Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων και η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) – Του Θανάση Κωτσάκη

makedonikos agonas
admin
15/01/2018 18:02
 
 
 

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα (1908-2008), μίας ένοπλης και αιματηρής σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων για τον έλεγχο της Μακεδονίας.

Η διαμάχη αυτή υπήρξε απότοκος των γεωπολιτικών ανακατατάξεων και εξελίξεων του β΄ μισού του 19ου αιώνα. Καθοριστικός παράγοντας για την ανακίνηση του μακεδονικού ζητήματος υπήρξε η άνθιση του πανσλαβισμού -υπό την καθοδήγηση του ρωσικού παράγοντα- και η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων, που επιζητούσαν αφενός αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και αφετέρου διέξοδο προς το Αιγαίο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο σλαβικός κόσμος βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τον ελληνισμό, με συνέπεια τη δημιουργία προστριβών, αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ των δύο πλευρών.

 

Οι Βούλγαροι είναι λαός τουρανικής προέλευσης που εγκαταστάθηκε στο χώρο της Βαλκανικής τον 7ο αιώνα και που αφομοιώθηκε συν τω χρόνω από τους προεγκατεστημένους σλαβικούς πληθυσμούς της περιοχής. Έτσι το 681 μ.Χ. ιδρύθηκε το πρώτο βουλγαρικό κράτος, το οποίο καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του μεσαίωνα βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 870 η βουλγαρική Εκκλησία ανακήρυξε την αυτοκεφαλία της, ενώ το 927 αναβαθμίστηκε σε πατριαρχείο. Οι Βούλγαροι πέρασαν επίσης για κάποιο διάστημα στη βυζαντινή κυριαρχία (1018-1185). Στη συνέχεια όμως επανίδρυσαν το κράτος τους (1187) και τελικά υποτάχθηκαν στους Οθωμανούς Τούρκους (1393) χάνοντας όχι μόνο την πολιτική τους ανεξαρτησία, αλλά και την εκκλησιαστική τους αυτονομία, υπαγόμενοι μαζί με τους άλλους ορθοδόξους χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Έλληνα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Το 19ο αιώνα όμως, ακολουθώντας το γενικότερο ρεύμα αφύπνισης του εθνικού αισθήματος των υπόδουλων και καταπιεσμένων από τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες λαών, διεκδίκησαν δυναμικά την εθνική τους αποκατάσταση, επιδιώκοντας σε πρώτη φάση την αποτίναξη του εκκλησιαστικού ελέγχου, της οικονομικής διείσδυσης και της πολιτισμικής επιρροής των Ελλήνων και στη συνέχεια -μετά την «εθνικοποίηση» της βουλγαρικής ορθόδοξης Εκκλησίας- να αποκτήσουν το δικό τους εθνικό κράτος.

Πρωτοπόροι του βουλγαρικού εθνικισμού
Ο ορθόδοξος βουλγαρικός κλήρος υπήρξε από τους πρωτοπόρους στη διαδικασία αυτή εθνικής αφύπνισης και ανόδου του βουλγαρικού εθνικισμού. Το πλέον πρώιμο δείγμα αφύπνισης της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης ήταν ένα σύγγραμμα, το οποίο δημοσίευσε στα 1762 ο Βούλγαρος μοναχός, Παΐσιος (1722-1798) με τίτλο «Ιστορία Σλαβοβουλγαρική περί των βουλγαρικών λαών, βασιλέων και αγίων».

