Ο Νικηφόρος των οραμάτων μας, των οραμάτων της γενιάς μου
53 χρόνια από τη στυγερή δολοφονία του | 16-22 Μαΐου 1967
*Του Νίκου Λεβογιάννη, (Φιλόλογος, πρώην Βουλευτής)
Ήταν και τότε Μάης, μισό αιώνα πριν, στην καρδιά της Άνοιξης, μα τα λουλούδια δε μύριζαν, τα αηδόνια δεν είχαν φωνή, η ψυχή δεν άκουγε, δεν ένιωθε, μια παγωμάρα σκέπαζε τα πάντα, θολός ο αέρας, σαν να ‘χε πέσει εκείνη η σκοτεινή καφετιά άμμος της ερήμου, πού ‘φερνε ο νοτιάς. Στις πλατείες της πόλης λιγοστοί οι άνθρωποι, σιωπηλοί, με σκυμμένα κεφάλια, μιλούσαν μεταξύ τους σιγανά, κοιτώντας γύρω με το βλέμμα καχύποπτο και φοβισμένο. Μόνο ο ήχος από ένα ραδιόφωνο στη γειτονιά ακουγόταν που έπαιζε στρατιωτικά εμβατήρια και κάθε τόσο η φωνή του εκφωνητή να λέει…. «τάξις και ασφάλεια επικρατούν καθ’ άπασαν την επικράτειαν, αι ένοπλοι δυνάμεις ανέλαβαν την διακυβέρνησιν της χώρας…».
Είχε περάσει ακριβώς ένας μήνας κι είχα καταφέρει ήδη από ένα παλιό διαλυμένο ραδιόφωνο να ακούω τα βράδια τους ραδιοφωνικούς σταθμούς του BBC, της Μόσχας, της Φωνής της Αλήθειας.
Στην Ελλάδα ο στρατός είχε καταλάβει την εξουσία, η Βουλή είχε διαλυθεί, η πολιτική ηγεσία του τόπου είχε συλληφθεί, οι φυλακές είχαν γεμίσει από τους «εχθρούς του λαού» και της «πατρίδας», τους κομμουνιστές, τους δημοκράτες, τους Ανδρεοπαπανδρεϊκούς. Τα στρατόπεδα εξορίας είχαν ξανανοίξει, στη Γυάρο, στο Παρθένι, στον Άη Στράτη, στα ξερονήσια. Ο Αντρέας Παπανδρέου φυλακισμένος κι αυτός στου «Αβέρωφ», ο Γέρος της Δημοκρατίας σε «κατ’ οίκον περιοριοσμόν», ο Μανώλης Γλέζος, μαζί με άλλους ΄πολιτικούς, κρατούμενος στο Πικέρμι. Παντού στρατός, στους δρόμους στα κτίρια των Υπουργείων και των Μεγάλων Οργανισμών, τανκς φυλούν τη Βουλή, τον ΟΤΕ, τανκς στην Ομόνοια, στο Σύνταγμα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Σαν να ‘χαν σταματήσει τα ρολόγια…
Οι ηγέτες του φοιτητικού κινήματος, της νεολαίας Λαμπράκη, της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου, της ΕΦΕΕ, των φοιτητικών Συλλόγων, των Συνδικάτων, όσοι πρωτοστατούσαν στις λαϊκές κινητοποιήσεις, στις τεράστιες διαδηλώσεις, όλοι είχαν εξαφανιστεί, τα γραφεία των κομμάτων, της Ένωσης Κέντρου, της ΕΔΑ, κλειστά, λεηλατημένα. Έρημη κι η Πανεπιστημιακή Λέσχη της Ιπποκράτους, μαχητική εστία του φοιτητικού κινήματος, ελάχιστοι οι φοιτητές στα αναγνωστήρια, στο κυλικείο, ακόμη και στο εστιατόριο. Στα αμφιθέατρα της οδού Σόλωνος, στη Νομική, στο Χημείο, στα Προπύλαια, επικρατεί παγωμάρα, πολλοί καθηγητές εκπέμπουν από την έδρα ύμνους στον στρατό και την…Εθνική κυβέρνηση. Παντού το βλέμμα του Ασφαλίτη με τα πολιτικά, σαν να σε προειδοποιεί. Κι όσοι είμαστε συνδικαλιστές νιώθουμε γύρω μας την ανάσα του. Μια ατμόσφαιρα αλλιώτικη, πρωτόγνωρη, σαν να ΄χε γίνει σεισμός, σαν να ‘χε παγώσει ο τόπος, σαν να ΄χαν σταματήσει τα ρολόγια…
Και είναι Μάης μήνας, η καρδιά της Άνοιξης και τα μεγάφωνα της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας, δεν ακούγονται πια στα Προπύλαια. Στρατιώτες πάνοπλοι, βλοσυροί, νωχελικοί, περιπολούν κι εκεί κάτω απ’ τ’ αγάλματα του Ρήγα, του Γρηγορίου Ε΄, του Κοραή, του Καποδίστρια. Δεν μαζεύονται πια στην πλατεία οι φοιτητές με τα πανό τους, δεν ακούγονται εκεί τα τραγούδια του αγώνα, τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Απαγορευμένα κι αυτά από το ραδιόφωνο, απ’ τα δισκοπωλεία, από παντού. Κι όποιος κρυφά τα τραγουδά ή τα ακούει από το γραμμόφωνο κινδυνεύει με στρατοδικείο και βαριές ποινές.
