Το OpenTourism, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς, διεξήγαγε πρώτη έρευνα για την επίδραση του COVID-19 στον Τουρισμό στην Ελλάδα ταυτόχρονα σε τουρίστες και σε επαγγελματίες και στελέχη.
Η έρευνα αυτή πραγματοποιήθηκε το διάστημα 7-12 Απριλίου σε δείγμα 1059 άτομα (725 άτομα από την πλευρά των επισκεπτών, ενώ από την πλευρά των επιχειρήσεων συγκεντρώθηκαν συνολικά 334 ερωτηματολόγια).
Στόχος είναι η έρευνα αυτή να επαναλαμβάνεται ανά σταθερό χρονικό διάστημα για να εντοπιστούν και τυχόν διαφοροποιήσεις στις αντιλήψεις με βάση το χρόνο (longitudinal study).
Από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας γίνεται σαφές ότι οι απόψεις των επιχειρήσεων και των ταξιδιωτών συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους.
Και οι δύο ομάδες θεωρούν ότι η χρονιά αυτή για την Ελλάδα ως τουριστικό προορισμό θα είναι χειρότερη λόγω του COVID-19, ενώ για την επόμενη χρονιά προσδοκούν ότι η Ελλάδα θα έχει καλύτερη πορεία. Η οπτική αυτή συνάδει και με την απάντηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των επιχειρήσεων.
Το μεγαλύτερο πλήγμα θεωρείται ότι θα αντιμετωπίσουν τα καταλύματα διαμονής και τα τουριστικά γραφεία, καθώς και ο κλάδος της εστίασης και των μεταφορών.
Σχετικά με τις επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις από την επίδραση του COVID-19, στις τρεις πρώτες βρίσκονται η οικονομική αβεβαιότητα, η μείωση εσόδων και η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Βάσει της έρευνας, μεταξύ των ενεργειών που θα πρέπει να πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις σχετικά με το ξέσπασμα του COVID-19, όπως φάνηκε από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων, είναι η ενίσχυση μέτρων διασφάλισης υγείας πελατών, ευέλικτες πολιτικές ακύρωσης, και έπειτα ακολουθεί για τους ταξιδιώτες η μείωση τιμών, ενώ για τις επιχειρήσεις η έρευνα για τις αλλαγές στην συμπεριφορά των τουριστών.
Οι Έλληνες ταξιδιώτες φαίνεται να έχουν χαμηλή αντίληψη για τον κίνδυνο (risk takers), δηλώνοντας θετικοί στο να βρεθούν σε events με πολύ κόσμο και να ταξιδεύσουν με μέσα όπου μπορούν πολλά άτομα να βρεθούν στον ίδιο χώρο. Το γεγονός αυτό πιθανόν να οφείλεται στο μεγάλο ποσοστό σχετικά μικρών ηλικιών του δείγματος, όπου με βάση παλιότερες έρευνες που έχουν γίνει για αντίστοιχες αν και μικρότερου τύπου επιδημίες, όπως τον SARS, τα μικρότερης ηλικίας άτομα είναι σε μεγαλύτερο βαθμό διατεθειμένα να αναλάβουν περισσότερους κινδύνους σε ένα ταξίδι.
Παρόλα αυτά, κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός ότι η ασφάλεια, το σύστημα υγείας του προορισμού και η τήρηση των κανόνων υγιεινής στα καταλύματα θα αποτελέσουν σε πολύ μεγάλο βαθμό κριτήρια επιλογής του προορισμού, από πλευράς ταξιδιωτών. Ένα επίσης θετικό στοιχείο αποτελεί το σημαντικό ποσοστό ταξιδιωτών το οποίο αναζητά πληροφορίες και εικόνες από προορισμούς που επιθυμεί να επισκεφθεί, γεγονός από το οποίο επιχειρήσεις μπορούν να ωφεληθούν ακολουθώντας τις κατάλληλες ενέργειες.
Η σωστή χρήση των social media και η επιβεβαίωση στους πελάτες ότι γίνονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες για να γίνει η επιχείρηση ή ο προορισμός ασφαλής, αποτελούν σημαντικά στοιχεία.
Τέλος, το αισιόδοξο μήνυμα της απόκτησης ενός πιο δυνατού brand για την Ελλάδα εκφράζεται και από τις δύο ομάδες ερωτηθέντων, οι οποίοι θεωρούν ότι το brand της Ελλάδας θα ενδυναμωθεί βραχυχρόνια αλλά και μακροχρόνια. Η σκέψη αυτή πιθανόν σχετίζεται με την σύντομη και αυστηρή επιβολή των μέτρων για τον COVID-19, που έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της εξάπλωσης και την καλή πορεία της Ελλάδας έναντι άλλων ανταγωνιστικών χωρών, όπως η Ιταλία και η Ισπανία. Για να κεφαλαιοποιηθεί όμως αυτή η θετική στάση χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ έρευνα και στρατηγικός αναπροσδιορισμός τόσο σε επίπεδο κάθε προορισμού όσο και σε επίπεδο κάθε τουριστικής επιχείρησης.
(Πηγή: tovima.gr)