Ο Παΐσιος μόνασε επί μακρόν στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη μονή Χιλανδαρίου, γι’ αυτό το λόγο έμεινε γνωστός και ως «Χιλαντάρσκι». Στην εισαγωγή της σλαβοβουλγαρικής του ιστορίας διευκρίνιζε ότι σκοπός του ήταν: «βλέποντας πολλούς από τους Βουλγάρους να πράττουν και να πορεύονται κατά τα ξένα έθνη… να σπεύσουν να γνωρίσουν το έθνος και τη γλώσσα τους», αφήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αιχμές κατά της ελληνικής επιρροής (μέσω του κλήρου, των Φαναριωτών, των εμπόρων, των λογίων κλπ), που κρατούσε τους ομοεθνείς του σε εθνικό λήθαργο. Κύρια επιδίωξή του ήταν να κάνει τους ομοεθνείς του να συνειδητοποιήσουν ότι ήταν ένας λαός με ένδοξο παρελθόν ότι όφειλαν να φανούν δραστήριοι και εργατικοί για να εξασφαλίσουν ένα εξίσου λαμπρό μέλλον. Κατά την οπτική του Παϊσίου λοιπόν ο βουλγαρικός λαός ήταν θύμα όχι μόνο του Οθωμανού κατακτητή, αλλά και της ελληνικής άρχουσας τάξης, που συναπαρτιζόταν από το εκκλησιαστικό κατεστημένο, τους προύχοντες και τους μεγαλεμπόρους.

Οι θέσεις του είχαν μεγάλη απήχηση. Σημαντικός επίγονος του Παϊσίου υπήρξε και ο Στόικο Βλαντισλάβωφ (1739-1814), γνωστός και ως Σωφρόνιος. Έγραψε στα 1806 το «Κυριακοδρόμιο», το πρώτο τυπωμένο βιβλίο στη βουλγαρική γλώσσα, γεγονός που συνέβαλε στη διαμόρφωσή της σύγχρονης μορφής της.

Ένας άλλος σημαντικός εκπρόσωπος της βουλγαρικής εθνικιστικής διανόησης ήταν ο επίσης μοναχός, Νεόφυτος Μποζβελί. Ο ίδιος έχοντας υιοθετήσει μία σκληρή αντιπατριαρχική στάση, κάτι που αποτυπώθηκε στο έργο του «Μητέρα Βουλγαρία», αποκήρυξε κάθε ιδέα συνύπαρξης με τους Έλληνες, θεωρώντας μάλιστα τους ελληνίζοντες σλαβόφωνους της περιοχής ως «παραπλανηθέντες από την προπαγάνδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίοι όφειλαν να επανέλθουν στους κόλπους του βουλγαρισμού». Ήταν λοιπόν υπέρ της επαναφοράς της σλαβικής γλώσσας στη θ. λειτουργία. Πέτυχε μάλιστα με τη συνδρομή άλλων επιφανών Βουλγάρων εθνικιστών -κατόπιν ενεργειών προς τις οθωμανικές αρχές- την ίδρυση του πρώτου βουλγαρικού ναού στην Κωνσταντινούπολη (1849), για τις ανάγκες των παρεπιδημούντων Βουλγάρων της περιοχής, όπου η λειτουργική γλώσσα ήταν η σλαβωνική.

Σε τροχιά απόσχισης
Η ανεξαρτητοποίηση, αυτονόμηση και απόσχιση των Βουλγάρων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε ο προάγγελος για την ίδρυση ενός ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους.

