Δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα είναι η εμπειρία των διακοπών στη Μύκονο, στην Πάρο ή στη Σαντορίνη το 2030, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να σταθμίσουμε και να αποτιμήσουμε αυτό που συμβαίνει σήμερα. Η «Κ» έχει ανοίξει τον φάκελο για το μέλλον του ελληνικού τουρισμού, προσδοκώντας να συμβάλει με τον δημόσιο διάλογο μέσα από τις στήλες της στον ευρύτερο προβληματισμό για τη βιωσιμότητα του ισχύοντος μοντέλου αλλά και για τις εναλλακτικές που προσφέρονται.
Οι Κυκλάδες στο σύνολό τους, αλλά κυρίως τα πιο τουριστικά νησιά, που έχουν παγκόσμια φήμη ως προορισμοί ευδαιμονίας, παρουσιάζουν σε πολλές περιπτώσεις σημάδια κορεσμού και εξάντλησης φυσικών πόρων. Η διατάραξη της φυσικής αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το τοπίο έχει οδηγήσει ήδη σε ανεξέλεγκτη δόμηση, δημιουργώντας ενιαία οικιστικά σύνολα που καμία σχέση δεν έχουν με αυτό που μπορεί να υπηρετήσει την ιδέα και την υπεραξία των Κυκλάδων. Η οικιστική ανάπτυξη, που αγνοεί το εύθραυστο οικοσύστημα των νησιών, προκαλεί επιβάρυνση στους φυσικούς πόρους, στα αποθέματα και στο ανάγλυφο του τοπίου, ενώ αλλοιώνει την άυλη παρακαταθήκη του πολιτισμικού αποθέματος. Η «Κ» ζήτησε την άποψη τριών αρχιτεκτόνων, του Θωμά Δοξιάδη, της Μυρτώς Κιούρτη και του Πρόδρομου Νικηφορίδη, ανοίγοντας διάλογο για ένα θέμα σύνθετο και κεφαλαιώδες, που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις. Πέρα από την περιγραφή του προβλήματος, αναζητούνται και εναλλακτικές και ρεαλιστικές αντιπροτάσεις που θα λαμβάνουν υπόψη το μέλλον του τουρισμού αλλά και την ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Ο τουρισμός ως μονοκαλλιέργεια σε πολλά νησιά, ήδη από τα χρόνια του ’60 και του ’70 στα πιο προβεβλημένα από αυτά, αντιμετωπίζει τη μεγάλη πρόκληση της επόμενης ημέρας.
Τα τζακούζι σκοτεινιάζουν τον ουρανό
Του Πρόδρομου Νικηφορίδη
Ως γέννημα θρέμμα της Κρήτης, βίωσα και βιώνω τον επαναλαμβανόμενο βιασμό της βόρειας Κρήτης και ειδικότερα του Ηρακλείου. Το πρώτο μου ταξίδι στις Κυκλάδες έγινε το 1978. Πάρος, Μύκονος και, ευτυχώς, αμέσως μετά Αμοργός. Στο Δημοτικό πηγαίναμε εκδρομή στα Μάταλα. Νάξος, Ιος, Σίκινος, Αστυπάλαια, Τήνος και Σύρος πολύ αργότερα. Στη Μύκονο επανήλθα για να επισκεφθώ τη Δήλο. Στην επιστροφή από τη Δήλο δεν αναγνώριζα το αγαπημένο κυκλαδίτικο τοπίο. Είχε χαθεί. Ο ξερός και απογυμνωμένος βράχος, με τη Χώρα και το πυκνό λευκό της, δεν υπήρχε πια. Το λευκό είχε εξαπλωθεί παντού, κυριαρχούσε. Ο βιασμός του τόπου είχε ήδη ξεκινήσει και σταδιακά χανόταν το όποιο πνεύμα του. Ο ρυθμός και η ταχύτητα ανέγερσης νέων κατασκευών διαταράσσουν αμετάκλητα την ισορροπία που έχει επιτευχθεί.
