«Άκουγα για άλλους που μείνανε εδώ 20-30 χρόνια και με έπιανε πανικός. Είχα αποφασίσει ότι εγώ θα μείνω λίγα χρόνια, να μαζέψω λεφτά και να γυρίσω στην πατρίδα». O Μιχάλης Χριστάκης τελικά ξεπέρασε τον πανικό, έμεινε πάνω από μισό αιώνα σε αυτόν τον τόπο και θα συνεχίσει να ζει εκεί. Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε στις περισσότερες διηγήσεις που γίνονταν μπροστά από μια ανοιχτή τηλεόραση, η οποία έπαιζε το «Στην υγειά μας», ανάμεσα σε καδραρισμένα πόστερ ελληνικών νησιών και με το φόντο του Μισισιπή στο βάθος του παραθύρου. Η ιστορία των Ελλήνων της Αμερικής είναι από τις πιο γοητευτικές και συνάμα ανεξερεύνητες πτυχές της συγκρότησης όχι μόνο του σύγχρονου ελληνικού κράτους αλλά και του αμερικανικού. Μόλις την τελευταία 25ετία η Ελλάδα εξαιτίας της γεωπολιτικής της θέσης βρέθηκε στο σταυροδρόμι των ανακατατάξεων που συντελέστηκαν στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή και μετατράπηκε σε χώρα υποδοχής προσφύγων και μεταναστών. Συγκροτήθηκε όμως ως χώρα εξαγωγής μεταναστών με αποτέλεσμα οι περισσότερες οικογένειες να περιμένουν ένα υπερατλαντικό τηλεφώνημα από κάποιον συγγενή ή φίλο.
Η Αμερική υπήρξε το προνομιακό και ακατέργαστο πεδίο υποδοχής ανθρώπινου δυναμικού σε μια εποχή που η Ευρώπη ταλανιζόταν από οικονομικές ή πολεμικές κρίσεις και αυτό που ύστερα κωδικοποιήθηκε ως «αμερικανικό όνειρο» φέρει τη σφραγίδα αυτού του πολυεθνικού μωσαϊκού. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά δεδομένα της δεκαετίας του 2000, στις ΗΠΑ ζουν 1,3 εκατομμύρια άτομα ελληνικής καταγωγής. Κι αν όταν ακούει κάποιος για τους Ελληνες της Αμερικής το μυαλό του πάει αυτόματα στην Αστόρια ή στο Σικάγο, παρ’ όλα αυτά η αρχαιότερη ελληνική κοινότητα της Αμερικής βρίσκεται στη Νέα Ορλεάνη και συμπλήρωσε ήδη 150 χρόνια ζωής. Εδώ, στην καρδιά του σκληρού και πολυτάραχου Αμερικανικού Νότου, με τα ευλογημένα εδάφη και την κατάρα των τυφώνων, στα μονοπάτια της δουλείας και της κρεολικής παράδοσης και στον αστερισμό της μουσικής, διαμορφώθηκαν εκείνες οι συνθήκες που κάνουν την ιστορία των Ελλήνων της Νέας Ορλεάνης ξεχωριστή, παρότι κρυμμένη στις περίπλοκες καμπές των περήφανων αλλά και σκοτεινών στιγμών της.
Το πρώτο ίχνος ελληνικής παρουσίας γυρνάει το ρολόι στην εποχή των αποικιών.
Ο αθηναϊκής καταγωγής Μιχαήλ Δράκος έφτασε στη Νέα Ορλεάνη το 1760. Στο Μουσείο της Λουιζιάνας φυλάσσεται μια προσωπογραφία του. Είχε υπηρετήσει στον ισπανικό στρατό αλλά πολέμησε με τους Αμερικανούς για την ανεξαρτησία τους και ως επιβράβευση του δόθηκαν προνόμια γης και εξελίχθηκε σ’ έναν σημαντικό έμπορο της περιοχής. Παντρεύτηκε ντόπια στον Καθολικό Ναό το 1775. Ούτως ή άλλως, οι πρώτοι Ελληνες που έφτασαν τότε στη Λουιζιάνα τελούσαν όλα τα μυστήρια στους καθολικούς ναούς και ενστερνίζονταν την καθολική πίστη, ελλείψει ίσως κάποιας άλλης εναλλακτικής.