Ήδη το 1824 έγινε η πρώτη εξέγερση χωρικών στη Βράτσα κατά των Ελλήνων μητροπολιτών που εισέπρατταν φόρους, ενώ από τη δεκαετία του 1840 άρχισε να καλλιεργείται με το αίτημα των Βουλγάρων όχι μόνο για εθνική, αλλά και για εκκλησιαστική χειραφέτηση. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) η Οθωμανική Αυτοκρατορία, πιεζόμενη από τις δυτικές δυνάμεις (Αγγλία – Γαλλία) προέβη στην παραχώρηση κάποιων ευνοϊκών για τους Βουλγάρους ρυθμίσεων αναφορικά με το εκκλησιαστικό τους καθεστώς (Hat-i-Humayun) με σκοπό τη μείωση της επιρροής της Ρωσίας ως προστάτιδας των ορθοδόξων στην περιοχή. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τους Βουλγάρου εθνικιστές οι οποίοι απαιτούσαν πλήρη εκκλησιαστική αυτονομία.
Όμως οι Βούλγαροι δεν είχαν μία ενιαία εθνική πολιτική. Ήσαν διηρεμένοι σε δύο μεγάλες ομάδες: στους «μετριοπαθείς» και στους «ριζοσπάστες» ή ακραίους». Τους μετριοπαθείς αποτελούσαν οι μεγαλοαστοί, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες και βιομήχανοι, οι οποίοι επιδίωκαν απλώς τη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στην Εκκλησία και του διορισμού Βουλγάρων επισκόπων στις μητροπόλεις της Βουλγαρίας, με κάποιες τάσεις διάθεσης συμβιβασμού με το Πατριαρχείο. Οι μετριοπαθείς πάλι διαιρούνταν σε ρωσόφιλους και σε τουρκόφιλους. Τους ακραίους αποτελούσαν μικροαστοί, μέλη συντεχνιών, μικρέμποροι και γενικά μη προνομιούχα αστικά στρώματα, που διακήρυτταν ευθαρσώς ότι σκοπός τους ήταν η δημιουργία μίας ανεξάρτητης βουλγαρικής Εκκλησίας, της οποίας ο ηγέτης θα εκλεγόταν από το λαό. Το κόμμα των μετριοπαθών ήταν γνωστό και ως «Παλιό», ενώ αυτό των ακραίων λεγόταν και «Νέο». Αρχηγός των πρώτων ήταν ο Γκαβρήλ Κρούστεβιτς, ενώ των δεύτερων ο Πέτκο Σλαβέικωφ.

Την άνοιξη του 1856 οι Βούλγαροι ακραίοι εθνικιστές του «Νέου» κόμματος ζήτησαν από τον Τούρκο σουλτάνο την παραχώρηση πολιτικής και εκκλησιαστικής αυτονομίας. Αντίθετα, οι μετριοπαθείς του «Παλιού» παρέμειναν προσηλωμένοι στην αρχή της εκλογής των επισκόπων από το λαό, στη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας κατά τις λειτουργίες και στη θεσμοθέτηση καθορισμένων εκκλησιαστικών τελών. Έπειτα συνεκλήθη συνέδριο από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (Οκτώβριος 1858 – Φεβρουάριος 1860). Το συνέδριο απέρριψε τις βουλγαρικές αξιώσεις, ακόμη και αυτές των μετριοπαθών «Παλιών» και έτσι το «Νέο» εθνικιστικό κόμμα κατέστη κυρίαρχο στους κόλπους των Βουλγάρων διανουμένων εθνικιστών.

Εν τω μεταξύ ο αγώνας των Βουλγάρων για εκκλησιαστική χειραφέτηση και απαλλαγή από την εξουσία του ελληνικού κλήρου συνεχίστηκε, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, και στο εσωτερικό της Βουλγαρίας με επίκεντρο την Φιλιππούπολη, αλλά και άλλες πόλεις: τη Σόφια, το Τύρνοβο, το Βιδίνι, το Σάμοκωφ, το Λόβετς. Στη Φιλιππούπολη ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός ήταν ιδιαιτέρως βίαιος, συγκριτικά με τις άλλες περιοχές, δεδομένου ότι εκεί διαβιούσε ένα ακμάζον ελληνικό στοιχείο, του οποίου επικεφαλής ήταν ο μητροπολίτης Χρύσανθος, σφοδρός πολέμιος του βουλγαρικού εθνικού κινήματος.

Οι Βούλγαροι μικροαστοί (τεχνίτες, μικρέμποροι κτλ), που στήριζαν τις πιο ακραίες λύσεις, ήταν ιδιαιτέρως ισχυροί στην περιοχή. Αντιθέτως, οι μεγαλογαιοκτήμονες (χορμπατζήδες), που αποτελούσαν την τοπική άρχουσα τάξη, δεν αντανακλούσαν συνήθως τα αισθήματα του βουλγαρικού λαού, αλλά είχαν στην πλειοψηφία τους μία ελληνίζουσα στάση, έτειναν δηλαδή να θεωρούνται Γραικομάνοι, δηλαδή σλαβόφωνοι με ελληνική ή ελληνίζουσα συνείδηση.

