Κομμάτια λάβας από την καταστροφή της Πομπηίας, αρχαιοελληνικά αγγεία από την Πάρο, ερείπια μεσαιωνικών φούρνων και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, ακόμα και από την προϊστορική εποχή, οδηγούν τους επιστήμονες στην καταγραφή των μεταβολών του μαγνητικού πεδίου της Γης τα τελευταία 3.000 και πλέον χρόνια.
Και οι μεταβολές αυτές αποκαλύπτουν, σε μεγάλο βαθμό, τις κλιματικές αλλαγές που σημειώθηκαν ανά τους αιώνες στη Γη, αλλά δίνουν και πλήθος άλλων πληροφοριών στις επιστήμες της Γεωλογίας, της Αρχαιολογίας και της Γεωδυναμικής.
Σήμερα, ο ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος του Αρχαιομαγνητισμού, βασίζεται στην καταγραφή του μέσα από αρχαιολογικά υλικά, καθώς οι πληροφορίες για αναταράξεις του μαγνητικού πεδίου προέρχονται από διάφορες αποθέσεις, γιατί ο μαγνητικός προσανατολισμός τους είναι αρκετά εύκολο να διαπιστωθεί. Συγκεκριμένα, οι κρύσταλλοι από ορυκτά που περιέχουν σίδηρο όταν θερμαίνονται (στους 400 και 500 βαθμούς Κελσίου) και στη συνέχεια ψύχονται, διατηρούν τις «πληροφορίες» για το μαγνητικό πεδίο εκείνης της εποχής (παραμένουσα μαγνήτιση).
«Η χρήση της φωτιάς στην ανθρώπινη δραστηριότητα και η αφθονία αντικειμένων από ψημένο πηλό διαχρονικά επέτρεψαν μια νέα μέθοδο χρονολόγησης την αρχαιομαγνητική, μειωμένου κόστους, σημαντικής αποτελεσματικότητας ακόμα και όταν δεν μπορεί να δώσει χρονολόγηση υψηλής ακρίβειας» τόνισε η ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ Δέσποινα Κοντοπούλου, στη διάρκεια διάλεξής της, με θέμα: «Το Μαγνητικό Πεδίο της Γης: Μια καταγραφή της μεταβολής του από την προϊστορία μέχρι σήμερα μέσα από αρχαιολογικά ευρήματα», προσθέτοντας ότι «η σύνδεση των χαρακτηριστικών του Γεωμαγνητικού Πεδίου, όπως αυτό καταγράφεται στους ψημένους πηλούς , με τις κλιματικές αλλαγές, ανοίγει νέα προοπτικές στο φλέγον αυτό θέμα , αν και υπάρχει ακόμα μεγάλο περιθώριο βελτιώσεων».
Η αναστροφή των πόλων διαρκεί αρκετές χιλιάδες χρόνια
Στο ερώτημα που τέθηκε, σχετικά με το ενδεχόμενο αναστροφής των πόλων της Γης και πιθανές επιπτώσεις, η κ. Κοντοπούλου εμφανίστηκε καθησυχαστική, υπογραμμίζοντας ότι το μαγνητικό πεδίο τα τελευταία 150 «αδυνατίζει», μειώνεται η έντασή του. «Όμως θεωρώ ότι δεν πηγαίνομε σε μια αναστροφή. Και να γίνει αυτό θα διαρκέσει αρκετές χιλιάδες χρόνια. Στη διάρκεια της ζωής μας, ακόμα και των εγγονών μας δεν πρόκειται να συμβεί και δεν πρέπει να μας απασχολεί»., είπε.
Όπως ανέφερε, πρόσφατες αρχαιομαγνητικές μελέτες για τα τελευταία 3.000 χρόνια, βασισμένες σε μεγάλα σύνολα δεδομένων από χώρες της Δ. Ευρώπης και τη Συρία (Μεσοποταμία), αποκάλυψαν την ύπαρξη απότομων «εκτινάξεων» του ΓΜΠ, με μέγιστες τιμές έντασης και οξείες μεταβολές της διεύθυνσης (Gallet et al., 2003).
Επισήμανε χαρακτηριστικά ότι σύμφωνα με όσο έγινα γνωστά από επιστημονικές μελέτες δεδομένων, συνολικά εμφανίζονται καθαρά 4 τέτοιες “ανωμαλίες” από κλιματικές αλλαγές. Δύο το στο 800 π.Χ. και το 200 μ. Χ. και δύο στο 800 μ.Χ. και 1.400 μ. Χ. «Οι κλιματικές αλλαγές εκτός από την εξάρτησή τους από την τροχιά της γης γύρο από τον ήλιο εμφανίζονται και σε μικρότερη κλίμακα δεκάδων ή εκατοντάδων χρόνων. Π.χ. 1550 μ.Χ., 1850 μ.Χ. (μικρή παγετώδης περίοδος) και 900 – 1300 μ.Χ. (θερμή περίοδος του Μεσαίωνα). Αυτές συνδέονται με μεταβολές της ηλιακής δραστηριότητας (αριθμός ηλιακών κηλίδων και aurorae). Θεωρείται ότι το κλίμα ήταν ψυχρότερο σε περιόδους μικρότερης ύπαρξης κηλίδων και aurorae και το αντίστροφο. Παρά το ότι ο συσχετισμός είναι ακόμη υπό έρευνα, υπήρξε επιτυχής σε αρκετές περιπτώσεις», σημείωσε η ομότιμη καθηγήτρια.
Μετρήσεις του μαγνητικού πεδίου
Η διάλεξη πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια διαδικτυακής εκδήλωσης που συνδιοργανώθηκε από τo Αριστοτέλειο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Θεσσαλονίκης (ΑΜΦΙΘ), το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου και το Διιδρυματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών. Όπως αναφέρθηκε, απευθείας μετρήσεις του γήινου μαγνητικού πεδίου ξεκίνησαν προοδευτικά περί το 1.600 μ,Χ, από το Παρίσι, το Λονδίνο και αργότερα στη Ρώμη. Αυτό έθεσε τη βάση για τα σύγχρονα Γεωμαγνητικά Παρατηρητήρια (Geomagnetic Obsarvatories) όπου τα στοιχεία του ΓΜΠ καταγράφονται συνεχώς. Η σημαντική μεταβολή τους στη διάρκεια του χρόνου έγινε γρήγορα αντιληπτή και άρχισε να μελετάται συστηματικά. Η στοιχειοθέτηση της ύπαρξης μαγνήτισης στα φυσικά αυτά πετρώματα δημιούργησε ένα νέο κλάδο της Γεωφυσικής, τον «Παλαιομαγνητισμό». Η ανάπτυξή του εκτινάχτηκε μετά τη δεκαετία του 1960 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα συμβάλλοντας αποφασιστικά στην επίλυση περίπλοκων γεωδυναμικών ζητημάτων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στα τέλη του 1.800, ο Ιταλός G. Folaheraiter μέτρησε πειραματικά τη μαγνήτιση σε τούβλα ρωμαϊκής περιόδου και απέδειξε ότι αυτή είχε διατηρηθεί σταθερή στη διάρκεια 2.000 ετών (!). Το 1942 με τη μέθοδο δειγματοληψίας σε αρχαιολογικά ευρήματα από ψημένο άργιλο (Emile et Odile Thellier) άρχισε να εφαρμόζεται η πρωτότυπη μέθοδος για του υπολογισμό της έντασης του ΓΜΠ χρησιμοποιώντας τούβλα του 1465 μ.Χ. Η μέθοδος αυτή, αυτόφια ή τροποποιημένη, εφαρμόζεται μέχρι σήμερα.