Το 1803 η Αμερική αγόρασε τη Λουιζιάνα από τους Γάλλους. Κάπου τότε φαίνεται να στάλθηκαν τα πρώτα γράμματα ελλήνων μεταναστών στην πατρίδα τους. Συγκεκριμένα, στο Μουσείο της Νέας Ορλεάνης υπάρχουν τρία γράμματα του Νίκου Τυρισάκου (με την επιφύλαξη ότι το όνομα καταγράφηκε με βάση τη φωνητική κατανόηση) του 1802 και του 1803. Ενα απ’ αυτά απευθύνεται στη μητέρα του και αποκρυσταλλώνει όλη τη συγκινησιακή φόρτιση του ανθρώπου που βρίσκεται στην ξενιτιά: «Χαιρετίσματα, μανούλα μου, σου φιλώ το χέρι. Λείπω τώρα έξι χρόνια από κοντά σας. Είμαι παντρεμένος μ’ ένα κορίτσι εδώ που ο πατέρας της είναι Ρωμιός…».
Μια εμβληματική φυσιογνωμία για την ιστορία της κοινότητας υπήρξε ο Νικόλαος Μπενάκης, γόνος της γνωστής ελληνικής οικογένειας – παρότι συχνά δεν εμπεριέχεται στο γενεαλογικό της δέντρο – που έφυγε από τη Χίο μετά την καταστροφή του νησιού το 1822 και έφτασε στη Νέα Ορλεάνη το 1848. Οι προφορικές μαρτυρίες λένε ότι έφτασε με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους που πέθαναν στη συνέχεια από κίτρινο πυρετό και ο ίδιος ξαναπαντρεύτηκε. Ο Μπενάκης ήταν συνεργάτης της ελληνικής επιχείρησης Ralli Bros που ασχολούνταν με την εξαγωγή βαμβακιού και ζάχαρης. Ασχολήθηκε επίσης με τις τράπεζες και το real estate. Δεν άφησε διαθήκη και οι δικοί του κατέληξαν στα δικαστήρια για να διευθετήσουν τις κληρονομικές εκκρεμότητες. Ο επισκέπτης θα βρει το ιστορικό του σπίτι στην οδό Espanade μαζί μ’ ένα πωλητήριο ύψους 3 εκατομμυρίων δολαρίων, αφού κανένας απόγονος της οικογένειας δεν ζει πλέον στην πόλη.
Ο Αβραάμ Λίνκολν με έγγραφό του το 1864 αναγνωρίζει τον Νικόλαο Μπενάκη ως Έλληνα πρόξενο στη Νέα Ορλεάνη και έτσι ο Μπενάκης καταγράφηκε ως πρώτος πρόξενος της Ελλάδας σε πόλη της Αμερικής. Η λιγότερο γνωστή σελίδα στην ιστορία των Ελλήνων της Αμερικής γράφτηκε εκείνες τις ημέρες που μαινόταν ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Τα στρατιωτικά αρχεία δείχνουν ότι σίγουρα ορισμένοι από τους Ελληνες της Νέας Ορλεάνης πολέμησαν στον Εμφύλιο στο πλευρό των Νoτίων. Στις 22 Ιουλίου του 1861 μεταξύ των 73 ανδρών που στρατεύτηκαν στο Camp Moore της Λουιζιάνας υπήρχαν και έξι που δήλωσαν ως χώρα γέννησης την Ελλάδα (Paoli Agius, Francisco Liappi, John George Metalieno, Andre Nocole, Christophoro Salonicho, Constantino Villisariez). Επίσης διασώζεται δημοσίευμα εκείνης της περιόδου που αναφέρεται στο «Greek Company» ως τμήμα του στρατού των Νοτίων. Εκτιμάται από τους ιστορικούς ότι σ’ αυτό υπηρετούσαν όχι μόνο Ελληνες, αλλά γενικά ορθόδοξοι πληθυσμοί της Λουιζιάνας.