Η ρήξη
Κατά την Κυριακή του Πάσχα του 1860 σημειώθηκαν νέες εξελίξεις ως προς το ζήτημα της ανεξαρτησίας της βουλγαρικής Εκκλησίας.

Τότε, στον κατάμεστο βουλγαρικό ναό της Κωνσταντινούπολης, τον αφιερωμένο στον Άγιο Στέφανο, ο Ιλαρίων Μακαριοπόλσκι δεν αναγνώρισε για πρώτη φορά τον Οικουμενικό Πατριάρχη, μη μνημονεύοντάς τον. Ωστόσο έκανε μνεία στο σουλτάνο, συνθέτοντας μάλιστα έναν ύμνο αφιερωμένο ειδικά σ’ αυτόν, κάτι που είχε ως συνέπεια, ο ίδιος και οι συν αυτώ ν’ αποκτήσουν την εύνοιά των Οθωμανών. Έτσι οι συνθήκες για την απόσχιση από το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ωρίμαζαν ολοένα και περισσότερο. Οι Τούρκοι συνειδητοποιούσαν πλέον ότι ήταν δυνατή και επωφελής ενδεχομένως γι’ αυτούς και τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα η (επαν)ίδρυση μίας εθνικής και ανεξάρτητης βουλγαρικής ορθόδοξης Εκκλησίας.

Πάντως η παραπάνω ενέργεια του Ιλαρίωνα έγινε δεκτή με ενθουσιασμό σε όλη τη Βουλγαρία, ενώ ο ίδιος δέχτηκε μηνύματα συμπαράστασης. Μάλιστα κατά την εορτή των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου δεν μνημονεύθηκε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας το όνομα του πατριάρχη σε πολλές πόλεις. Έκτοτε πολλοί βουλγαρικοί πληθυσμοί δεν αποδέχονταν πλέον τους Έλληνες επισκόπους τους, ενημερώνοντας παράλληλα γι’ αυτό την οθωμανική διοίκηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σοβαρών συγκρούσεων στους ναούς με το ελληνικό στοιχείο.

Έτσι ο πατριάρχης συνεκάλεσε σύνοδο το 1861 με τη συμμετοχή 27 ιεραρχών. Η σύνοδος κατεδίκασε τον Ιλαρίωνα και τους συν αυτώ και αναθεμάτησε όσους είχαν κοινωνία με αυτούς. Ωστόσο η πατριαρχική πλευρά έκανε κάποιες παραχωρήσεις προς τους Βουλγάρους σχετικά με το δικαίωμα αποδοχής επισκόπων και χρήσης της βουλγαρικής γλώσσας σε περιοχές καθαρά βουλγαρόφωνες. Από την άλλη πλευρά η καταδίκη από την πλευρά της συνόδου των εκκλησιαστικών ταγών της βουλγαρικής πλευράς ουσιαστικά δεν επηρρέασε την κατάσταση, δεδομένου ότι είχε πρακτικά ελάχιστη απήχηση. Στη Βουλγαρία μάλιστα πολλοί ιερείς αναθεμάτιζαν τον πατριάρχη, καίγοντας τα γράμματα που τους είχε αποστείλει γνωστοποιώντας την καταδίκη των εκκλησιαστικών τους ηγητόρων, ενώ οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν και φυλάκισαν κάποιους από αυτούς, που όμως απελευθερώθηκαν στη συνέχεια από τα πλήθη.

Κίνημα για την Ένωση με τη Λατινική Εκκλησία (Ουνία)
Η εχθρότητα αυτή με το Φανάρι σε συνδυασμό με τη ρωσική απροθυμία τη δεδομένη στιγμή για υποστήριξη του βουλγαρικού αιτήματος για εκκλησιαστική αυτοδιάθεση οδήγησε τους Βουλγάρους στην αγκαλιά της Αγίας Έδρας. Ο ηγέτης του ενωτικού (ουνιτικού) κινήματος ονομαζόταν Ντράγκαν Τσάνκωφ και προπαγάνδιζε την έννοια της Ουνίας ως της μόνης βιώσιμης λύσης για το εκκλησιαστικό εθνικό ζήτημα των Βουλγάρων.

