Του Νίκου Μανιού, βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Κυκλάδων
Με αφορμή την έκτακτη ενίσχυση των αιγοπροβατοτρόφων της χώρας και γνωρίζοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κτηνοτρόφοι των ορεινών, μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών παραθέτω κάποια στοιχεία και προτάσεις μου για την επίλυση τους. Ο ζωικός πληθυσμός στις Κυκλάδες διατηρείται σταθερός, με μείωση του πληθυσμού βοοειδών στα Δωδεκάνησα ενώ ο κλάδος της χοιροτροφίας είναι περιορισμένος. Οι εκμεταλλεύσεις είναι κυρίως εκτατικής μορφής, με υποτυπώδεις υποδομές.
Δεν υπάρχουν οργανωμένα σφαγεία σε όλα τα νησιά με αποτέλεσμα μόλις το 18% των αμνοεριφίων στις Κυκλάδες να σφάζονται σε σφαγεία ενώ το 62% να σφάζονται παράνομα και το υπόλοιπο 20% να αποτελεί τον διατηρούμενο πληθυσμό για αναπαραγωγή. Λαμβάνοντας υπόψη και τα προβλήματα συγκοινωνιών των νησιών και την απουσία εμπόρων αγοραστών, η παραγωγή παραμένει αδιάθετη. Ο παραγωγός βρίσκεται σε δυσχερή διαπραγματευτική θέση με αποτέλεσμα να μειώνεται το εισόδημά του. Ως εκ τούτου είναι αναγκαία η ενίσχυση της κτηνοτροφίας στις νησιωτικές περιοχές με στοχευμένα μέτρα στήριξης.
Στο πλαίσιο, όμως, της συνδεδεμένης ενίσχυσης στον τομέα πρόβειου και αιγείου κρέατος συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ο κύριος όρος επιλεξιμότητας είναι η ποσότητα γάλακτος η οποία παραδίδεται σε εγκεκριμένες μονάδες μεταποίησης γάλακτος και όχι το κρέας.
Αποτέλεσμα αυτού είναι φυσικά να αποκλείονται από τη λήψη της ενίσχυσης μεγάλος αριθμός κτηνοτρόφων αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων ορεινών, μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών οι οποίοι:
(1) εκτρέφουν ζώα για παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων και
(2) διαμένουν και έχουν τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις τους σε μικρά νησιά στα οποία δεν υπάρχουν εγκεκριμένες μεταποιητικές μονάδες για να παραδώσουν το γάλα τους.
Στον παραπάνω όρο επιλεξιμότητας έρχεται να προστεθεί ένας ακόμη όρος που ήταν η αναλογία 120:1 κιλά γάλακτος ανά ζώο που τώρα έχει γίνει 100:1, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι:
(1) στις ορεινές, μειονεκτικές και νησιωτικές περιοχές εκτρέφονται κυρίως ντόπιες φυλές αιγοπροβάτων με κύριο χαρακτηριστικό τη μικρή παραγωγή γάλακτος και
(2) την μικρή περίοδο άλμεξης των 4-5 μηνών το χρόνο, με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνεται ούτε το όριο των 100 κιλών ανά ζώο.
Τα όρια αυτά επιλεξιμότητας έχουν ως αποτέλεσμα να αποκλείονται κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους κτηνοτροφικές μονάδες, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό στην χώρα μας και όσες εκτρέφουν ντόπιες φυλές αιγοπροβάτων, ενώ προκρίνονται μεγάλης δυναμικότητας κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και όσες εκτρέφουν ξένες φυλές αφού μόνο τότε επιτυγχάνεται το όριο επιλεξιμότητας τουλάχιστον των 100 κιλών γάλα ανά ζώο.
Για τους παραπάνω λόγους και για την πραγματική ενίσχυση της κτηνοτροφίας στη χώρα μας, όσον αφορά τη συνδεδεμένη στήριξη στον τομέα του πρόβειου και αίγειου κρέατος, θα πρέπει να χορηγείται σε όλα στα ζώα ανεξάρτητα παραγωγικής κατεύθυνσης, είτε δηλαδή προορίζονται για γαλακτοπαραγωγή είτε για κρεατοπαραγωγή και η ενίσχυση αυτή να μειώνεται όσο αυξάνεται ο αριθμός των ζώων για να στηριχθούν ουσιαστικά οι μικρές και μεσαίου μεγέθους κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
Η ενίσχυση θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη, αν όχι να δίνεται για τις ορεινές, μειονεκτικές και νησιωτικές περιοχές αφού σύμφωνα με τον Καν. (ΕΕ) 1307/2013 χορηγείται μόνο σε εκείνους τους τομείς ή σε εκείνες τις περιφέρειες του κράτους μέλους όπου συγκεκριμένα είδη γεωργικής δραστηριότητας ή συγκεκριμένοι γεωργικοί τομείς αντιμετωπίζουν ορισμένες δυσκολίες και είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.
Τους όρους επιλεξιμότητας τους θέτει το κράτος μέλος, δηλαδή η χώρα μας και όχι η Ε.Ε..
Για τη στήριξη της κτηνοτροφίας η Κυβέρνηση προχώρησε σε έκτακτη οικονομική ενίσχυση 42 εκατ. € σε 45.000 αιγοπροβατοτρόφους. Η ενίσχυση δόθηκε πρωτίστως λόγω της μείωσης της τιμής του γάλακτος, αλλά και των άλλων προϊόντων, όπως τα γαλακτοκομικά και το κρέας.
Όμως, με την λογική της συνδεδεμένης, η ενίσχυση αφορά πάλι κτηνοτρόφους που έχουν παραδώσει γάλα σε εγκεκριμένες μεταποιητικές μονάδες ενώ οι υπόλοιποι, ακόμη και εκείνοι που μεταποιούν οι ίδιοι μέρος ή όλη την παραγωγή τους μέσω της «οικοτεχνίας» και που τους χορηγήθηκε η συνδεδεμένη ενίσχυση, έμειναν εκτός της έκτακτης ενίσχυσης.
Ο αριθμός των κτηνοτρόφων νησιωτών που έμειναν εκτός αυτής της έκτακτης ενίσχυσης ξεπερνά τους 5.000 ενώ στο σύνολο της χώρας ο αριθμός φτάνει τους 30.000.
Για όλους τους παραπάνω λόγους που δικαιολογούν την αλλαγή του τρόπου χορήγησης της συνδεδεμένης ενίσχυσης, δηλαδή την αλλαγή των όρων επιλεξιμότητας, που η χώρα μας θέτει, θα πρέπει να στηριχθούν και οι κτηνοτρόφοι που έμειναν εκτός της έκτακτης ενίσχυσης γιατί είναι κυρίως κτηνοτρόφοι μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων ορεινών, μειονεκτικών και νησιωτικών περιοχών.
Επιπλέον αν δεν αλλάξουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας της ενίσχυσης, τόσο οι κτηνοτρόφοι θα συνεχίσουν να είναι έρμαια των εμπόρων πωλώντας τα προϊόντα τους σε εξευτελιστική τιμή όσο και οι παραγωγοί παραδοσιακών τοπικών προϊόντων θα σταματήσουν να παράγουν και εμείς θα θεωρηθούμε ανακόλουθοι με τις πολιτικές μας διακηρύξεις.
Επομένως, το νέο παραγωγικό και διατροφικό πρότυπο που επιδιώκουμε να εδραιωθεί στη χώρα μας πρέπει να βασίζεται και σε μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη κτηνοτροφία.