Επιπλέον διασώζεται ένα τμήμα της αλληλογραφίας ορισμένων ευρωπαίων πρόξενων (και του Μπενάκη) με τον Στρατηγό Μπάτλερ, όπου του ζητούν να άρει τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί από τον κυβερνητικό στρατό στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης για να μπορούν να πραγματοποιούν τις εμπορικές τους συναλλαγές. Σε μία από τις επιστολές επικαλούνται μάλιστα την περίπτωση ενός έλληνα εμπόρου, του Κόβα, που είχε πληγεί στην εξαγωγή ζάχαρης. Εχει ενδιαφέρον όμως η απάντηση του Στρατηγού, στην οποία υπαινίσσεται ότι αυτή η δραστηριότητα του κ. Κόβα ήταν εργαλείο για τη χρηματοδότηση του οπλισμού της ανταρσίας των Νοτίων. Η ιστορική μελέτη δείχνει ότι οι Ελληνες της Αμερικής ανάλογα με την περιοχή στην οποία ζούσαν πολέμησαν στη μία ή την άλλη πλευρά του Εμφυλίου. Ετσι ορισμένοι Ελληνες της Νέας Ορλεάνης συντάχθηκαν με την «κακή πλευρά» της Ιστορίας, είτε για λόγους απόκτησης της υπηκοότητας είτε για λόγους οικονομικών συμφερόντων. Καταγράφονται τουλάχιστον 12 πλούσιες οικογένειες πλουσίων Ελλήνων που ασχολούνταν με το εμπόριο βαμβακιού, το οποίο, ως γνωστόν, στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση των μαύρων στα σκλαβοχώραφα του Νότου.
Το 1865 ο Μπενάκης κινεί πρωτοβουλίες για τη δημιουργία μιας ορθόδοξης εκκλησίας για τις χριστιανικές κοινότητες της Νέας Ορλεάνης, αλλά ήδη από το 1864 τα στοιχεία δείχνουν ότι τελούνταν λειτουργίες στο σπίτι του. Ο Ναός της Αγίας Τριάδος φτιάχτηκε σε ένα οικόπεδο του Μπενάκη στην περιοχή Treme και αποτέλεσε την πρώτη ελληνορθόδοξη εκκλησία σε ολόκληρη τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Με την πάροδο του χρόνου ο ελληνικός πληθυσμός αυξήθηκε και ο Ναός της Αγίας Τριάδος μετακόμισε σ’ έναν μεγαλύτερο χώρο δίπλα στο Bayou (το ποτάμι που διατρέχει την πόλη) μαζί με το Ελληνικό Κέντρο Πολιτισμού και το σχολείο που είναι συνδεδεμένο μαζί του. Εκτοτε, παρά τους κλυδωνισμούς της Αρχιεπισκοπής της Αμερικής που διαπερνούν και την τοπική Εκκλησία, αυτή εξακολουθεί να αποτελεί το κύτταρο της κοινότητας στη Νέα Ορλεάνη.
Η απογραφή του 1850 έδειξε 150 άτομα ελληνικής καταγωγής στη Νέα Ορλεάνη. Αυτοί ήταν κυρίως έμποροι που κατέφθασαν εδώ εξαιτίας της δεσπόζουσας θέσης που είχε το λιμάνι της Νέας Ορλεάνης και κάποιοι φτωχοί άνθρωποι κυρίως από τις περιοχές που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές κατά την Επανάσταση. Για παράδειγμα, αμερικανοί ιεραπόστολοι έφεραν σε διάφορες Πολιτείες της Αμερικής ορφανά παιδιά από τη Χίο. Μέχρι τότε όμως η ροή παρέμενε περιορισμένη. Το πρώτο μεγάλο κύμα μετανάστευσης στην Αμερική ξεκίνησε το 1880, διήρκεσε μέχρι το 1920 και υπολογίζεται σε 421.000 άτομα. Η σταφιδική κρίση και η πτώχευση του 1893 οδήγησαν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και κυρίως των αγροτών από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα στην αναζήτηση καλύτερης τύχης σε μια συγκυρία που η Αμερική έψαχνε εργατικά χέρια.