Η ενωτική (ουνιτική) κίνηση έτυχε αποδοχής στους κόλπους των βουλγαρικών πληθυσμών του Κιλκίς. Αυτή ήταν η πρώτη πόλη, όπου έγινε δεκτός ένας Βούλγαρος επίσκοπος προσκείμενος στη Ρώμη. Το 1860 υπογράφηκε συμφωνία ένωσης με τον πάπα Ρώμης σύμφωνα με την οποία η βουλγαρική Εκκλησία διατηρούσε τη λειτουργική της παράδοση και το τυπικό της αναγνωρίζοντας όμως τον πάπα ως πνευματικό της ηγέτη. Επικεφαλής της ουνιτικής βουλγαρικής Εκκλησίας ορίστηκε ο Ιωσήφ Σοκόλσκι, ηγούμενος της μονής του Γκάμπροβο.

Οι Ιησουΐτες τον έστειλαν στη Ρώμη και το 1861 ο πάπας τον χειροτόνησε αρχιεπίσκοπο Βουλγαρίας, τάζοντάς του μάλιστα ότι θα τον έχριζε πατριάρχη εάν οι λατινόφρονες της Βουλγαρίας έφθαναν τις 500.000. Ο Σοκόλσκι έλαβε επίσης οικονομική βοήθεια από τον Γάλλο μονάρχη Ναπολέοντα Γ΄ και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια όμως υπήρξαν αντιδράσεις και τελικά η απόφαση για προσχώρηση της βουλγαρικής Εκκλησίας στην Ουνία δεν τελεσφόρησε και δεν υλοποιήθηκε. Μάλιστα ο Σοκόλσκι «αυτομόλησε» στη Ρωσία, καταγγέλλοντας τη συμφωνία ένωσης με τη Δυτική Εκκλησία, προτρέποντας μάλιστα και άλλους να κάνουν το ίδιο. Αυτή η πράξη υπήρξε ουσιαστικά και η αρχή του τέλους για τη βραχύβια ουνιτική Εκκλησία της Βουλγαρίας, αφού και άλλα σημαίνοντα στελέχη της, μεταξύ των οπίων και ο Τσάνκωφ, κατήγγειλαν τη συμφωνία Ένωσης. Η βασική αιτία, που το εγχείρημα αυτό για ένωση της βουλγαρικής Εκκλησίας με τον πάπα, είχε ένα άδοξο τέλος, ήταν ότι τα κίνητρα που ώθησαν τους Βουλγάρους σε μία στροφή προς την Αγία Έδρα δεν ήταν θρησκευτικά, αλλά εθνικιστικά, αφού μέσω της συμπόρευσης με το Βατικανό έβρισκαν έναν τρόπο να αποτινάξουν την κυριαρχία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Η εμπλοκή του ρωσικού παράγοντα
Καταλυτικός υπήρξε προς την κατεύθυνση της επανίδρυσης της εθνικής βουλγαρικής Εκκλησίας ο ρόλος του Ρώσου προξένου στην Κωνσταντινούπολη, κόμητος Ιγνάτιεφ (1804-1877). Ο Ιγνάτιεφ, φοβούμενος την απώλεια της ρωσικής επιρροής στην περιοχή αποφάσισε να στηρίξει ενεργά την υπόθεση της ανεξάρτητης βουλγαρικής Εκκλησίας. Ο ίδιος, διαπνεόμενος επιπλέον από τα ιδεώδη του Πανσλαβισμού, θεωρώντας δηλαδή ότι υπήρχαν φυλετικοί δεσμοί μεταξύ Ρώσων και Βουλγάρων, οι οποίοι θα έπρεπε να ισχυροποιηθούν μέσω της στήριξης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής των εθνικών επιδιώξεων των Βουλγάρων για ανασύσταση της εθνικής τους Εκκλησίας, δεδομένης και της ανταγωνιστικής σχέσης κυρίως με τη Γαλλία και την Αυστρία, που προωθούσαν τις ρωμαιοκαθολικές θέσεις μέσω της Ουνίας, αλλά και με τη Βρετανία, που προήγαγε τη διάδοση του Προτεσταντισμού μέσω των δικών της μισσιοναρίων.