Οι Κυκλάδες άντεξαν στην επιθετικότητα των μοντέλων τουριστικής ανάπτυξης απορροφώντας το κύμα των επισκεπτών με την κλίμακα του τόπου. Και μετά ήρθαν οι επενδυτές και οι προαγωγοί της αρχιτεκτονικής. Οι επενδυτές βλέπουν αλλιώς και πάντα θα κατευθύνουν την εξέλιξη των πραγμάτων σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Μοναδικές παραλίες, ολόκληρες πλαγιές, πάντα με θέα, και ιδιαίτεροι τόποι οικοδομούνται για να προσφέρουν ακόμη περισσότερα. Ταυτόχρονα, προαγωγοί της γυαλιστερής αρχιτεκτονικής αναζητούν τα νέα ταλέντα που θα δημιουργήσουν την τέλεια πισίνα, το τέλειο υπόσκαφο, το αίθριο των ονείρων μας, την πέργκολα της γης και του ουρανού, την αξεπέραστη θέα! Θα δημιουργήσουν το star system της επόμενης ημέρας: η αγορά είναι κερδοφόρα για τους συμμετέχοντες.
Κάποιοι λένε ότι πρόκειται για μια επιδημία που εξαπλώνεται εγκαθιστώντας μεγαλεπήβολα προγράμματα που χαρακτηρίζονται από γιγαντισμό. Κάποιοι άλλοι θα μας πουν για τη συμβιωτική σχέση σώματος και περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα καταστρέφουν την κλίμακα των Κυκλάδων, το τοπίο και τον τόπο. Ολα αυτά θα τα θαυμάσουμε και θα τα ζηλέψουμε σε γυαλιστερές εκδόσεις, σε δημοσιεύσεις κάθε είδους, σε πληρωμένες καταχωρίσεις, σε αρχιτεκτονικά βραβεία που προϋποθέτουν εγγραφή εκατοντάδων ευρώ και καλές δημόσιες και υποστηρικτικές σχέσεις. Η Σαντορίνη από ψηλά λάμπει τη νύχτα, η οπτική ρύπανση παραπέμπει στις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, τα τζακούζι της Καλντέρας σκοτεινιάζουν τον ουρανό, τα αστέρια έφυγαν. Στην Ιο, σε προστατευμένους βιότοπους, ο βανδαλισμός του τοπίου ξεπερνά κάθε φαντασία και γίνεται εφιάλτης. Το εμπόρευμα είναι μοναδικό και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται: εμπόρευμα εντατικής εκμετάλλευσης.
Οι τοπικές κοινωνίες, ευτυχώς, παίρνουν πρωτοβουλίες, αντιδρούν και προσπαθούν να διαφυλάξουν τα πολύτιμα στοιχεία της νησιώτικης αρχιτεκτονικής, που είναι ζωή, η ζωή που χάνεται και η μοναδική ατμόσφαιρα μιας άλλης καθημερινότητας. Ηρθε η ώρα να μελετήσουμε, να συζητήσουμε όλα τα παραπάνω θέματα, να αναλογιστούμε ως αρχιτέκτονες τις τεράστιες ευθύνες που έχουμε, να απορρίψουμε το μάρκετινγκ και τους προαγωγούς της αρχιτεκτονικής, να δούμε καθαρά μέσα στην καταιγίδα, να ξαναβρούμε τη στράτα, να περπατήσουμε σιγά και αθόρυβα για να φωτίσει ξανά ο ουρανός, ακόμη και στο βαθύ σκοτάδι.
Η νέα αρχιτεκτονική και το μέλλον
Του Θωμά Δοξιάδη
Τα κυκλαδίτικα τοπία, αισθητικοί, πολιτιστικοί και οικολογικοί θησαυροί, είναι αποτέλεσμα διάδρασης της φύσης και του ανθρώπου επί χιλιετίες. Είναι αυτά που, τόσο ως αυταξία όσο και ως πόροι, οφείλουμε να διαφυλάξουμε και να διαχειριστούμε με σύνεση, αναπτύσσοντας την τουριστική δραστηριότητα με βιώσιμο τρόπο, χωρίς να καταστραφεί το υπόβαθρο από το οποίο σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται.