Ο Μανδηλαράς ξεσηκώνει τα πλήθη
Καταχνιά πλακώνει την ψυχή, βαριά τα πόδια πατούν στην άσφαλτο, στο πεζοδρόμιο, εκεί που πριν ένα μήνα τραντάζονταν απ’ την οργή του πλήθους. Ο απόηχος μόνο των συνθημάτων του Αγώνα έρχεται ακόμη στ’ αυτιά «114, Δημοκρατία, Ελευθερία…» κι η βαριά αργή χοντρή και μαχητική φωνή του ομιλητή στη συγκέντρωση… « μας κατηγορεί η αστυνομία ότι εκάναμεν συγκέντρωσιν χωρίς την άδειάν της, λες και η ιστορία ποτέ προχώρησεν με την …άδειαν της αστυνομίας. Όταν ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε το ’21 δεν επήρε φυσικά την άδειαν του…Σουλτάνου…».
Είναι η γνώριμη φωνή του Νικηφόρου Μανδηλαρά, που ξεσηκώνει τα πλήθη με κάθε του λέξη, σε κάθε φράση. Είναι η φωνή του δικηγόρου του ΑΣΠΙΔΑ, που γελοιοποίησε τον «κρυπτόμενο» στρατηγό Γρίβα, τους ψευδομάρτυρες στρατιωτικούς, τον συνταγματάρχη Παπαδόπουλο, που τώρα ακούγεται από τους ξένους σταθμούς ότι αυτός είναι ο αρχηγός της…χούντας των συνταγματαρχών.
Πού να βρίσκεται αυτό το παλικάρι;
Πού να βρίσκεται αυτό το παλικάρι; Αυτός ο γνήσιος λαϊκός ηγέτης; Να τον έχουν κι αυτόν συλλάβει μαζί με τόσους άλλους; Τ’ όνομά του δεν ακούστηκε σε κανένα σταθμό του εξωτερικού, είναι άφαντος, καμιά πληροφορία, καμιά φήμη, νεκρική σιγή. Περίεργο μα την αλήθεια. Αυτόν να μην έχουν συλλάβει; Αυτόν να μην έχουν ψάξει; Αδύνατο, ήταν καρφί στα μάτια των εχθρών της Δημοκρατίας, στα μάτια των πραξικοπηματιών στρατιωτικών. Ήταν αυτός που στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ, λίγους μόλις μήνες πριν, είχε αποκαλύψει την ιατρική γνωμάτευση πασίγνωστου ψυχιάτρου, που πιστοποιούσε ότι ο διαβόητος συνταγματάρχης, που έκανε το σαμποτάζ με τη ζάχαρη στα τανκς στον Έβρο, ήταν σχιζοφρενής.
Από την άλλη όμως η θετική σκέψη, η ελπίδα που σου λέει…
Παλικάρι ο Νικηφόρος, λες να τους ξέφυγε; Λες να κρύβεται; Λες να πρόλαβε να έφυγε στο εξωτερικό;
Μα πάλι, άλλη σκέψη έρχεται να σου πει: Κανένας δεν ξέφυγε, οι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων, ο ίδιος ο αρχηγός της ΕΡΕ και Πρωθυπουργός, οι Υπουργοί της δεξιάς, όλοι τους συνελήφθησαν από στρατιωτικούς ξημερώματα της 21 Απρίλη στα σπίτια τους, με τις πιτζάμες, ο Νικηφόρος όμως δεν είναι ανάμεσα σ’ αυτούς.
Το ξέσπασμα μιας «αληθινής καταιγίδας»…
Κι ήταν Μάης κι ήταν βουβή εκείνη η Πρωτομαγιά των απεργών εργατών, των μαχητικών διαδηλώσεων, των 200 εκτελεσμένων παλικαριών απ’ τους ναζί το ‘ 44.
