Σήμερα η κινιδαριώτικη γη υποδέχεται «εν χορδαίς και οργάνω» την Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη. Την υψίφωνο, τη σοπράνο του νησιώτικου τραγουδιού μας, για να χρησιμοποιώ όρο του λυρικού θεάτρου. Δεν θα αναλώσω τον χώρο για αίνους και επαίνους, τώρα στο στερνό κατευόδιο. Η Ειρήνη Κονιτοπούλου έχει περάσει το κατώφλι της ιστορίας του παραδοσιακού, μουσικοτραγουδιστικού νησιωτικού μας πολιτισμού από την εμφάνισή της κιόλας στο καλλιτεχνικό στερέωμα και είχε φτάσει σε ένα δυσθεώρητο επίπεδο, που είναι δύσκολο να προσεγγίσει νεότερος ερμηνευτής ή νεότερη ερμηνεύτρια.
Πώς αντιμετώπισε την αναχώρησή της για άλλες συμπαντικές αρμονίες και μουσικές ο ημερήσιος πανελλαδικός Τύπος; Εδώ θα εστιάσω. Ευπώλητες και σοβαρές εφημερίδες, όπως Τα Νέα και Η Καθημερινή είχαν πρωτοσέλιδη, υπέρτιτλη αναφορά στο θλιβερό γεγονός. Η Εστία, η Espresso και το On Time φιλοξένησαν επίσης την είδηση στην πρώτη σελίδα τους και άλλες σε εσωτερικές σελίδες. Δεν αναφέρομαι στον ηλεκτρονικό Τύπο σε όλες τις εκδοχές και ορισμούς του. Μάλιστα η Εστία είχε πρωτοσέλιδο άρθρο του Μανώλη Κοττάκη με τίτλο «Όταν χαράζει στο Αιγαίο».
Θα σταθώ στα άρθρα των δύο πρώτων εφημερίδων και της Εστίας.
Στην εφημερίδα Τα Νέα (31-3-2022), το άρθρο, με τίτλο «Τραγούδησε το διαχρονικό Αιγαίο», υπογράφει ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής Εθνομουσικολογίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «…Το Αρχιπέλαγος από τα χρόνια του Ομήρου παραμένει «θάλασσα ηχήεσσα». Και αν είχε μία και μόνο φωνή αυτή θα ήταν η δική της, έτσι όπως αποτυπώθηκε σ’ εκείνον τον κλασικό «σαρανταπεντάρη» δίσκο της δεκαετίας του ’60: «Ωραία που ‘ναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει!..». Μαζί με το μακρόσυρτο «ωχ», που είναι σαν να βγαίνει από τα βάθη της θάλασσας και της καρδιάς της, υπενθυμίζοντας ότι στην αρχή των (μεγάλων) τραγουδιών το αχ είναι γραμμένο. Με τη «χαρμολύπη» που διαφεντεύει το γλέντι των Ελλήνων και που διακονεί τα μεγάλα μυστήρια: τη γέννηση, τον έρωτα και τον θάνατο.
Η Ειρήνη Κονιτοπούλου τραγούδησε φυσικά, φυσιολογικά, αβίαστα, λιτά και μετρημένα, χωρίς πόζες και ναρκισσισμούς και λιγωμένες «τσαλκάντζες». Αποτελεί πρότυπο για το παραδοσιακό ύφος και ήθος του ναξιώτικου-κυκλαδίτικου τραγουδιού, έτσι όπως το παρέλαβε από τη μουσική της φαμίλια. Τον πατέρα της τον Μιχάλη Κονιτόπουλο, σπουδαίο βιολάτορα με το παρατσούκλι «Το Μωρό», και τον θείο της τον Δημήτρη Φυρογένη που το παίξιμό του αποτελεί σημείο αναφοράς για την αυθεντική τέχνη της συνοδείας στο νησιώτικο λαούτο…Υπηρέτησε ένα νησιώτικο τραγούδι ως κοινόχρηστο αγαθό, και όχι ως καταναλωτικό προϊόν για τις πίστες των νυχτερινών κέντρων. Σεβάστηκε τα παραδοσιακά «κοτσάκια» (τα αυτοσχέδια ναξιώτικα δίστιχα), χωρίς να τα μπολιάζει με καψούρικους «εκσυγχρονισμούς». Συνεργάστηκε με κορυφαίους μουσικούς με τους οποίους είχε σχέσεις ζωής. Και υπήρξε απόλυτα συνειδητή στις επιλογές της, δηλώνοντας απερίφραστα: “Δεν τραγούδαγα για να μ’ ακούσουνε. Τραγούδαγα γιατί το τράβαγε η ψυχή μου!.. Εγώ το τραγούδι τό ‘παιρνα και τό ‘φτιαχνα. Δεν το χάλασα ποτέ!..”».