Το τοπίο των Κυκλάδων είναι, όχι ανεξάντλητος πόρος, αλλά ιδιαίτερα πεπερασμένος. Για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου πλάνου για το μέλλον των νησιών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το τοπίο τους ως ένας δυναμικά μεταβαλλόμενος καμβάς που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Οι κλίμακες της διαχείρισης αυτής είναι τρεις. Η χωροταξική, δηλαδή ενός ολόκληρου νησιού ή μεγάλου τμήματος αυτού, η τοπιακή, δηλαδή αυτή που πιάνει από απόσταση το μάτι και η αρχιτεκτονική, δηλαδή αυτή του κάθε κτιρίου. Από τις τρεις, η τοπιακή κλίμακα υπολείπεται έντονα, τόσο θεσμικά όσο και πρακτικά, στις μέχρι τώρα εξελίξεις.
Στον βαθμό που είναι κοινωνική επιλογή να υπάρξει ανάπτυξη των νέων δραστηριοτήτων, στόχος πρέπει να είναι μια συμβιωτική μετάβαση, που φέρνει το καινούργιο χωρίς να καταστρέφει το αξιόλογο που ήδη υπάρχει. Εργαλείο για τη μετάβαση αυτή είναι η φέρουσα ικανότητα, σε πλαίσιο περιβαλλοντικό, κοινωνικοοικονομικό και αισθητικό. Εξελίσσεται σε θέμα κομβικό στις συζητήσεις για τη βιώσιμη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από τη διοίκηση και το ΣτΕ. Στη χωροταξική κλίμακα πρέπει κατ’ αρχήν να οριστούν οι φέρουσες ικανότητες και να διαμορφωθεί η γενική στρατηγική για τον κάθε τόπο. Δεν μας συμφέρει στο τέλος να έχουμε 50 τόπους που να προσπαθούν να πουλήσουν το ίδιο προϊόν στους ίδιους ανθρώπους, αλλά προορισμούς που καθένας να έχει τον δικό του θελκτικό και επιτυχημένο χαρακτήρα, βασισμένο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, στρατηγική στην οποία κατευθύνεται και ο ίδιος ο ΣΕΤΕ.
Στην κλίμακα των τοπίων, που συνδυάζουν περιβάλλον, οικονομία και αισθητική, αυτά δέχονται εδώ και καιρό πιέσεις από το οικοσύστημα της νέας οικονομίας και του τουρισμού και αρχίζουν ήδη οι ραγδαίες πιέσεις από τη νέα ενεργειακή οικονομία και την κλιματική αλλαγή. Είναι εξαιρετικά σημαντική η μελέτη της τρωτότητας των τοπίων, που θα οδηγήσει στην προτεραιοποίηση για τη λήψη μέτρων και τη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου και καλών πρακτικών ως προς την ανάπτυξη των νέων δραστηριοτήτων.
Στην κλίμακα της αρχιτεκτονικής, η αξιολόγηση της δραστηριότητας που διαμορφώθηκε από τις απότομα αυξημένες ανάγκες της αγοράς τουρισμού των τελευταίων ετών και η μελέτη της χωρικής διάστασης της τουριστικής ανάπτυξης μπορεί να οδηγήσει στον ορισμό τυπολογιών με στόχο το ελάχιστο δυνατό αποτύπωμα. Το ζήτημα είναι πολυδιάστατο, γι’ αυτό είναι απαραίτητη η διεπιστημονική συνεργασία και η συλλογικότητα για οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα.