Ο προσεταιρισμός της βουλγαρικής Εκκλησίας υπήρξε λοιπόν το πρώτιστο μέλημα του Ιγνάτιεφ. Ωστόσο ο ίδιος δεν θέλησε να έλθει σε ανοιχτή ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευρύτερα με τον Ελληνισμό. Ήθελε να διατηρηθεί η εικόνα, που είχαν οι Έλληνες για τη Ρωσία, ως μίας προστάτιδας δύναμης όλων των υποδούλων ορθοδόξων χριστιανών και να μην θεωρηθεί ότι υποστηρίζει μονομερώς και ετεροβαρώς τα συμφέροντα των Βουλγάρων, στρέφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την Ελλάδα στο στρατόπεδο των Αγγλογάλλων.

Μετά πάντως την αποτυχία του εγχειρήματος της Ουνίας στη Βουλγαρία, οι Οθωμανοί απέκτησαν εκ νέου τη δυνατότητα να γίνουν διαμεσολαβητές και επιδιαιτητές μεταξύ των προσκείμενων στην υπό εκκόλαψη εθνική βουλγαρική Εκκλησία και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο προς ίδιον όφελος. Όμως αναφορικά με το ζήτημα αυτό ακούγονταν στους κόλπους των Βουλγάρων διαφορετικές φωνές. Οι του «Παλαιού» κόμματος υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να επέλθει μία συμφωνία με τον πατριάρχη, ενώ αντιθέτως οι του «Νέου» κόμματος επιζητούσαν μία πλήρη ρήξη με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Το 1864 συνεκλήθη στο Πατριαρχείο σύνοδος αποτελούμενη και από Βουλγάρους. Τα κυριότερα αιτήματα των Βουλγάρων ήταν τα εξής:

α) οι επίσκοποι του βουλγαρικού χώρου έπρεπε να είναι Βούλγαροι, β) η σύνοδος έπρεπε να αποτελείται ισομερώς από Έλληνες και από Βούλγαρους. Τα παραπάνω αιτήματα απορρίφθηκαν από τους Έλληνες και η σύνοδος τελείωσε χωρίς να υπάρξει καμία πρόοδος επί του προκειμένου. Το 1866 έλαβε χώρα μία νέα πατριαρχική σύνοδος, η οποία και καταδίκασε τα βουλγαρικά αιτήματα ως αιρετικά. Κατά την πατριαρχική ορολογία η επιδίωξη της απόσχισης μίας τοπικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο βάσει εθνοτικών κριτηρίων χαρακτηρίζονταν αίρεση και ονομαζόταν «εθνοφυλετισμός».

Μέχρι το 1866 το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Υψηλή Πύλη αρνούνταν να δεχθούν τα βουλγαρικά αιτήματα, ενώ η Ρωσία ήλπιζε σε μία συμφωνία μεταξύ Πατριαρχείου και Παλαιού κόμματος. Ωστόσο ένα χρόνο αργότερα ο πατριάρχης Γρηγόριος ΙΣΤ΄ πήρε την πρωτοβουλία να προωθήσει σχέδιο με τις «ευλογίες» της Ρωσίας, σύμφωνα με το οποίο 12 επισκοπές (πλην των περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης) θα καθίσταντο αυτόνομοι και ένας μητροπολίτης θα οριζόταν από τον οικουμενικό πατριάρχη. Το «Παλαιό» κόμμα αποδέχτηκε το σχέδιο ως βάση διαλόγου, ωστόσο δεν κατέστη δυνατό να επέλθη συμφωνία μεταξύ των δύο μερών, δεδομένου ότι οι Βούλγαροι επιζητούσαν την επέκταση της ελεγχόμενης από αυτούς περιοχής πέραν της προκαθορισθείσης ζώνης, κάτι που απέρριπταν οι Έλληνες. Τελικά μετά την κατάρρευση της διαπραγματευτικής διαδικασίας στις συνομιλίες μεταξύ Ελλήνων πατριαρχικών και μετριοπαθών Βουλγάρων εθνικιστών οι Βούλγαροι ριζοσπάστες εθνικιστές κατά κάποιο τρόπο δικαιώθηκαν.