H Pauline Karidas, 90 ετών σήμερα, έχει γεννηθεί στη Νέα Ορλεάνη από έλληνες γονείς του πρώτου κύματος μετανάστευσης. Οι γονείς της είχαν ένα εστιατόριο και έναν φούρνο στην πόλη όταν ξέσπασε η Μεγάλη Υφεση του 1929 και η ίδια ανακαλεί εκείνες τις μνήμες με αρκετά ζωντανό τρόπο: «Ο πατέρας μου στο Κραχ έχασε τα πάντα γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει φόρους και τράπεζες. Κατάφερε να κρατήσει μόνο το σπίτι που μέναμε. Ημουν πολύ μικρή αλλά θυμάμαι ότι είχαμε μια μαύρη νταντά στο σπίτι. Η μητέρα μου της ανακοίνωσε μια μέρα ότι δεν μπορούσε πλέον να την πληρώνει και εκείνη ζήτησε να την κρατήσουμε στο σπίτι χωρίς λεφτά γιατί δεν είχε πουθενά αλλού να πάει».
Η ιστορία της ελληνικής κοινότητας είναι πολύ επηρεασμένη από τους έντονους μετασχηματισμούς που βίωνε η αμερικανική κοινωνία. Πριν προλάβει να συνέλθει από τα απομεινάρια του Εμφυλίου, ήρθε αντιμέτωπη με το ρατσιστικό παραλήρημα της Κου Κλουξ Κλαν, το οποίο δεν στράφηκε μόνο εναντίον των μαύρων πληθυσμών αλλά συλλήβδην εναντίον των μεταναστών. Ηταν ένας από τους λόγους για τους οποίους συγκροτήθηκε η μεγαλύτερη ελληνοαμερικανική οργάνωση, η ΑΧΕΠΑ, ως ανάχωμα στην αντιμεταναστευτική ρητορική της Κου Κλουξ Κλαν και δίκτυο υποστήριξης των Ελλήνων. Βασική στρατηγική της ΑΧΕΠΑ ήταν η ενσωμάτωση των Ελλήνων στον κοινωνικό ιστό της Αμερικής, αν και υπάρχουν ισχυρές αιτιάσεις ότι η στάση της οδήγησε τελικά σε αφομοίωση και απώλεια των ταυτοτικών χαρακτηριστικών. Ως ορόσημο – από πολλές απόψεις – λειτούργησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατ’ αρχάς, η σθεναρή αντίσταση του ελληνικού λαού στη ναζιστική κατοχή αύξησε το γόητρο της Ελλάδας παγκοσμίως με αποτέλεσμα και οι Ελληνες της Νέας Ορλεάνης να δηλώσουν πιο φωναχτά την καταγωγή τους. «Τότε ήταν ίσως η πρώτη φορά που γεμίζαμε με περηφάνια όταν λέγαμε ότι ήμασταν Ελληνες» μου εξομολογήθηκαν αρκετοί. Πολλοί επίσης συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του αμερικανικού στρατού. Στην Αγία Τριάδα υπάρχουν τα πορτρέτα 35-40 ελλήνων ανδρών βετεράνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη μνήμη των οποίων είναι αφιερωμένο το Ελληνικό Φεστιβάλ που γίνεται κάθε Μάιο στη Νέα Ορλεάνη συγκεντρώνοντας πάνω από 30.000 επισκέπτες σ’ ένα τριήμερο ελληνικών γεύσεων και μουσικών.
Επί της ουσίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο ξεκίνησε ένα δεύτερο ρεύμα μετανάστευσης προς την Αμερική. Η ιστορία του Γιάννη Κοντιτσιώτη, 82 ετών, ενός από τα παλιότερα μέλη της κοινότητας στη Νέα Ορλεάνη, είναι χαρακτηριστική: «Εβγαλα το γυμνάσιο στη Σπάρτη, σε δύσκολους καιρούς. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει σε ηλικία 27 ετών. Θυμάμαι στις 28 Οκτωβρίου που χτυπούσαν οι καμπάνες και η μάνα μου έκλαιγε γιατί ο αδελφός της έφευγε για τον πόλεμο. Ο κόσμος τότε πέθαινε συνέχεια. Δεν ήταν ζωή αυτή. Ηρθα το 1952 από τη Σπάρτη με το καράβι “Φρειδερίκη”. Μας κατέβασαν στο Ellis Island για έλεγχο. Τα πρώτα χρόνια πήγαινα σχολείο το πρωί και δούλευα το βράδυ. Μετά ασχολήθηκα με τα εστιατόρια, όπως κάνανε οι περισσότεροι Ελληνες τότε. Θα σου πω την αλήθεια: Δεν σκέφτηκα να γυρίσω πίσω και τώρα που μαθαίνω ότι οι νέοι στην Ελλάδα βγάζουν το πανεπιστήμιο και δεν έχουν πού να δουλέψουν στεναχωριέμαι πολύ».
