Σήμερα, τρεις σχεδόν μήνες μετά την παραίτηση από το ΣΥΡΙΖΑ της πλειοψηφίας των μελών της ΟΜ Σύρου, οι πολιτικοί λόγοι της αποχώρησής αυτής επιβεβαιώνονται.
Η πολιτική, που εφαρμόζει η κυβέρνηση, σημαίνει επιβολή σκληρών μνημονιακών μέτρων, χωρίς να αμφισβητείται στο ελάχιστο το καθεστώς των κοινωνικών ιεραρχιών και παραγωγικών σχέσεων που αυτή επιβάλει, χωρίς να θίγεται το κεφάλαιο, χωρίς αναδιανομή του πλούτου. Το πρόγραμμα της δημοσιονομικής προσαρμογής που συνεχίζει να επιβάλλεται από την οικονομική ελίτ της Ε.Ε., απαξιώνει πλήρως τα δικαιώματα των εργαζόμενων σε εργασία, υγεία, παιδεία, αξιοπρεπή σύνταξη. Η υλοποίηση του τρίτου μνημονίου, από τη μία, αναπαράγει και επιδεινώνει τις ανισότητες και τις αρνητικές επιπτώσεις των προηγουμένων και από την άλλη οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Η δέσμη νέων προαπαιτούμενων, σαν απόρροια μνημονιακών δεσμεύσεων, συνεχίζεται με τις περιοδικές αξιολογήσεις και απειλές για την πιστή εφαρμογή της συμφωνίας.
Θετικές ρυθμίσεις της προηγούμενης περιόδου καταργούνται μία-μία. Η αύξηση του ΦΠΑ σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης, η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών στα νησιά μας, η διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, η υπερφορολόγηση αγροτών, ελεύθερων επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων εντείνουν την ύφεση και οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερη εξαθλίωση και περιθωριοποίηση ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με χρήματα του δημοσίου, θα αυξήσει το δημόσιο χρέος και η αλλαγή του κώδικα πολιτικής δικονομίας θα κάνει ευκολότερες τις κατασχέσεις της πρώτης κατοικίας, των καταθέσεων, των μισθών και των συντάξεων. Η συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων που είναι «δεσμεύσεις» και του 3ου μνημονίου θα έχει ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων αγαθών της χώρας (περιφερειακά αεροδρόμια, ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΟΔΙΕ, Ελληνικό, Αστέρας Βουλιαγμένης κ.ά.)
Η έλλειψη ενός προγράμματος δημοσίων παραγωγικών επενδύσεων δεν θα οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη την ελληνική οικονομία. Η λεγόμενη οικονομική βοήθεια από τους εταίρους δεν έχει καμία σχέση με την ανάπτυξη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της εξοφλεί τόκους και χρέος προς τους δανειστές. Η ανάπτυξη απαιτεί ένας μεγάλο όγκο κρατικών επενδύσεων και ένα δημόσιο τομέα εθνικοποιημένων βιομηχανιών και υπηρεσιών, που να στηρίζουν τη χρηματοδότηση των επενδύσεων αυτών και την επέκτασή τους. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη από την ιδιωτική πρωτοβουλία, που βασίζεται σε περαιτέρω υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας δημιουργώντας μια απέραντη δεξαμενή ανέργων, μετατρέποντας το εναπομείναν εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό σε φτηνό και ανασφάλιστο, ούτε επιβαρύνοντας μεσαία και λαϊκά στρώματα με νέους φόρους, κατασχέσεις, πλειστηριασμούς, μειώσεις μισθών και συντάξεων, με capital controls για φτωχούς και εργαζόμενους και ασυδοσία για λαμόγια και τραπεζίτες. Ο βασικός στόχος είναι η αποδυνάμωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους και των ελεγκτικών μηχανισμών, γεγονός που οδηγεί στην εξάλειψη του κράτους πρόνοιας στην χώρα μας και στην απόσυρσή του από τους περισσότερους τομείς της δικαιοδοσίας του, φέρνοντας ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών. Δηλαδή σε μία «εκσυγχρονιστική» λογική με την υποταγή στις αξίες της νεοφιλελεύθερης οικονομίας και ενός αυταρχικού δήθεν τεχνοκρατισμού.
