Ο Καπετάν Στέλιος Περιστεράκης μαζί με το πλήρωμά του και το πλοίο «Άρτεμις» αποτελεί τη γέφυρα ζωής για τους κατοίκους των απομακρυσμένων νησιών, ειδικά το χειμώνα όπου η προσέγγιση του πλοίου σε ένα μικρό λιμάνι της άγονης, είναι το γεγονός της ημέρας.
Εκείνη η ημέρα είναι του «Αγίου Βαποριού» όπως λένε χαρακτηριστικά οι κάτοικοι των νησιών και ο Καπτά Στέλιος κάνει το παν για να μην αφήσει κανένα νησί χωρίς προσέγγιση.
Με όλους τους καιρούς, ακόμη και με απαγορευτικά, σε λιμάνια ανύπαρκτα με πολλούς περιορισμούς και άπειρες δυσκολίες, έστω και χωρίς ούτε έναν επιβάτη να αποβιβαστεί ή να επιβιβαστεί, μόνο και μόνο για να παραδοθούν τα φάρμακα, τα είδη πρώτης ανάγκης, ο απαραίτητος ανεφοδιασμός ή η διακομιδή ενός ασθενούς σε μεγαλύτερο νησί που υπάρχει νοσοκομείο.
Όλες τις παραπάνω δυσκολίες των άγονων και απομακρυσμένων νησιών, καλείται να ξεπεράσει ο Πλοίαρχος και το Πλήρωμα με το «Άρτεμις» και να χαρίζουν αισθήματα ανακούφισης και ασφάλειας στους κατοίκους. Έτσι το ναυτικό επάγγελμα μετατρέπεται σε λειτούργημα και το δρομολόγιο του πλοίου σε ιερή αποστολή, καθώς ό,τι εξαρτάται από το πλοίο στο κάθε νησί, είναι ζωτικής σημασίας.
Και ο Καπτά Στέλιος είναι ο άνθρωπός τους, που έχει γίνει ένα με τα νησιά αυτά από το 2009 μέχρι σήμερα. Με ορμητήριο τη Σύρο τις πιο πολλές ημέρες της εβδομάδας, όλα αυτά τα χρόνια κάθε μέρα πάνω κάτω τις Κυκλάδες, χειμώνα καλοκαίρι αδιάκοπα. Τα περισσότερα ρεμέντζα από κάθε άλλη γραμμή.
– Πείτε μας δυο λόγια για την καταγωγή σας Καπετάνιε…
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νάξο, ένα νησί που είναι γνωστό ότι έχει και μεγάλη ναυτική παράδοση. Το πατρικό μου σπίτι αυτό που μεγάλωσα είναι κοντά στο λιμάνι και ο πατέρας μου ήταν ναυτικός-μηχανικός. Η ζωή μου θα έλεγα πως είναι δεμένη με τη θάλασσα από την αρχή. Όλα αυτά τα βιώματα από την παιδική ηλικία σίγουρα έπαιξαν κάποιο ρόλο στην απόφασή μου να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα και να περνώ ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου στη θάλασσα που αγαπώ έτσι κι αλλιώς. Ο πατέρας μου, μου μετέδωσε την αγάπη για τη θάλασσα, έχει φύγει πια από τη ζωή, όμως το πατρικό μου σπίτι είναι εκεί γεμάτο αναμνήσεις και με τη μητέρα μου να ζει εκεί μέχρι σήμερα στα 91 της χρόνια.
– Τι πλοία θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια και με ποιο τρόπο είχατε δεθεί;
Θυμάμαι παιδάκι να πηγαίνω στο λιμάνι και να βλέπω πλοία, που έχουν χαράξει τη δικιά τους ιστορία στις Κυκλάδες. Το Μιαούλης, το Κυκλάδες το Έλλη το οποίο ονομάστηκε μετέπειτα Σχοινούσα. Όπως καταλαβαίνετε, αφού είχα αυτές τις μνήμες και αυτά τα βιώματα, το δέσιμο μου ήταν πολύ δυνατό και η αγάπη μου για τη θάλασσα ήταν η φυσική μου πορεία…
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στο arxipelagos.gr…