Ο,τι θέλει ο πελάτης και έχει ο Θεός;
Της Μυρτώς Κιούρτη
Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι το 1960 μια παρέα αρχιτεκτόνων θα κατάφερνε να σκαρφιστεί μια ιδιοφυή ιστορία με την οποία θα έπειθε εύπορους Ευρωπαίους να αφήσουν τις πολυτελείς επαύλεις, τα σαλόνια, τους υπηρέτες και τα ακριβά τους αυτοκίνητα, προκειμένου να κάνουν τις διακοπές τους σε κάτι φτωχικά ξερονήσια μιας απόμερης επαρχίας, με σπίτια δίχως κανονικά μπάνια, πόρτες που έμπαζαν, πατώματα που έτριζαν, τρώγοντας παράξενα φαγητά από μαντιλοφορεμένες γιαγιάδες και πίνοντας εξωτικά ποτά, παρέα με ροζιασμένους γέροντες;
Ομως, οι Ελληνες αρχιτέκτονες της γενιάς του ’60 θύμισαν στους Ευρωπαίους ότι στον δυτικό πολιτισμό το σύμβολο της υπέρτατης ηδονής δεν είναι ένα παλάτι ούτε μια έπαυλη, αλλά ο παράδεισος, δηλαδή ένας κήπος, ο κήπος της Εδέμ, όπου οι άνθρωποι ζουν πανευτυχείς και ελεύθεροι, τελείως γυμνοί, παίζοντας σαν τα παιδιά, έχοντας αποδιώξει κάθε βαρίδι του πολιτισμού, ακόμη και το ελάχιστο: το ρούχο. Το αφήγημα έπεισε τόσο πολύ, που μέσα σε λίγα χρόνια η Μύκονος και η Σαντορίνη μεταμορφώθηκαν από πάμφτωχα νησιά σε δύο από τα ακριβότερα και πιο πολυπόθητα μέρη του πλανήτη.
Σήμερα, έχοντας κληρονομήσει έναν τέτοιο θησαυρό, φοβόμαστε να τον διαχειριστούμε, εγκλωβισμένοι σε ένα ψευτοδίλημμα: «Να κάνουμε ό,τι θέλει ο πελάτης και έχει ο Θεός ή να μην κάνουμε τίποτε για να μη χαλάσουμε αυτό που έχουμε;». Πιστεύω πως πρέπει να υπερβούμε το φαινομενικό αδιέξοδο και να εξελίξουμε με τόλμη και σοφία αυτό που μας κληροδότησαν εκείνες οι γενιές. Για να το κάνουμε, όμως, πρέπει να ξανα-συνειδητοποιήσουμε ότι ο τουρισμός είναι προϊόν πολιτισμικό. Δεν αφορά μόνο αεροδρόμια, κτίρια και πισίνες, αλλά μια βιωματική εμπειρία: τις διακοπές. Διακοπές όμως, όπως λέει και η λέξη, σημαίνει «διακοπή» της καθημερινότητας, της συνήθειας, ταξίδι σε έναν «άλλο» κόσμο, που σε εκπλήσσει, σου αλλάζει την οπτική, δηλαδή σε ξεβολεύει. Ετσι, γυρίζεις πίσω ανανεωμένος, όπως λέμε, έχοντας δει τον κόσμο με άλλα μάτια.
Αυτό προσέφεραν οι Κυκλάδες και γοήτευσαν, διότι οι VIP του κόσμου επαύλεις είχαν ήδη. Για άλλα ήρθαν τότε εδώ. Και τώρα, για τι θα έρθουν; Φυσικά, αυτό δεν θα μας το πουν εκείνοι. Είναι δική μας δουλειά να εφεύρουμε ξανά το αφήγημα των διακοπών, ώστε να εξασφαλίσουμε ευημερία στον τόπο μας σήμερα αλλά και αύριο. Αυτό όμως το αφήγημα, που θα μας βοηθήσει να προσανατολίσουμε τη στρατηγική μας, σαν «οδηγός προς ναυτιλλομένους», δεν μπορούν να το δημιουργήσουν νομοθέτες, πολιτικοί μηχανικοί, μάνατζερ και εργολάβοι. Είναι δουλειά των αρχιτεκτόνων, τους οποίους δυστυχώς, μετά το ’60, η ελληνική κοινωνία υποτιμά σταθερά σε ρόλους κομπάρσου ή έστω διακοσμητή, σε τέτοιον βαθμό που το έχουν πιστέψει και οι ίδιοι και δρουν αναλόγως.
Αν, λοιπόν, θέλουμε να λύσουμε τον γρίφο των Κυκλάδων, πρέπει να εφεύρουμε ξανά γοητευτικές αφηγήσεις για το τι σημαίνει απόλαυση στις διακοπές και να εμπιστευτούμε εκείνους που είναι η δουλειά τους να το κάνουν.
Πηγή: kathimerini.gr