Με τα λόγια του Μιχάλη Χριστάκη ξεκίνησε αυτό το οδοιπορικό. Οταν πέρασα το κατώφλι του σπιτιού του ήταν σαν να μπαίνω σε μια μηχανή του χώρου με μουσικό χαλί τον Καζαντζίδη, μια τηλεόραση κολλημένη στα ελληνικά δορυφορικά κανάλια και τοίχους γεμάτους κιτρινισμένες οικογενειακές φωτογραφίες. Ο Μιχάλης ήρθε με την οικογένειά του το 1960 από τη Χίο ταξιδεύοντας 11 ημέρες με το βαπόρι. «Δύο δουλειές έκανα κάποια στιγμή. Ηθελα να μαζέψω λεφτά να πάρω ένα ποδήλατο. Θυμάμαι μια μέρα που ξόδεψα 90 σεντ για να πάω σινεμά κι ο πατέρας μου έβαλε τις φωνές. Αποφάσισα να πάω στο νυχτερινό σχολείο για να ‘χω καλύτερη τύχη και μετά έπιασα δουλειά σε μια εταιρεία που έφτιαχνε ηλεκτρονικά». Ο Μιχάλης θυμάται την πρώτη φορά που ξαναπήγε στην Ελλάδα ύστερα από δέκα χρόνια: «Οταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο μ’ έπιασε ανατριχίλα. Ηταν συνήθεια τότε οι νέοι να πηγαίνουν στην Ελλάδα για προξενιό. Μου είχαν κάνει τρία-τέσσερα προξενιά αλλά δεν μ’ άρεσε. Εμείς τα Ελληνοκόριτσα δεν θέλαμε να τα κοροϊδεύουμε. Ή θα τα παντρευόμασταν ή τίποτα. Γνώρισα τη γυναίκα μου στη Χίο και παντρευτήκαμε. Ξέρεις, εγώ κι ο αδελφός μου παντρευτήκαμε στην Ελλάδα σαν ορφανοί, γιατί οι γονείς μας δεν ήθελαν να χαλάσουν τις οικονομίες τους για τα εισιτήρια». Ο Μιχάλης μού διηγείται πως κατά τη διάρκεια της χούντας, όταν ταξίδευε στην Ελλάδα, τους πήγαινε στα κρυφά τις κασέτες με τα τραγούδια του Θεοδωράκη και πως αντέδρασαν συντεταγμένα κατά την εποχή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο με διαβήματα διαμαρτυρίας και αποστολή οικονομικής βοήθειας. Μεταξύ άλλων, μου αποκαλύπτει και την προσωπική του διαφοροποίηση ως προς την ΑΧΕΠΑ: «Οταν γκρεμίστηκε το άγαλμα του Τρούμαν στην Ελλάδα, η ΑΧΕΠΑ έδωσε τα λεφτά για την ανοικοδόμησή του. Τότε έφυγα από την οργάνωση. Επιπλέον η ΑΧΕΠΑ ποτέ δεν αντιστάθηκε στις κινήσεις της Αρχιεπισκοπής να επικρατήσουν τα αγγλικά στις ορθόδοξες εκκλησίες. Εδώ, κάθε φορά που έρχεται και καινούργιος παπάς προσθέτει περισσότερα αγγλικά στη λειτουργία». Με αυτή την ανάμεικτη αίσθηση πίκρας και νοσταλγίας με αποχαιρέτισαν ο Μιχάλης και η Λουκία, η γυναίκα του, με τον πατροπαράδοτο τρόπο, με ένα τεράστιο πεσκέσι με φαγητά.