Στην εφημερίδα Η Καθημερινή (31-3-2022), το άρθρο-ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Σάκη Ιωαννίδη, με τίτλο «Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη: Με την ψυχή και το φως του Αιγαίου Πελάγους» σημειώνει ότι η Ειρήνη «…συνέδεσε το όνομά της με τον ήχο και την έκφραση των νησιώτικων τραγουδιών πριν από τη ρυθμική τους επιτάχυνση στα νεότερα χρόνια. Τραγούδια όπως το “Ελα να πάμε σ’ ένα μέρος” ή το “Αρμενάκι” αλλάζουν υφή και χρώμα με τη δική της ερμηνεία. Έμοιαζε όχι απλώς να τα “έλεγε” σωστά, αλλά σαν να τα “μιλούσε”, σαν να απευθυνόταν σε μια ζωντανή κοινότητα, σε ένα γλέντι, με την κομπανία της…». Ο βιολιστής Γιάννης Ζευγώλης, στο ίδιο κείμενο τονίζει ότι η Ειρήνη ήταν και θα παραμείνει ένα σύμβολο για την κυκλαδίτικη μουσική. «Με τη σεμνότητά της, το ύφος και το ήθος της και φυσικά με το χάρισμα που είχε στη φωνή της. Είχε μια απίστευτη αναπνοή, μπορούσε να πει έναν ολόκληρο στίχο χωρίς να ζορίζεται. Αν μεγαλώσεις μέσα στα βιολιά, αυτά που παίρνεις δεν είναι τα ίδια με τα σημερινά ακούσματα, και αυτό η Ειρήνη το μετέφερε στα τραγούδια της».
Ο Μανώλης Κοττάκης στο άρθρο του (31-3-2022) τονίζει: «…. Μέ συγκίνησε προχθές ἡ εἴδηση τῆς ἀπώλειας τῆς Εἰρήνης Κονιτοπούλου. Ἑνός ἐκ τῶν ἱδρυτικῶν μελῶν μιᾶς οἰκογένειας ἀπό τήν ἀγαπημένη μου Νάξο, ἡ ὁποία ταύτισε καί ταυτίζει τό πέρασμά της ἀπό αὐτή τή ζωή μέ τό νησιώτικο τραγούδι. Τόσο ἡ ἴδια ὅσο καί ὁ ἀδερφός της Γιῶργος πῆραν τή σκυτάλη ἀπό τόν λαϊκό βιολιτζῆ πατέρα τους Μιχάλη πού γεννήθηκε στό χωριό Κινίδαρος τοῦ πανέμορφου αἰγαιοπελαγίτικου νησιοῦ μας, καί μαζί μέ τά ἀδέλφια της γιά δεκαετίες τώρα, συντροφεύουν μέ τά τραγούδια τους τά γλέντια μας καί τίς χαρές μας. Τούς γάμους μας, τίς βαφτίσεις μας, τούς Δεκαπενταυγούστους μας, τίς ὀνομαστικές μας ἑορτές, τούς χορούς μας ἀνήμερα τῆς Λαμπρῆς, ὅλα… Σέ κάθε χαρά, σέ κάθε γιορτή, σέ κάθε οἰκογενειακή συγκέντρωση, τήν ὥρα πού στρωνόταν τό τραπέζι, πάντα στό κασσεττόφωνο –τότε δέν ὑπῆρχαν cd, ἴντερνετ καί YouTube ἀλλά ταπεινές κασσέττες– ἀκουγόταν στή διαπασῶν τό «Γιάντα νά μή θέλεις γιάντα», «Τό Ἀρμενάκι», «Ὁ Μάουκας», τό «Ἰκαριώτικο» καί δεκάδες ἄλλα τραγούδια πού ἔγραψε πρῶτος ὁ Γιῶργος καί ἑρμήνευσε ἡ Εἰρήνη. Ἐπιτυχίες πού ἐδῶ καί δεκαετίες εἶναι στά χείλη ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων. Μ’ αὐτούς τούς ἤχους μεγάλωσα. Μέ τήν καθαρότητά τους. Τήν αἰσιοδοξία τους. Τήν ὁρμή τους πού μᾶς παρέσυρε σέ ἕναν συρτό χορό χωρίς διακοπή. Γιά ὥρα. Ἔβγαζε ὁ πατέρας μου τό μαντῆλι ἀπό τήν τσέπη, καί σέ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα βρισκόμασταν ὅλοι μαζί στήν αὐτοσχέδια πίστα τῆς ὑπαίθρου. Ὡραῖα χρόνια ἀθωότητας. Ἀκόμη καί σήμερα ἄν θέλει κάποιος νά μέ συγκινήσει καί νά μοῦ θυμίσει τίς ρίζες μου, ἀρκεῖ νά μοῦ βάλει ἕνα νησιώτικο τραγούδι νά ἀκούσω. Ὅ,τι ὥρα καί νά ’ναι. Ἀκόμη καί στίς ὀχτώ τό πρωί. Τό ἔχω γιά καλό, ἄν συμβεῖ. Δέν εἶναι μόνον ὅτι μοῦ θυμίζει τά ἀνέμελα παιδικά χρόνια στό νησί. Εἶναι καί διότι ἡ οἰκογένεια Κονιτοπούλου μέ τήν δυναμική της παρουσία στό νησιωτικό μας τραγούδι ἔχει σφραγίσει μία ὁλόκληρη ἐποχή τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης. Ἄν δέν τήν δημιούργησε ἡ ἴδια!».