Δεν τους πήγαν φέτος στεφάνι στην Καισαριανή. Κι ήταν ένα σκοτεινό βράδυ στις 23 του Μάη κι ο ουρανός σκεπασμένος με μαύρα σύννεφα σαν να ’ρχόταν δυνατή καταιγίδα, από κείνες που συχνά ξεσπούν τον Μάη τις μέρες της εκπνοής του.
Κι ήταν η ώρα 9 το βράδυ, όταν στο παλιό ραδιόφωνο ακούστηκε απ’ την ελληνική εκπομπή του σταθμού της Μόσχας η τρομερή είδηση.
Και τότε ξέσπασε αληθινή καταιγίδα σαν εκείνη που ξεριζώνει δέντρα και στέγες, που σαρώνει ό,τι βρει στο διάβα της, που σου παγώνει το αίμα, που χάνεις τη φωνή σου και τ’ αυτιά σου βουίζουν σαν όταν ανεβαίνεις στην κορφή ψηλού βουνού.
Η βραχνή απ’ τα παράσιτα φωνή του εκφωνητή με τα σπασμένα ελληνικά, ακούγεται να λέει… «Η Κεντρική επιτροπή Ελλήνων πολιτικών προσφύγων καταγγέλλει τη δολοφονία του διακεκριμένου δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά… και κάνει έκκληση προς τον Γ. Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο της Ευρώπης, να αναχαιτιστεί η εγκληματική δράση των στρατοκρατών της χούντας στη χώρα μας…».
Να άκουσα καλά ή ήταν λάθος το άκουσμα;
Την άλλη μέρα το πρωί όμως, άλλος ραδιοφωνικός σταθμός, πιο μεγάλος, πιο ξακουστός, το BBC, το είπε καθαρά: «Ο αγωνιστής δικηγόρος Νικηφόρος Μανδηλαράς βρέθηκε νεκρός σε ακτή της Ρόδου».
Μα κι οι εφημερίδες εκείνης της μέρας είχαν την είδηση στις μέσα σελίδες τους και με ψιλά γράμματα, πανομοιότυπη όλες: «Το εκβρασθέν εις Ρόδον πτώμα εξηκριβώθη ότι ανήκει εις τον δικηγόρον Μανδηλαράν» έγραφαν τα ΝΕΑ στις 24 του μήνα κι από κάτω η ανακοίνωση του Υπουργείου Ναυτιλίας, που έλεγε ότι «εξεβράσθη το πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά στην ακτή Γενναδίου Ρόδου, που πνίγηκε όταν έπεσε στη θάλασσα στα ανοιχτά της Ρόδου από το πλοίο που επέβαινε ως λαθρεπιβάτης στην προσπάθειά του να διαφύγει στο εξωτερικό»…
Το «ραντεβού με το θάνατο»
16 του Μάη, με το δείλι, έφτασε η ώρα της αναχώρησης του Νικηφόρου από το τελευταίο κρησφύγετό του στη Νέα Σμύρνη, για το ραντεβού του θανάτου. Αποχαιρετισμός αγαπημένων προσώπων, της Άσπας, του Νίκου, της Ελένης, του Μιχάλη, αγωνία, φόβος, ελπίδες, όνειρα για αγώνες στο εξωτερικό, όλα ανάμεικτα.
Μοιραίο το ραντεβού, μοιραίος ο καπετάνιος, μοιραίο και το πλοίο…
Κι ύστερα βαθύ σκοτάδι, για 7 ολόκληρες μέρες, ως το ξημέρωμα της 22ας Μαΐου, όταν στην ακτή Γενναδίου στη Ρόδο οι ψαράδες του χωριού, βλέπουν με το πρώτο φως της μέρας εκεί στα βότσαλα έναν νεκρό άντρα, σε σημείο, που οι ίδιοι λένε πως εκεί δεν μπορούσε να τον βγάλει το κύμα, γιατί ποτέ δεν φτάνει εκεί ούτε το χειμέριο κύμα, αλλά το πτώμα δεν μοιάζει καθόλου με άνθρωπο που έχει πνιγεί. Ήταν όμως άγρια χτυπημένος, πληγωμένος, με παραμορφωμένο και μελανιασμένο το πρόσωπο, με μια πληγή στο μέρος της καρδιάς, με σπασμένο το ένα χέρι.