Μετά δε την αποτυχία της Κρητικής Επαναστάσεως (1866-1869) και την ήττα των Ελλήνων στην εν λόγω ελληνοτουρκική διένεξη η Ρωσία εγκατέλειψε την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων και στράφηκε αναφανδόν υπέρ των βουλγαρικών θέσεων, στηρίζοντας τις βουλγαρικές επιδιώξεις στον εκκλησιαστικό (και όχι μόνο) τομέα.

Η δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας
Ο Ιγνάτιεφ λοιπόν συνέβαλε, ασκώντας την επιρροή του, στην έκδοση από την Υψηλή Πύλη ενός φιρμανίου (28-2/11-3-1870), που αναγνώριζε την αυτόνομη βουλγαρική Εκκλησία, την επονομαζόμενη βουλγαρική Εξαρχία. Επιπλέον, σύμφωνα με αυτό, διευρύνονταν τα γεωγραφικά όρια της εκκλησιαστικής αυτονομίας των Βουλγάρων εν συγκρίσει με το πατριαρχικό σχέδιο επίλυσης του 1867, εφόσον σε μία περιοχή τα δύο τρίτα του τοπικού πληθυσμού επιθυμούσαν να ενσωματωθούν στη βουλγαρική Εξαρχία.

Το εν λόγω φιρμάνι υπήρξε η απαρχή (δημιούργησε τις προϋποθέσεις) για τη δημιουργία περαιτέρω προστριβών μεταξύ του ελληνικού και του βουλγαρικού στοιχείου. Έτσι ανοίχθηκαν οι ασκοί του Αιόλου, οι οποίοι οδήγησαν την έξαρση του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού. Έκτοτε περιοχές όπου συμβίωναν Έλληνες και Βούλγαροι έγιναν συχνά πεδίο συγκρούσεων, για το ποία από τις δύο εθνοτικές ομάδες θα επικρατούσε. Οι ιεράρχες του ευρύτερου βουλγαρικού χώρου που έπαιρναν το μέρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αντιμετώπιζαν την εχθρότητα των Βουλγάρων εθνικιστών και έτσι πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην Εξαρχία, χαρακτηριζόμενοι ως Βούλγαροι, στρεφόμενοι πλέον κατά των Ελλήνων πατριαρχικών.
Όσοι λοιπόν εντάσσονταν στη βουλγαρική Εξαρχία θεωρούνταν Βούλγαροι, ενώ όσοι παρέμεναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρούνταν Έλληνες. Αυτό λοιπόν υπήρξε από το 1870 και έπειτα το βασικότερο κριτήριο εθνοτικού προσδιορισμού και διαχωρισμού μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.

Πάντως το φιρμάνι, που αναγνώριζε τη βουλγαρική Εξαρχία, δεν της απέδιδε πλήρη ανεξαρτησία, δεδομένου ότι έπρεπε να τύχει της εγκρίσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ωστόσο έγινε δεκτό με ικανοποίηση από τους Βουλγάρους, διότι αναγνωρίστηκε η βουλγαρική εθνότητα ως ξεχωριστή σε σχέση με τους Έλληνες και τους υπόλοιπους υπόδουλους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που επιθυμούσαν διακαώς και διεκδικούσαν με πολύχρονους και σκληρούς αγώνες οι Βούλγαροι εθνικιστές. Την προσωρινή σύνοδο απάρτιζαν οι μητροπολίτες: Ιλαρίων Μακαριουπόλεως (Μακαριοπόλσκι), Ιλαρίων Λοβχάνσκι, Πανάρετος Φιλιππουπόλεως, Παΐσιος Φιλιππουπόλεως και Άνθιμος Πρεσλάβας.