Η ελληνική κοινότητα τίμησε στο ακέραιο το πρωτόκολλο της φιλοξενίας απέναντί μας. Τις ημέρες που πέρασα μαζί τους ένιωσα να ζωντανεύει μπροστά μου αυτό το σκληρό κομμάτι της Ιστορίας της ελληνικής μετανάστευσης. Ανακάλυψα αθέατα κομμάτια αυτού του παρελθόντος, όπως την ιστορία του Γιάννη Κουλουμπή, που ήρθε το 1960 στο πλαίσιο ενός προγράμματος μετεκπαίδευσης της πολεμικής αεροπορίας και δεν έφυγε ποτέ. Αναβίωσα την τρομακτική εποχή των φυλετικών διακρίσεων στις εκμυστηρεύσεις του Σταμάτη Γαβρογιάννη: «Οταν ξεκίνησα με το τρένο από τη Νέα Υόρκη για Νέα Ορλεάνη καθόμουν σε μια γωνία με όλους μαζί, όταν το τρένο πέρασε την Ατλάντα έβλεπα τους μαύρους να φεύγουν και να έρχονται οι λευκοί. Απόρησα και αρκετά αργότερα κατάλαβα γιατί συνέβαινε αυτό, όταν είδα τους δρόμους και τα λεωφορεία με τις ταξινομήσεις για λευκούς και μαύρους». Ο Σταμάτης σ’ όλη του την πορεία δεν έδωσε σημασία σ’ αυτούς τους διαχωρισμούς. Συνεργάστηκε με πολλούς Αφροαμερικανούς και ακόμη μνημονεύει τον μαύρο γείτονά του που τον βοήθησε το 1965 μετά το χτύπημα του τυφώνα Μπέτι. Δεν διέκρινα σ’ όλους τους συνομιλητές μου το ίδιο αντιρατσιστικό πάθος.
«Το καλό της Αμερικής είναι ότι όποιος θέλει να δουλέψει θα βρει την ευκαιρία να προοδεύσει. Οποιος φεύγει από την πατρίδα του είναι δύσκολο. Εδώ αισθάνομαι μια ευθύνη απέναντι στους νέους που έρχονται σήμερα από την Ελλάδα. Μου θυμίζουν τον πατέρα μου» υποστηρίζει ο Κώστας Βέννης, δικηγόρος και πρόεδρος της κοινότητας. Σήμερα η ελληνική κοινότητα στη Νέα Ορλεάνη μετράει περίπου 400 οικογένειες και έχει υποστεί με τη σειρά της μεταβολές στο εσωτερικό της. Ενώ η παλιά γενιά γέμισε την πόλη με εστιατόρια, τα παιδιά τους σπούδασαν και οι καριέρες τους έχουν μοιραστεί σε διαφορετικά επαγγέλματα. Τότε το λιμάνι πλημμύριζε έλληνες ναυτικούς που διασκέδαζαν στα πέντε ελληνικά μπουζουξίδικα που υπήρχαν. Μετά οι εφοπλιστές στράφηκαν σε φθηνότερα εργατικά χέρια και τα μπουζούκια σίγησαν. Βέβαια ο ταξιδιώτης θα εκπλαγεί όταν μπαίνοντας στο μπαράκι Fitzel’s στην ιστορική Bourbon street θα αντικρίσει ένα κασκόλ του Παναθηναϊκού κρεμασμένο στον τοίχο. Παρότι ο Βασίλης Ζαργάνης ως ποδοσφαιριστής έπαιξε στον Ακράτητο κουβάλησε ως την άκρη του κόσμου την αγάπη του για τους «πράσινους». Ενώ στην καρδιά της French Quarter όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσεις θα πέσεις επάνω στο εμβληματικό Market Café. Η Αγγελική Τσατσούλη από τη Ναύπακτο άνοιξε αυτό το μαγαζί το 1982. Παρακολουθεί κι αυτή με αγωνία τις εξελίξεις στην Ελλάδα και διερωτάται «πώς γίνεται ο σύζυγός μου να πληρώνει εδώ για φόρους 375.000 ευρώ τον χρόνο και ένας φίλος μας εφοπλιστής στην Ελλάδα με 25 καράβια να πληρώνει μόλις 15.000».
