Ετσά ιαδέ που λες: Η εφημερίδα Κορωνίδα και οι Απόκριες του 1976

Newsroom
16/03/2024 17:18
 
 
 

 

Η εφημερίδα Κορωνίδα (Κορωνίς Νάξου το βαφτιστικό της όνομα που έλαβε τον Απρίλιο του 1972 από τον Σύλλογο Κορωνίδος της Αθήνας) ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση στον ναξιακό Τύπο. Μια εφημερίδα κατεξοχήν γνώμης, με δυναμική ιδιοσυγκρασία και έντονη πολιτική και κοινωνική παρέμβαση. Οι μεταλλαγές στη μορφή και το περιεχόμενο, στις στήλες και τις απόψεις ήταν συχνές και δεν μπορεί να τις ερμηνεύσει κάποιος που δεν έχει ζήσει ή παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς την πορεία της εφημερίδας και τις εσωτερικές διεργασίες του φορέα έκδοσής της, από τη γέννηση της ιδέας έκδοσης μέχρι τον τρόπο παραγωγής και κυκλοφορίας.

Η Κορωνίς Νάξου (μετέπειτα Κορωνίδα) ήταν εφημερίδα Σωματείου, που συσπείρωνε τους Κωμιακίτες των Αθηνών (εκδιδόταν από τον Σύλλογο Κορωνίδας Νάξου, που εδρεύει στην Αθήνα), εξέφραζε σταδιακά ευρύτερα ναξιακά προβλήματα και ακροατήρια και ήταν φυτώριο πολλών γραφιάδων του ναξιακού Τύπου, πεδίο ανάπτυξης της δημιουργίας απλών και ειδικά νέων ανθρώπων και προβολής με δυναμικό, πρωτοποριακό και αγωνιστικό τρόπο των ναξιακών ζητημάτων.

Η εφημερίδα, λοιπόν, αυτή είχε μια στήλη, από το φ. 3 (Ιούνιος 1972) με τίτλο Ετσά ιαδέ που λες, στην οποία στέγαζε φανταστικές ανταλλαγές επιστολών (ενίοτε και κείμενα που δεν είχαν αυτή τη μορφή), γραμμένων στο κωμιακίτικο γλωσσικό ιδίωμα, μεταξύ, συνήθως, δυο αδελφών, του ενός που έχει απομείνει και ριζώσει στο χωριό και του άλλου που έχει ξενιτευτεί στην Αθήνα. Ο Έργης στο χωριό, ο Ιάννης στην Αθήνα. Εδώ κάνω δυο παρατηρήσεις:

– Οι διάλογοι δεν ήταν στην ουσία φανταστικοί. Έθιγαν τα προβλήματα της εποχής, αξιοποιούσαν και διέσωζαν τη ντοπιολαλιά που ακόμα και τότε δεν είχε προσβληθεί από τις έξωθεν ανεμπόδιστες και ανεξέλεγκτες γλωσσικές εισβολές. Τη λαλούσαν οι ντόπιοι και οι ξενικοί που περισσότερο συναγελάζονταν και συνομιλούσαν με ομοχώριούς τους στα κωμιακίτικα και ναξιώτικα στέκια της πρωτεύουσας.

– Ο κύριος τρόπος επικοινωνίας των ανθρώπων, πριν από 50 χρόνια ήταν η επιστολογραφία. Επομένως η εφημερίδα έβρισκε ένα ζωντανό ακόμη μέσο επικοινωνίας για να αξιοποιήσει την ανταλλαγή των σκέψεων, συναισθημάτων, διαθέσεων, διαφορετικών προσεγγίσεων ή ταυτίσεων των ανθρώπων που έμεναν στο χωριό με αυτούς που αναζήτησαν άλλη ζωή και τύχη στην Αθήνα. Οι λέξεις και η τοπική τους προφορά έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους. Μη ξεχνάμε τη ρήση του Wittgenstein: «Ο κόσμος μου είναι η γλώσσα μου».

