Ο θεσμός της απόλυσης με όρους, ισχύει αν υπάρχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για όλους όσους καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινή, ακόμη και αν η καταδικαστική απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Ωστόσο, δεν υφίσταται απόλυση με όρους στα μέτρα ασφαλείας που λειτουργούν συμπληρωματικά ή αναπληρωματικά του ποινικού κολασμού. Ποιες είναι όμως οι νόμιμες προϋποθέσεις για να χορηγηθεί η απόλυση καταδίκου με όρους;
Ο νόμος επιβάλλει να έχει εκτιθεί από τον κατάδικο ένα ελάχιστο μέρος της ποινής του. Τα όρια που θέτει ο νόμος είναι τα ακόλουθα και αρμόδιος να σας τα αιτηθεί είναι ο ποινικολόγος (για οποιοδήποτε θέμα μπορείτε να απευθυνθείτε στον Ποινικολόγο Κωνσταντίνος Καμουζής σας: α) για όσους έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης θα πρέπει να έχουν εκτιθεί τα 2/5 της συνολικής ποινής. β) για όσους έχουν καταδικαστεί με πρόσκαιρη κάθειρξη η ελάχιστη έκτιση ανέρχεται στα 3/5 της συνολικής ποινής. γ) σε όσους έχουν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη το ελάχιστο όριο που θα πρέπει να έχουν παραμείνει στη φυλακή είναι 19 τουλάχιστον χρόνια.
Τα ελάχιστα όρια μειώνονται περισσότερο σε περίπτωση που ο κατάδικος είναι ηλικιωμένος. Αν λοιπόν ο κατάδικος έχει υπερβεί τα 70 έτη της ηλικίας του, τα 3/5 που απαιτούνται ως ελάχιστος χρόνος παραμονής στις φυλακές περιορίζονται στα 2/5, ενώ τα 19 χρόνια που απαιτούνται για την ισόβια κάθειρξη περιορίζονται στα 15 χρόνια. Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου κάθε μέρα ποινής υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο. Αν μάλιστα ο κατάδικος που έχει υπερβεί τα 65 έτη εργάζεται στη φυλακή, τότε κάθε μέρα ποινής υπολογίζεται ως 1 μιση.
Ως ποινή που εκτίθηκε για τη χορήγηση της απόλυσης με όρους θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά. Στον ευεργετικό υπολογισμό συνυπολογίζονται, όχι μόνον οι ημέρες εργασίας αλλά και οι ημέρες απασχόλησης σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης καθώς και οι ημέρες σπουδών. Οι ημέρες της άδειας πάντως δε θεωρούνται ημέρες εργασίας. Αν συντρέχουν οι αναφερθείσες προϋποθέσεις, η απόλυση του καταδίκου είναι υποχρεωτικό να διαταχθεί από το δικαστήριο. Συνήθως όμως η απόλυση του καταδίκου συνοδεύεται από περιοριστικούς όρους, που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και τον τόπο διαμονής του. Ο απολυόμενος βέβαια έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί την ανάκληση ή τροποποίηση των όρων αυτών. Ο μόνος λόγος δια του οποίου το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία του να αρνηθεί τη χορήγηση της απόλυσης είναι η κρίση του πως η διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησης του, ώστε να αποτραπεί από αυτόν η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Συνοψίζοντας, η απόλυση με όρους είναι υποχρεωτική αν έχουν συμπληρωθεί από τον κατάδικο τα ελάχιστα όρια ποινής και αν η διαγωγή του στο σωφρονιστικό κατάστημα είναι κόσμια.