Τα μέλη της κοινότητας έχουν εξασφαλίσει πλέον ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής στην πλειονότητά τους. Αυτό φαίνεται πως αποτελεί συνισταμένη για τους περισσότερους Ελληνοαμερικανούς μιας και παλιότερη έρευνα κατέδειξε ότι οι Ελληνες της Αμερικής έχουν τα υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και οικονομικής ευμάρειας στις ΗΠΑ μετά τους Εβραίους. Υπάρχουν, όπως πληροφορήθηκα, περίπου 11 οικογένειες στην κοινότητα που ζουν σε συνθήκες φτώχειας και τις στηρίζει το τοπικό παράρτημα της «Φιλοπτώχου» της ενορίας. Μια από τις χειρότερες εμπειρίες που είχε η κοινότητα – όπως και ολόκληρη η πόλη της Νέας Ορλεάνης – ήταν ο τυφώνας Κατρίνα πριν από δέκα χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εκκλησίας, 238 οικογένειες ανέφεραν μικρές ή μεγάλες ζημιές στις οικείες τους εξαιτίας του Κατρίνα, ενώ πέθανε και ένας Ελληνας στη συνοικία St Bernard Louis. «Ολόκληρη η κοινότητα επηρεάστηκε από τον τυφώνα. Η εκκλησία καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό, έφυγε η σκεπή και γέμισε νερά, χάθηκαν ορισμένα αρχεία και αντικείμενα. Εμείς, όταν καταλάβαμε ότι θα είναι ισχυρός ο τυφώνας, φύγαμε. Πήγαμε στο New Iberia στη Λουιζιάνα. Σκέψου ότι κάναμε δέκα ώρες για μια απόσταση δύο ωρών από την ουρά που είχε σχηματιστεί. Το σπίτι μας έπαθε ζημιά και κράτησαν έξι μήνες οι εργασίες αποκατάστασης. Αυτό είναι το δικό μας τραύμα, όπως ήταν για τους γονείς μας ο πόλεμος» μου λέει η Magdalene Spirros Maag.
Η Μάγκι – όπως την έμαθα εγώ – μελετάει το αρχείο της Εκκλησίας και η συνεισφορά της υπήρξε πολύτιμη σ’ αυτή τη διαδρομή. Μ’ εντυπωσίασε η προσκόλληση της κοινότητας στην Εκκλησία και της ζήτησα να μου την εξηγήσει: «Η Εκκλησία σού δίνει τη δυνατότητα να εκφράσεις το θρησκευτικό σου συναίσθημα. Πέρα όμως από αυτό, δημιουργεί μια αίσθηση κοινότητας, σου παρέχει ένα ασφαλές μέρος να είσαι Ελληνας, έναν τρόπο να περιφρουρήσεις την ελληνική κουλτούρα και σου δείχνει έναν δρόμο για να παράγεις φιλανθρωπικό έργο» απαντάει. Εδώ βρήκαν καταφύγιο και πιο πρόσφατα μέλη της κοινότητας. Ο 44χρονος Δημήτρης Βατάκης, ο οποίος ήρθε πριν από τρία χρόνια εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και αφού πέρασε από την οικοδομή βρήκε δουλειά στην Αγία Τριάδα. Επίσης, ο Ματθαίος Φαφαλιός, μηχανικός σ’ ένα πλοίο ελληνικών συμφερόντων με φιλιππινέζικο πλήρωμα. Οταν έπιασαν στο λιμάνι της Νέας Ορλεάνης, το πλήρωμα τον κατήγγειλε ότι έριξε νερά αναμεμειγμένα με λάδια στη θάλασσα, πέρασε από δικαστήριο, του επιβλήθηκε ποινή ενός έτους με δικαστική επιτήρηση και τώρα φορώντας «βραχιολάκι» κάνει κοινωνική εργασία στον ναό.
Εχουν και οι δύο μια αίσθηση προσωρινότητας κι ένα βλέμμα στραμμένο στην επιστροφή. Ισως σαν κι αυτό που είχαν και οι πρώτοι Ελληνες ενάμιση αιώνα πριν και τις περισσότερες φορές έμεινε ανεκπλήρωτο. Ρίζωσαν σ’ αυτή την πανέμορφη και σκληρή πόλη, εκλαμβάνοντας την πατρίδα περισσότερο ως μνήμη και βίωμα και λιγότερο ως χωροταξική ζώνη.
Πηγή: BHmagazino
Φώτο: Αλέξανδρος Κατσής
(Visited 69 times, 1 visits today)