Αν ο τορπιλισμός του εύδρομου «Έλλη» από τους Ιταλούς έξω από την Τήνο στις 15 Αυγούστου του 1940, εν καιρώ ειρήνης, ήταν μια ιταμή και επαίσχυντη πράξη, ο βομβαρδισμός του «Μακεδονία» από τους Τούρκους στις 3 Ιανουαρίου του 1913 μέσα στο λιμάνι της Ερμούπολης στην Σύρο, ήταν ένα εκ προμελέτης έγκλημα και μια προσχεδιασμένη πράξη εκδίκησης για την ελληνική κυριαρχία στις νικηφόρες ναυμαχίες του Αιγαίου το 1912!
Το ελαφρύ θωρηκτό – καταδρομικό Χαμιδιέ, ή Χαμηντιέ που σημαίνει στα Τουρκικά Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ προσέγγισε το νησί μεσα στην μαύρη νύχτα και έβαλε με τα κανόνια του όχι μόνο εναντίον του ελληνικού πλοίου, αλλά ολόκληρης της πολης που κοιμόταν αμέριμνη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αθώα θύματα.
Το τέλος του τούρκικου πολεμικού ήταν αυτό που του άξιζε…
Το αθώο θύμα
Το «Μακεδονία» ήταν ένα Ελληνικό ατμόπλοιο επιβατηγό ναυπήγησης 1912 που έλαβε μέρος στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ως επίτακτο βοηθητικό εύδρομο, οπλιταγωγό και πλωτό νοσοκομείο.
Ανήκε στη ναυτιλιακή εταιρεία «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος».
Το πλοίο ναυπηγήθηκε το 1912 στα αγγλικά ναυπηγεία των James Laing & Sons Ltd στο Σάντερλαντ της Αγγλίας, για λογαριασμό της Εθνικής Ατμοπλοΐας της Ελλάδος.
Είχε εκτόπισμα 6.333 γκρός τον., με ολικό μήκος 422 πόδια και μέγιστο πλάτος 51 πόδια.
Ήταν ατμοκίνητο διπλέλικο, έφερε δύο μεγάλους ιστούς, δύο καπνοδόχους με διώροφη υπερκατασκευή όπου επί του άνω καταστρώματός της έφερε εννέα σωσίβιες λέμβους ανά πλευρά.
Η ταχύτητά του έφθανε τους 17 κόμβους. Το πρώτο του (παρθενικό) ταξίδι μετά την ύψωση της ελληνικής σημαίας το έκανε στις 5 Απριλίου του 1912, στη γραμμή Πειραιώς – Πατρών – Μασσαλίας – Κάδιξ – Νέας Υόρκης μεταφέροντας μετανάστες.
Ήταν ένα από τα πρώτα ελληνικά υπερωκεάνια.
Μετά από κάποια ταξίδια και την έναρξη στο μεταξύ του Α’ Βαλκανικού πολέμου η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε την επίταξή του, το οποίο και εξόπλισε ως βοηθητικό καταδρομικό (εύδρομο) και οπλιταγωγό υπό κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Π. Τσουκαλά.
Στη συνέχεια υπάχθηκε στη ναυτική μοίρα των ευδρόμων, του τότε Βασιλικού Ναυτικού υπό τον διοικητή μοίραρχο, πλοίαρχο Ι. Δαμιανό.
Ολόκληρο τον Δεκέμβριο του 1912, ο τουρκικός στόλος έκανε μάταιες απόπειρες να βγει στην ανοικτή θάλασσα.
Όποτε προσπάθησε, βρήκε μπροστά του το «Αβέρωφ» κι επανέκαμψε στα στενά. οι Τούρκοι αποφάσισαν να δημιουργήσουν θήραμα που θα παράσερνε το θωρηκτό «Αβέρωφ» σε κυνήγι, ώστε να μπορέσει ο υπόλοιπος στόλος τους να βγει στο Αιγαίο.
Για τον ρόλο αυτό, διάλεξαν το ελαφρύ καταδρομικό «Χαμιδιέ» («Hamidieh») που κυβερνούσε ο Χουσεΐν Ρεούφ μπέης (Huseyin Rauf).
Τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Ιανουαρίου 1913, νύχτα σκοτεινή και συννεφιασμένη με ισχυρούς βόρειους ανέμους που σάρωναν την επιφάνεια του Αιγαίου, η ελληνική περίπολος είχε καταφύγει στα υπήνεμα της Ίμβρου και της Τενέδου.
Με φουρτουνιασμένη τη θάλασσα λοιπόν και τα ελληνικά πλοία προσορμισμένα , το «Χαμιδιέ» βγήκε αθέατο από τα στενά, προχώρησε παραλιακά στη Θράκη, έκοψε νότια πριν από τη Θάσο και έβαλε πλώρη για τη Σύρο.
