγμένη μεταλλοτεχνία
Στο Καστρί ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη η μεταλλοτεχνία, όπως φαίνεται από τις πήλινες χοάνες για την τήξη των μετάλλων και τις πήλινες και λίθινες μήτρες για την κατασκευή χάλκινων εργαλείων και όπλων που βρέθηκαν εκεί. Οι σχέσεις, μάλιστα, που είχε το κυκλαδίτικο αυτό κέντρο με τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και τη Μικρά Ασία βασίζονταν κυρίως στην ανάγκη απόκτησης μετάλλων αφού αποδείχθηκε, με εργαστηριακές αναλύσεις, ότι o χαλκός αρκετών αντικειμένων από το Καστρί και τις δύο παραπάνω περιοχές είναι παρόμοιας σύστασης – κασσιτερούχα κράματα χαλκού.
*Η Μαρίζα Μαρθάρη είναι αρχαιολόγος και επίτιμη διευθύντρια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 233 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2017) των Νέων της Τέχνης.
(Πηγή: artnews.liberal.gr)