Ερώτηση προς τον Υπουργό Υγείας με θέμα «Καθολικό αίτημα των φορέων και του λαού της Σαντορίνης η ένταξη του Γ.Ν.Θ. στο ΕΣΥ» κατέθεσαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Συρμαλένιος και Ανδρέας Ξανθός.
Μετά την πρόσφατη επίσκεψή τους στο Γενικό Νοσοκομείο Θήρας, οι κ.κ. Συρμαλένιος και Ξανθός κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υγειονομική μονάδα της Σαντορίνης «βαθμιαία βρίσκεται σε τροχιά απαξίωσης».
Σημαντικές ελλείψεις παρατηρούνται σε ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό, αλλά και σε υλικά κι εξοπλισμό, ενώ σοβαρό πρόβλημα παραμένει το καθεστώς εργασίας, καθώς και η εξεύρεση αξιοπρεπούς και προσιτής κατοικίας στο νησί. Σε όλα αυτά, έρχεται, βέβαια, να προστεθεί και η εξουθένωση που προέρχεται από την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Τα παραπάνω έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία και αναστάτωση στους φορείς και τους κατοίκους τόσο της Σαντορίνης, όσο και των γειτονικών νησιών, οι οποίοι αγωνιούν για τη συνέχιση λειτουργίας αλλά και την αναβάθμιση του νοσοκομείου, γι’ αυτό και οι δυο βουλευτές ρωτούν τον αρμόδιο υπουργό αν προτίθεται:
α) να αντιμετωπίσει θετικά το καθολικό πλέον αίτημα για ένταξη του Γ.Ν.Θ. στο ΕΣΥ,
β) να αντιμετωπίσει άμεσα τα οξυμένα προβλήματα του νοσοκομείου και
γ) να διερευνήσει λύσεις αντιμετώπισης του στεγαστικού προβλήματος του προσωπικού, σε συνεργασία και με την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Αναλυτικά, το περιεχόμενο της ερώτησης:
Σε πρόσφατη επίσκεψη μας στο Γενικό Νοσοκομείο Θήρας, συναντηθήκαμε διαδοχικά, με το Διοικητικό Διευθυντή κ. Λουκά Κατσούλη ο οποίος αναπληρώνει τον Διοικητή λόγω λήξης της θητείας του, το Σωματείο Εργαζομένων και τους εργαζόμενους, το Σύλλογο Στήριξης του Κέντρου Υγείας – Νοσοκομείου, καθώς και το Σύλλογο Νεφροπαθών.
Το κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται από τις συγκεκριμένες συναντήσεις, πέραν βεβαίως της διαφορετικής οπτικής μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων, είναι ότι το νοσοκομείο βαθμιαία βρίσκεται σε τροχιά απαξίωσης, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του υπηρετούντος προσωπικού.
Ο αριθμός των υπηρετούντων ιατρών υπολείπεται σημαντικά από τον προβλεπόμενο στον Οργανισμό, κρίσιμες ειδικότητες όπως του παθολόγου, του αναισθησιολόγου, του καρδιολόγου, του παιδίατρου, του νεφρολόγου, του νευρολόγου, του ουρολόγου, παραμένουν μονήρεις, ενώ οι ειδικότητες Ψυχίατρου, Ενδοκρινολόγου, Διαιτολόγου, Επισκεπτών Υγείας, δεν καλύφθηκαν ποτέ.
Σε ό,τι δε αφορά το νοσηλευτικό αλλά και το διοικητικό προσωπικό, δεν επαρκεί για να καλύψει τις απαιτούμενες ανάγκες. Παρόλα αυτά πρόσφατα δεν ανανεώθηκαν οι επικουρικές συμβάσεις δύο διοικητικών γραμματέων. Το αποτέλεσμα είναι, κρίσιμοι τομείς και τμήματα στην καλλίτερη περίπτωση να λειτουργούν πλημμελώς, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη λειτουργία και την αξιοπιστία του νοσοκομείου.
Ακόμα το τελευταίο διάστημα παρατηρείται σημαντική έλλειψη υλικών ακόμα και για την εκτέλεση των χειρουργείων.
Σοβαρό πρόβλημα επίσης για την εύρυθμη λειτουργία του νοσοκομείου παραμένει το καθεστώς εργασίας, λόγω των διαφορετικών ταχυτήτων, τόσο ως προς τη σχέση εργασίας του προσωπικού (μόνιμοι, επικουρικοί, ΑΠΥ), όσο και ως προς τις αμοιβές που προκύπτουν από τα διαφορετικά μισθολόγια αλλά και από την αναγνώριση ή μη της προϋπηρεσίας, αφού μέρος του προσωπικού προέρχεται από το πρώην Κέντρο Υγείας (καθεστώς ΕΣΥ) και το λοιπό από τις προσλήψεις της ΑΕΜΥ, ή αυτές ορισμένου χρόνου που γίνονται με Απόδειξη Παροχής Υπηρεσιών (μπλοκάκι).