Η γραπτή χρήση της τοπικής λαλιάς προξένησε στην αρχή την αντίδραση από πολλούς απλούς ανθρώπους που θεώρησαν ότι η εφημερίδα τούς περιέπαιζε (βλ. Κορωνίς Νάξου, 11, Φεβρ. 1971, σ. 2). Δικαιολογημένη αντίδραση, που κατασιγάστηκε με τον χρόνο και την πειθώ. Δεν είχαν συνείδηση ότι η γλωσσική τους έκφραση ήταν βασικό στοιχείο της ταυτότητας και της ιδιαιτερότητάς τους. Δεν ήξεραν, επίσης, ότι αυτός ο τρόπος της δημόσιας αλληλογραφίας στην τοπική γλώσσα είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν σε άλλες ναξιακές εφημερίδες από εξέχοντες δημοσιογράφους και συγγραφείς. Ήταν ένας ευρύχωρος και προσιτός δίαυλος επικοινωνίας και η γλώσσα επιτελούσε όχι μόνο τον ρόλο του ξενιστή, του διαβιβαστή της σκέψης, αλλά και αφορμή πρόκλησης ευθυμίας από κάτι οικείο, ένα γλωσσικό εργαλείο της καθημερινότητας που γινόταν συστατικό και αυθύπαρκτο συνάμα στοιχείο ανταλλαγής ευρύτερων προβληματισμών.

Το Ετσά ιαδέ που λες, που είχε τη μορφή χρονογραφήματος-ευθυμογραφήματος, με όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου αυτού λογοτεχνικού είδους, δεν προήλθε από παρθενογένεση.

Πρόδρομοί του ήταν για τη Νάξο ο πολυτάλαντος Νίκος Βλάση Σφυρόερας με τη στήλη του Εμάθετέ τα; στο Ναξιακόν Μέλλον (από 1-6-1945) Εκεί διαλέγονται συμβολικά δυο ξαδέλφια (Δημήτρης, ο εκδότης της εφημερίδας, και Νικολός, ο Σφυρόερας) με ανοιχτές επιστολές (κάπου παρεμβάλλονται και οι συμπέθεροι Δημήτρης και Ιωργαντάς), ενώ το σπινθηροβόλο πνεύμα και το χιούμορ του Σφυρόερα διανθίζουν και φεγγοβολούν τα κείμενα.

Δυο φίλοι στα Ναξιακά Χρονικά του Νικηφόρου Μανδηλαρά «έγραφαν» το Ετσά κι αλλιώς κι αλλιώτικα (Ο Μιχάλης στην Αθήνα και ο Γιώργης στη χωριό). Αυτοί ήταν οι επινοημένοι αλληλογράφοι, που ανελλιπώς στη 2η σελίδα της εφημερίδας από το πρώτο έως το τελευταίο φύλλο (1/12/1960-24/8/1964) και στο μοναδικό φύλλο με τίτλο Κυκλαδικά Χρονικά στις 16/9/1966 αντάλλασσαν τα νέα τους, χωράτευαν, περιέγραφαν της συνθήκες ζωής στην πόλη και το χωριό και κουσέαραν στη γλώσσα της Κορώνου τις πολιτικές νοοτροπίες, τις συνήθειες και συμπεριφορές των απλών ανθρώπων.

Η διαφορά των ιδιωμάτων είναι προφανής για όποιον εντρυφήσει στη ναξιακή γλώσσα κατά χωριό και στη ναξιακή σάτιρα.

Επίσης, ενώ τη σύνταξη του πρώτου είχαν κατά καιρούς αρκετοί Κωμιακίτες-συντάκτες της εφημερίδας, το δεύτερο συνέτασσε μόνον ο Σφυρόερας, ενώ στο τρίτο συνέβαλε σημαντικά ο Χρήστος Μουτσόπουλος, όπως μαρτυρούσε και ο ίδιος.

Η Κορωνίς Νάξου, τον Μάρτιο 1976 (φ. 44, σ. 2) δημοσιεύει το ακόλουθο σπαρταριστό αποκριάτικο ευθυμογράφημα, με ευρύτερες, όπως πάντα, σκέψεις και προεκτάσεις. Το παραθέτω αυτούσιο.

 

Ο χώρος δεν επιτρέπει περαιτέρω ανάλυση. Καλή Αποκριά. Η νηστεία στον σχολιασμό απαγορεύεται διά ροπάλου… αποκριάτικου. Εξάλλου, οι καιροί, τα προβλήματα και οι προεκλογικοί ρυθμοί αρκούν για την εξάντληση της ικμάδας της δημιουργίας μας.

Επιχώριος

Ακολουθήστε το naxostimes.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

(Visited 564 times, 1 visits today)

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*