Από ένα σήμα που είχαν υποκλέψει οι Τούρκοι, γνώριζαν ότι εκεί ναυλοχούσε το επιταγμένο «Μακεδονία» που χρειαζόταν επισκευή του πηδαλίου του.
Ήταν 2 Ιανουαρίου του 1913 ένα συννεφιασμένο βράδυ της πρωτοχρονιάς του 1913, τη νύκτα, πλησίασε με πλήρη συσκότιση τη Σύρο.
Η άνανδρη πράξη
Το πρωί οι Συριανοί ξύπνησαν και είδαν με τρόμο το Τουρκικό πολεμικό έξω από το λιμάνι τους.
Γύρω στις 10:00 (3 Ιανουαρίου) και αφού είχε στείλει ένα τυπικό και μάλλον άχρηστο σήμα προς τον πλοίαρχο του «Μακεδονία» να παραδοθεί το πλοίο (άχρηστο αφού είχε σκοπό με κάθε απάντηση να το βομβαρδίσει) και ύστερα από ένα ακόμα τυπικό χωρίς σημασία σήμα χωρίς καμία άλλη προειδοποίηση άρχισε τον βομβαρδισμό του λιμένα της Ερμούπολης εντός του οποίου ήταν ελλιμενισμένο το επίτακτο οπλιταγωγό «Μακεδονία», λίγο έξω από την περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Καρνάγιο».
Την περιοχή αυτή παλιά οι Συριανοί την ονόμαζαν «ψαράδικα».
Ο κυβερνήτης της «Μακεδονίας» όταν αντιλήφθηκε το “Hamidien” έλαβε το σήμα του «παραδώστε το πλοίον».
Ο πλοίαρχος δεν διακινδύνευσε μάχη, με τη σκέψη ότι μια τέτοια ενέργεια θα έβαζε σε κίνδυνο την πόλη, έχοντας “κεκαλυμμένα πυροβόλα” δέχθηκε καταιγιστικό πυρ από τα πυροβόλα του τουρκικού πλοίου.
Το “Hamidien” έριξε συνολικά 72 βλήματα: 20 εναντίον της πυριτιδαποθήκης της πόλεως (σ.σ. στο «μπαρουτοχανά» πίσω από τα καζάνια υγρών καυσίμων ΣΕΚΑ) που αστόχησαν και 52 εναντίον της «Μακεδονίας», από τα οποία 46 πέτυχαν το στόχο τους. Η «Μακεδονία» με την αυτοβύθισή της είχε καθίσει στον πυθμένα του λιμανιού και το ανώτερο μέρος εξείχε.
Ήταν δεμένο μπροστά στο κτίριο της σημερινής Περιφέρειας.
Τα πυρά του “Hamidien” προκάλεσαν πυρκαγιές και εκρήξεις στα πυρομαχικά της, αλλά τα ζωτικά μέρη του πλοίου διασώθηκαν.
Και όχι μόνο αυτό.
Όλες οι οβίδες που έστελνε το Τούρκικο πλοίο δεν έφταναν μόνο στο «Μακεδονία» αλλά πολλές (πάρα πολλές) ήταν άστοχες και έπεφταν στο λιμάνι της Ερμούπολης προξενώντας πολλές καταστροφές και πυρκαγιές σε σπίτια της Ερμούπολης και όχι μόνο αυτό.
Από τις βολές αυτές αρκετοί Συριανοί τραυματίστηκαν (επίσημα είναι καταγεγραμμένοι δυο τραυματίες αλλά μαρτυρίες μιλούν για πολλούς περισσότερους) και είχαμε και ένα θάνατο.
Τα πυρά του είχαν αστοχήσει και είχαν στοιχίσει έναν νεκρό και δύο τραυματίες στον άμαχο πληθυσμό.
Ρίχνοντας τις βολές στο λιμάνι κάποια οβίδα έπεσε στο ηλεκτρικό εργοστάσιο των Αδελφών Βαλμά (Ένα από τα πρώτα σημαντικά Ηλεκτρικά εργοστάσια στην Ελλάδα).
Σήμερα το παλιό κτήριο της Πυροσβεστικής. Σε αυτήν την «άστοχη βολή (κατά πολλούς καθόλου άστοχη αφού στόχευσε το Ηλεκτρικό εργοστάσιο σχεδόν κατ’ ευθείαν) σκοτώθηκε μια νεαρή κοπέλα.
Ήταν μια κοπέλα 18 χρονών που δούλευε εκεί (κατά άλλους ήταν περαστική εργαζομένη ως υπηρέτρια σε κάποια εύπορη Συριανή οικογένεια).