Σε όλα τα παραπάνω, θα πρέπει βεβαίως να συνυπολογίσουμε τις μεγάλες δυσκολίες ανταπόκρισης του εξουθενωμένου προσωπικού και για την αντιμετώπιση της πανδημίας, που στη Σαντορίνη παρουσίασε σημαντική έξαρση, λόγω και της μεγάλης τουριστικής κίνησης. Αν δε, προσθέσουμε και την πολύ μεγάλη δυσκολία εύρεσης αξιοπρεπούς και προσιτής κατοικίας για τους γιατρούς αλλά και για όλο το προσωπικό του νοσοκομείου, τότε καταλαβαίνουμε, γιατί υπάρχει αυτή η δυστοκία ανταπόκρισης στην θετική αποδοχή ανάληψης υπηρεσίας στο νοσοκομείο.
Η παραπάνω κατάσταση έχει οδηγήσει τους φορείς και τις τοπικές κοινωνίες της Σαντορίνης αλλά και των γύρω νησιών σε μεγάλη ανησυχία και αναστάτωση, διότι κατανοούν τη μεγάλη σημασία της συνέχισης λειτουργίας αλλά και της αναβάθμισης του νοσοκομείου, που καλύπτει όχι μόνο τους κατοίκους αλλά και τις εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που επισκέπτονται τη Σαντορίνη.
Με δεδομένο ότι:
*Όλοι οι φορείς της Σαντορίνης, από τη Μητρόπολη Θήρας που δώρισε το οικόπεδο, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους επαγγελματικούς και κοινωνικούς φορείς, αλλά και οι απλοί πολίτες, είδαν με τα εγκαίνια του νοσοκομείου τον Ιούλιο του 2016, να ανοίγει μια σοβαρή ελπίδα και προσμονή για την εκπλήρωση ενός μακροχρόνιου αιτήματος για δημόσια δωρεάν υγειονομική ασφάλεια, ως προϋπόθεση της οικονομικής και τουριστικής ανάπτυξης του νησιού.
*Το νοσοκομείο στα πέντε και πλέον χρόνια λειτουργίας του, περιέθαλψε μερικές χιλιάδες περιστατικά, πραγματοποίησε εκατοντάδες γέννες, πολυάριθμες χειρουργικές επεμβάσεις, έδωσε διέξοδο σε δεκάδες νεφροπαθείς, χιλιάδες εργαστηριακές εξετάσεις και τελευταία αντιμετώπισε επιτυχώς και δεκάδες περιστατικά της πανδημίας.
*Οι σχέσεις του νοσοκομείου με τη διοίκηση της ΑΕΜΥ, έχουν καταστεί δυσκίνητες και προβληματικές και δεν εξυπηρετούν πλέον τον αρχικά διακηρυγμένο στόχο της ευελιξίας που είχε αξία την περίοδο των μνημονίων. Πόσο μάλλον που η σημερινή διοίκηση της ΑΕΜΥ διακατέχεται από τη λογική του ιδιωτικό-οικονομικού management και υπονομεύει συνεχώς το δημόσιο χαρακτήρα του νοσοκομείου.
*Τα συσσωρευμένα προβλήματα τόσο των εργασιακών σχέσεων και των οικονομικών απολαβών, όσο και της απρόσκοπτης και εύρυθμης λειτουργίας του σε όλα τα επίπεδα, απαιτούν τώρα την απένταξή του από την ΑΕΜΥ και την οργανική ένταξη του στο ΕΣΥ
Ερωτάται ο αρμόδιος υπουργός,
Α) Προτίθεται να αντιμετωπίσει θετικά το καθολικό πλέον αίτημα, τόσο των φορέων της Σαντορίνης, όσο και των εργαζομένων στο νοσοκομείο, για ένταξη του Γ.Ν.Θ. στο ΕΣΥ;
Β) Προτίθεται να αντιμετωπίσει άμεσα τα οξυμένα προβλήματα του νοσοκομείου, τόσο ως προς τη στελέχωση του από ιατρικό και λοιπό προσωπικό, όσο και ως προς την προμήθεια περαιτέρω εξοπλισμού και των αναγκαίων υλικών;
Γ) Προτίθεται σε συνεργασία και με την Τοπική Αυτοδιοίκηση να διερευνήσει λύσεις αντιμετώπισης του στεγαστικού προβλήματος του προσωπικού, έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις προσέλκυσης και μακροχρόνιας παραμονής στη Σαντορίνη;