Μάλιστα ο Κοττάκης κάνει και μια ενδιαφέρουσα, αν και δυσεφάρμοστη για την Ακαδημία Αθηνών, τουλάχιστον, πρόταση: «..Σέ αὐτήν τήν ὄμορφη καί παράξενη πατρίδα ἔχουν βραβευθεῖ προσωπικότητες πού ἀξίζουν ἀλλά καί προσωπικότητες πού δέν ἀξίζουν. Οἱ Κονιτόπουλοι τό ἀξίζουν. Προσφάτως ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν ἔκανε μέλος της –καί ἔπραξε ἄριστα, τόν Λεωνίδα Καβάκο, τόν μεγάλο σολίστα μας. Μήπως τόν προσεχῆ Δεκέμβριο ὅταν ἡ Ἀκαδημία θά ἀπονέμει τά ἐτήσια βραβεῖα της, εἶναι ἡ ὥρα, στή μνήμη τοῦ Μιχάλη, τοῦ Γιώργου καί τῆς Εἰρήνης Κονιτοπούλου, νά καλέσει ὅλα τά ἐν ζωῇ μέλη τῆς οἰκογένειας καί νά τά τιμήσει γιά τήν προσφορά τους στήν πατρίδα μας; Εἶναι τό ἐλάχιστο, θεωρῶ. Εἴτε τό κάνει ἡ Ἀκαδημία εἴτε τό κάνει ὅποιος ἄλλος». Η Ακαδημία θα μπορούσε, όμως, να βραβεύσει μεταθανάτια την Ερήνη Κονιτοπούλου και τον Γιώργο Κονιτόπουλο, τις δυο απάτητες βουνοκορφές του ναξιώτικου, νησιώτικου τραγουδιού μας.
Τέλος, η υπουργός Πολιτισμού με λίγες λέξεις κατέθεσε τη δική της εμπειρία από τα ακούσματα της Κονιτοπούλου: «…Η Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη μας συντρόφευε στα πανηγύρια, τα καλοκαίρια, όταν ως νέοι αρχαιολόγοι δουλεύαμε στις ανασκαφές, στις Κυκλάδες. Με αυτή τη χαρακτηριστική φωνή, με αυτά τα τραγούδια, ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, μεταφέροντας τον ήχο της πατρίδας μας στους απανταχού Ελληνες…».
Αξιοποιώ αυτή τη δήλωση και απευθύνω έκκληση στον Δήμο Νάξου και Μικρών Κυκλάδων να ξαναζεστάνει τη θαμμένη σπίθα, εδώ και 18 χρόνια, στη χόβολη της αμεριμνησίας και της πολιτιστικής υποβάθμισης και υποκουλτούρας του τόπου μας, δημιουργώντας πλέον στον Κινίδαρο Μουσικό-Χορολογικό Κέντρο Γεώργιος Μ. Κονιτόπουλος-Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη. Ένα κέντρο-εστία πολιτισμού, μια πολιτισμική κιβωτό που θα διαφυλάττει και θα διαδίδει την παράδοσή μας και θα ενισχύει και ενθαρρύνει τη δημιουργία ποιοτικής και αυθεντικής σύγχρονης παράδοσης. Έναν πόλο έλξης πολιτισμού και τουρισμού, που τόσο χρειάζεται η σημερινή στέρφα πολιτισμική μας συνθήκη.
Επιχώριος