Ο αείμνηστος Νίκος Βλ. Σφυρόερας, με το μεγάλο ποιητικό και λογοτεχνικό ευρύτερα έργο και τη συγγραφική πολυμέρεια, μας επισκέπτεται και το φετινό Πάσχα. Τα σατιρικά του ποιήματα και διηγήματα, με πρωταγωνιστές τους λογοτεχνικούς του ήρωες Νικολό και Μαργιετώ, έχουν καταγραφεί ως μια αυθεντική απεραθίτικη ματιά στην καθημερινή ζωή και την εθιμολογία του χωριού, ματιά διεισδυτική και περιπαιχτική. Η συγγραφική μαστοριά του συγγραφέα ήταν μοναδική και εξέφραζε γνήσια και πηγαία την απεραθίτικη λαϊκή μούσα και ντοπιολαλιά.
Και εδώ συναντούμε τον Νικολό στα ξένα τον Μάη του 1959 και τη Μαργετώ του στο χωριό. Οι ανάγκες της επιβίωσης, ο μισεμός και ο νόστος του γυρισμού (της παλιννόστησης) και της αντάμωσης. Εδώ, στη σημερινή διαλογική έμμετρη, ανοιχτή αλληλογραφία στην πρώτη σελίδα του Ναξιακού Μέλλοντος (αρ. φύλλου 203/10-5-1959), ο Νικολός (ο ερίφης, κατά την Μαριετώ, δηλαδή ο πονηρός, ο κατεργάρης, τουρκ. λέξη) αναθυμάται πασχαλινά έθιμα του χωριού, ειδικά την πασχαλινή γύρα («΄ύρου-΄ύρου») και τα τοπωνύμια του χωριού που την υποδέχονται, αναδεύοντας μνήμες και επιθυμίες, ποικίλα συναισθήματα του γενέθλιου τόπου που ξυπνούν έντονα στη ξενιτιά αυτές τις μέρες. Η Μαριετώ τού θυμίζει και άλλα έθιμα, ειδικά γαστρονομικής φύσεως, της ναξιακής Λαμπρής και τη λαχτάρα να τον δει, που δεν εκπληρώθηκε, παρότι δεν καζάντισε (καζαντίζω<αόρ. kazandιm του τουρκ. Kazanmak), δεν πρόκοψε στα ξένα («δεν επλόυτισες στα ξένα»).
Σημειώνω ότι η λέξη «αποδοχάρα» σημαίνει μεγάλου μεγέθους πήλινη λεκάνη, λεκάνη που δέχεται μεγάλη ποσότητα ενός πράγματος (εδώ μιλά για το ρίφι, μεσαιων. λέξη). Το γνωστό (μ)πάτουδο είναι η γέμιση του ψητού πασχαλινού αρνιού ή κατσικιού (ριφιού), που ειδικά στ’ Απεράθου γινόταν και γίνεται με ρύζι, σταφίδες, κρεμμυδάκια, κουτσουνάδες (τρυφερές παπαρούνες), μαρούλι, μάραθο κλπ. Στο Φιλώτι ονομάζεται μπατούδο και η γέμιση διαφέρει από χωριό σε χωριό της Νάξου. Η λέξη ίσως προέρχεται από τη μετοχή αορίστου (battuto) του ιταλικού ρήματος battere.
Ο οβελισμός των κατσικοπροβάτων τείνει να εκτοπίσει το μπάτουδο, το οποίο, όμως, δείχνει προ πολλών ετών, λόγω της καλυτέρευσης του βιοτικού επιπέδου και της αλλαγής των διατροφικών συνηθειών, να μην προτιμά και γεμίζει μόνο το πασχαλινό τραπέζι.
Επιχώριος
Υ.Γ: Ο δήμαρχος, ή μάλλον κάποιος αντ’ αυτού, βάλθηκε χρονιάρα μέρα να μας επιδείξει με περισσό θάρρος τις ποιητικές του προτιμήσεις, ανατρέχοντας στον Διονύσιο Σολωμό. Έτσι, δημοσίευσε στη σελίδα του ως παραταξιακού δημάρχου στο Facebook την «Ημέρα της Λαμπρής» από τον Λάμπρο (έτσι γράφει) του Διονυσίου Σολωμού:
«Μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες…
πέστε «Χριστός Ανέστη», εχθροί και φίλοι».
Αδικαιολόγητα κατατετμημένοι οι στίχοι της δεύτερης στροφής και μάλιστα συνοδευόμενοι από τη φράση «ας αδράξουμε την ευκαιρία και από την Ανάσταση του Κυρίου…». Ευκαιρία, λοιπόν, η Ανάσταση. Δυστυχώς εμφανίζεται μια φορά τον χρόνο.
Διαβάστε το πρωτότυπο:
«Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι…».
Το κυριότερο, όμως: «Ο Λάμπρος» (αυτός είναι ο τίτλος) δεν είναι ποίημα. Είναι ποιητική συλλογή. «Η ημέρα της Λαμπρής» είναι ποίημα. Ψιλά γράμματα για έναν δήμαρχο που θέλει να το παίζει και…κουλτουριάρης! Επινοητικός αυτός που ανακάλυψε το κρυμμένο ταλέντο του, έστω οψίμως. Ποτέ δεν είναι αργά.
Ε.