Απαιτείται ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός του τι είναι πολιτική δράση. Ένα ανατρεπτικό σχέδιο σε όφελος της κοινωνίας, της παραγωγής και του περιβάλλοντος, που θα επιδιώκει την προγραμματική και κινηματική συγκρότηση των κοινωνικών χώρων. Είναι αναγκαία η οργάνωση προγράμματος σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και η συγκρότηση κοινωνικών συμμαχιών ικανών να ανατρέψουν τους κυρίαρχους συσχετισμούς κινητοποιώντας αγωνιστές της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η αλληλεγγύη που γιγαντώθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των προηγούμενων μνημονίων και οι δράσεις που τη χαρακτήρισαν πρέπει να συνεχιστούν, πιο δυναμικά και πιο διευρυμένα. Αυτή είναι το “όπλο” μας να αντιμετωπίσουμε την παρατεταμένη κρίση και να ανατρέψουμε τη λογική της μνημονιακής λιτότητας. Καθήκον μας είναι να οργανώσουμε την αντίσταση, οικοδομώντας ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη χώρα μας, αλλά και την Ευρώπη. Να παλέψουμε για την ακύρωση των μνημονίων, για τη διαγραφή του χρέους, για το δημόσιο χαρακτήρα και τον κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών, για τη φορολόγηση του πλούτου και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σε όφελος του λαού και του τόπου. Να παλέψουμε για τα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα μας, γιατί δεν είναι δυνατόν τα πάντα να υποταχθούν στις απαιτήσεις των δανειστών και στους συνεχιζόμενους εκβιασμούς τους.
Μείζον ζήτημα αυτή την περίοδο, είναι και η παροχή βοήθειας και έμπρακτης αλληλεγγύης σε μετανάστες και πρόσφυγες, μέσα από οργανωμένες δομές αλληλεγγύης που θα παρεμβαίνουν σε καθημερινή βάση, όπως συμβαίνει και στο νησί μας εδώ και αρκετό καιρό. Η πάλη για την οριστική επίλυση της προσφυγικής κρίσης, για να σταματήσουν οι καθημερινές ιστορίες φρίκης με τους πνιγμούς στο Αιγαίο για να μπορέσουν να συνεχίσουν το τεράστιο και μαρτυρικό ταξίδι τους προς την επιβίωση, για μία ζωή με ειρήνη και αξιοπρέπεια. Το ζητούμενο είναι η νόμιμη διέλευση και εγκατάσταση των προσφύγων και μεταναστών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία αλλά και το σταμάτημα των αιτιών που οδηγούν χιλιάδες ανθρώπους στο ξεριζωμό που είναι οι πόλεμοι και οι επεμβάσεις, από τη Μέση Ανατολή μέχρι το Αφγανιστάν, που φέρνουν φονταμενταλιστική φρίκη από ολοκληρωτικά καθεστώτα και ακραία φτώχεια από την «ανάπτυξη» των πολυεθνικών.
Για τους παραπάνω λόγους η πανελλαδική απεργία της 12ης Νοέμβρη πρέπει να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για την ανάκτηση όλων των κατακτήσεων που κερδήθηκαν με αγώνες και καταργούνται με κατεπείγοντες νόμους. Οφείλουμε να προτάξουμε τους αγώνες του κόσμου της εργασίας (μισθωτής και αυτοαπασχολούμενων) και των λαϊκών τάξεων, την υπεράσπιση των έως τώρα κατακτήσεων μας, την πάλη για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, που συνθλίβουν τη ζωή μας.
Επίσης είναι αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε ένα αγωνιστικό σάλπισμα προς τη νέα γενιά που πρέπει να πάρει την υπόθεση της ριζοσπαστικής ανατροπής στα χέρια της και όχι να πάρει σε λίγο το δρόμο της μετανάστευσης. Η αντίδραση της νεολαίας αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια μέσα από το κίνημα για το άρθρο 16 μέχρι την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Η νεολαία της ανεργίας και της ευτελούς εργασίας ήταν παρούσα στις Πλατείες και στα μαζικά αντιμνημονιακά συλλαλητήρια. Καταδείχθηκε περίτρανα με το μαζικό νεανικό και ταξικό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Τώρα λοιπόν, είναι ώρες αγώνα και όχι αριστερής μελαγχολίας γι αυτά που πιστεύουμε, γι’ αυτά που ζούμε και γι αυτά που έρχονται.
Καταλήγοντας θεωρούμε ότι είναι απόλυτα αναγκαίο να αμφισβητηθεί η ηγεμονία του ατομικού δρόμου έναντι του συλλογικού. Πρέπει να προκριθεί ο δρόμος που δυναμώνει τη συλλογικότητα και διασφαλίζει τη δημοκρατία και το διάλογο, μέσα στις δομές που δημιουργούνται για να μην επικρατήσει το δόγμα της απουσίας εναλλακτικής και η απογοήτευση. Για να μην οδηγηθούμε στην ιδιώτευση και στην αδιαφορία απέναντι σε όλα όσα έρχονται. Είναι απαραίτητο αξιοποιώντας την μέχρι σήμερα εμπειρία μας, θετική και αρνητική, να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση ενός κινήματος σύγκρουσης με το κυρίαρχο ταξικό σύστημα, εκφράζοντας όλους τους αγώνες μέχρι σήμερα, με βασικά χαρακτηριστικά την αλληλεγγύη, τη δημοκρατία και την προοπτική μιας άλλης κοινωνίας.