Ο πανικός
Αμέσως όλα τα ξένα πλοία που ευρίσκοντο εις το λιμάνι και όλα τα προξενεία ύψωσαν τας σημαίας των και πολλοί πανικόβλητοι συνέρρεαν εις αυτά «αποφέροντας παν ότι έκαστος πολύτιμον είχε.
Πολλαί επίσης οικίαι και επισήμων μάλιστα «άγνωστον προς τίνα σκοπό» ύψωσαν ξένας σημαίας.
Τα καταστήματα όλα «μετά σπουδής» εκλείσθησαν και πολλοί συνέρρεαν εις τας Γαλλικάς μονάς των Καλογραίων της Άνω Σύρου.
Ο όχλος διήρπασε όπλα γκρα από τας αποθήκας τροφίμων και φυσίγγια από του Καρδίτση και οπλιζόμενος ετρέπετο εις τα όρη.
Το βράδυ εσημειώθη «παννύχιος αγρυπνία» όλων των κατοίκων συγκεντρουμένων πολλών οικογενειών εις την παρέχουσα μεγαλύτεραν ασφάλειαν οικίαν.
Αι αρχαί της πόλεως με επικεφαλής τον επίσκοπον καθησύχαζαν τα πλήθη.
Ο επίσκοπος Αθ. Λεβεντόπουλος την ώρα του βομβαρδισμού κατήλθε αμέσως εις την προκυμαίαν και την αγορά εμψυχώνων τον κόσμον παρά τας προτροπάς πολλών που υπεδείκνυαν «ότι είναι επικίνδυνον να περιφέρεται εις τας οδούς.
Μετά τρεις ημέρας (5/1/1913) ο τουρκικός στόλος δεν επέτυχε να διασπάσει τον ελληνικό αποκλεισμόν, επιστρέψας αδόξως εις τα στενά και ο ενθουσιασμός επεκράτησε πάλιν εις της Σύρον .»
Το τέλος του τουρκικού πλοίου
Όσο για την τύχη του Χαμιδιέ ήταν αυτή που του άξιζε.
Στις 14 Φεβρουαρίου εντοπίζεται στη Νταμιάτα (Δαμιέτη) της Αιγύπτου όπου είχε καταπλεύσει για ανθράκευση, και ενώ ακολουθούσαν διάφορα συγκεχυμένα σήματα αναφορών περί αυτού στο ελληνικό Υπουργείο Ναυτικών, στις 27 Φεβρουαρίου, το πρωί, (τον ίδιο μήνα), βρέθηκε στο Δυράχιο και στη συνέχεια στον Άγιο Ιωάννη της Μεδούης να καταστρέφει τα ελληνικά μεταγωγικά που μετέφεραν σερβικό στρατό.
Τελικά το Χαμιδιέ καταφέρνοντας να ξεφύγει λόγω ταχύτητας από τα ελληνικά πολεμικά ΨΑΡΑ, ΑΕΤΟΣ, ΛΟΓΧΗ και ΝΙΚΟΠΟΛΙΣ που είχαν σπεύσει προς καταδίωξή του, κατέπλευσε στη Μάλτα (ουδέτερος λιμένας) για βεβιασμένη ανθράκευση.
Από εκεί ακολουθώντας πορεία νότια της Κρήτης στις αρχές του Μαρτίου πέρασε τη διώρυγα του Σουέζ.
Στη συνέχεια όμως μαθαίνοντας ότι τα ελληνικά πολεμικά ΥΔΡΑ, ΔΟΞΑ, και ΚΕΡΑΥΝΟΣ είχαν σπεύσει και το παραφύλαγαν προ της αιγιαλίτιδας ζώνης του Πορτ Σάιντ (ουδέτερη ζώνη) το Χαμιδιέ παρέμεινε εγκλωβισμένο στη Χοντέιντα μέχρι της ανακωχής.
Στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ενήργησε επιδρομές στον Εύξεινο Πόντο και τελικά κατασχέθηκε μαζί με όλο τον Οθωμανικό στόλο από τις Μεγάλες Δυνάμεις το 1916 σύμφωνα με τη σχετική Συνθήκη και που κράτησε από το 1916 μέχρι το 1923 σε όλη δηλαδή την περίοδο της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Τελικά το πλοίο μετά την Κεμαλική επανάσταση παρέμεινε καθηλωμένο και καμία αξιόλογη δράση από τότε δεν είχε, αλλά ούτε και κανένα είδος εκσυγχρονισμού δεν έτυχε, παραμένοντας αγκυροβολημένο στον Κεράτιο κόλπο.
Λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παροπλίστηκε, και τελικά εκποιήθηκε για σκραπ το 1964.
Πληροφορίες
ΕΛ.Ι.Ν.ΙΣ
Παναγιώτης Κουλουμπής
Πηγή: militaire.gr