Κι ύστερα ήρθαν οι χωροφυλάκοι πάνοπλοι σαν να έψαχναν κάποιο λαθρεπιβάτη. Κι ένας έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε ένα όνομα… «Αυτός είναι..» φώναξε, «ο Μανδηλαράς» και τον πήραν κι έφυγαν.
Ο Νικηφόρος, νησιώτης, λάτρης της θάλασσας, δεινός κολυμβητής, νεκρός από πνιγμό;
Ένα πελώριο ψέμα θα σκεπάσει το πιο άγριο έγκλημα της χούντας, έργο του ίδιου του δικτάτορα, ένα έγκλημα, μια εκτέλεση που έγινε σταγόνα-σταγόνα και κράτησε 7 ολόκληρες μέρες. Ένας Γολγοθάς, μια σταύρωση βασανιστική, ένα έγκλημα ειδεχθές, αποτρόπαιο, γεμάτο οργή κι εκδίκηση για κείνο το τρελόχαρτο του δικτάτορα. Κι ήταν Μάης μήνας στην καρδιά της Άνοιξης.
Κι ο λαός που ήταν έτοιμος να σαρώσει σαν καταιγίδα ανοιξιάτικη τους εχθρούς της Δημοκρατίας, την καμαρίλα του παλατιού, που από τον Ιούλη του ’65 είχαν καταλύσει το Σύνταγμα, και τη λαοπρόβλητη κυβέρνηση του Γέρου της Δημοκρατίας.
Η Άνοιξη δεν ήρθε…
Κι η 29 του Μάη, που θα ψήφιζε ο λαός, ήταν κοντά κι η Δημοκρατία θα σάρωνε σαν λαίλαπα τους εχθρούς της. Κι ο Νικηφόρος, σαν το αηδόνι που φέρνει την Άνοιξη, σαν το δροσερό αεράκι του Αιγαίου, ήταν τότε η ελπίδα του λαού, ένας ηγέτης γέννημα, θρέμμα κι απόσταγμα του λαϊκού κινήματος, που πυρπολούσε τα πλήθη με τον πύρινο λόγο του, που έφερνε το μήνυμα μιας νέας άνοιξης στο νοσηρό πολιτικό κλίμα εκείνης της ταραγμένης εποχής. Μα η άνοιξη δεν ήρθε, ο Μάης δεν έφτασε λουλουδισμένος στο τέλος, στις εκλογές που θα γινόταν στις 29, αλλά τα τανκς κατέλυσαν το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία.
Το νήμα κόπηκε απ’ το σκοτεινό παρακράτος, που ο ίδιος κατακεραύνωνε με φωνή στεντόρια. Κι εκείνη την Άνοιξη οι ανθοί των δέντρων και των λουλουδιών δεν πρόλαβαν να δέσουν, λίγα μόνο λουλούδια ακούμπησε η Άνοιξη στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα στη Ρόδο.
Κι εμείς η γενιά των οραμάτων του Νικηφόρου, οι ναξιώτες, φοιτητές εκείνης της δρακογενιάς του 114, που Τον γνωρίσαμε, Τον ζήσαμε, Τον ακουμπήσαμε, Τον ακούγαμε με περηφάνια στις πλατείες, στους δρόμους, στα θέατρα των λαϊκών, εργατικών και φοιτητικών αγώνων και μας αγκάλιαζε με χαρά , μας ενέπνεε, μας καθοδηγούσε. Εμείς ορφανέψαμε ξαφνικά, αναπάντεχα, μείναμε μόνοι, χωρίς τον εμπνευστή, τον καθοδηγητή μας.
Εκείνη την Άνοιξη δεν δέσαν οι ανθοί στα δέντρα, πέσαν στη γη να σκεπάσουν το σώμα του άγρια δολοφονημένου αγωνιστή.
Μα ο Νικηφόρος μπορεί να δολοφονήθηκε στον ανθό της νιότης του, αλλά ο σπόρος που έσπειρε σαν ναξιώτης ζευγάς χώθηκε βαθιά στην καρπερή γη, φύτρωσε κι άνθισε και κάρπισε.
Ο Νικηφόρος είναι το όραμα της γενιάς μου, είναι η φλόγα που καίει αδιάκοπα στον νου, στην καρδιά, στην ψυχή, κάθε ώρα, κάθε στιγμή της ζήσης, από τότε κι ως σήμερα κι ως το τέλος, είναι η δύναμη που τραντάζει σύγκορμα το Είναι με εκείνη τη βροντώδη φωνή του, όταν απευθύνεται στον Λαό:
«Κουράγιο Έργη και ψηλά την κεφαλή σου»!!!
Διαβάστε επίσης: Η δολοφονία του Νικηφόρου Μανδηλαρά