Το εσωτερικό νομοκανονικό καθεστώς στης βουλγαρικής Εκκλησίας προετοιμάστηκε από επιφορτισμένη γι’ αυτό επιτροπή, στην οποία οι του «Παλαιού» κόμματος υπό τον Γκαβρήλ Κρούστεβιτς είχαν τον κυρίαρχο ρόλο, ενώ οι «Νέοι» πίεζαν για περισσότερη «δημοκρατία» εντός των κόλπων της βουλγαρικής Εκκλησίας (π.χ. τετραετή αντί για ισόβια θητεία για τον έξαρχο, απευθείας εκλογή μητροπολιτών από το λαό). Το εσωτερικό νομοκανονικό καθεστώς της βουλγαρικής Εκκλησίας εστάλη προς έγκριση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η αντίδραση του Πατριαρχείου ήταν να παραπέμψει το βουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα σε Πανορθόδοξη Σύνοδο, όπου οι συσχετισμοί δυνάμεων ήταν δυσμενείς γι’ αυτό, δεδομένης της υποστήριξης της ρωσικής και άλλων σλαβικών Εκκλησιών προς τη βουλγαρική Εξαρχία.

Σε κάποιους από τους Βουλγάρους ιεράρχες είχε επιβληθεί από το Πατριαρχείο η ποινή της ακοινωνησίας, άλλοι είχαν χάσει τα αξιώματά τους, έγκλειστοι σε φυλακές της Μικράς Ασίας. Τελικά, κατόπιν πολλών διεργασιών και δυναμικών κινητοποιήσεων από πλευράς των Βουλγάρων εθνικιστών εκλέχτηκε ως ο πρώτος έξαρχος της βουλγαρικής ορθόδοξης Εκκλησίας ο Βιδινίου, Άνθιμος (18-2-1872), ωστόσο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν τον αναγνώρισε, κάτι που όμως δεν ίσχυσε και για τις οθωμανικές αρχές.

Στις 24 Μαΐου 1872, την ημέρα εορτής της μνήμης των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου τελέστηκε πανηγυρική θεία λειτουργία υπό τον Άνθιμο και με τη συμμετοχή των τιμωρημένων με ακοινωνησία Ιλαρίωνα Μακαριουπόλεως και του πρωτοσυγγέλου, Συμεών. Λίγες μέρες αργότερα (Ιούνιος 1872) ο πατριάρχης συνεκάλεσε διευρυμένη σύνοδο, όπου επέβαλε το επιτίμιο της ακοινωνησίας σε όσους Βουλγάρους κληρικούς δεν την είχαν ήδη υποστεί και αναθεμάτιζε τους ήδη τιμωρημένους με την ποινή της ακοινωνησίας. Τέλος χαρακτήρισε τη βουλγαρική Εκκλησία ως σχισματική.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να πείσει τις οθωμανικές αρχές να αποσύρουν το φιρμάνι, που αναγνώριζε τη βουλγαρική Εκκλησία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επίσης η Υψηλή Πύλη αρνήθηκε να χαρακτηρίσει τη βουλγαρική Εξαρχία ως σχισματική, όπως είχε πράξει το Πατριαρχείο. Τελικά η βουλγαρική Εκκλησία θα παραμείνει υπ’ αυτό το καθεστώς (σχισματική) μέχρι το έτος 1945.

Επίλογος
Η δημιουργία της «εθνικής» Εκκλησίας των Βουλγάρων μέσα από την ανακήρυξη της βουλγαρικής Εξαρχίας υπήρξε χαρακτηριστικό φαινόμενο του 19ου αιώνα. Την εποχή εκείνη παρατηρήθηκε μία γενικότερη έξαρση του εθνικισμού.

Οι λαοί αφυπνίζονταν εθνικά προσπαθώντας να αποτινάξουν τα δεσμά απολυταρχικών και ανελεύθερων καθεστώτων, κυρίως πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Στα πλαίσια αυτά αγωνίζονταν για την αυτονόμηση τους σε εκκλησιαστικό επίπεδο, ως το πρώτο βήμα για την εθνική τους χειραφέτηση. Δεν θα πρέπει εξάλλου να μας διαφεύγει ότι ο θρησκευτικός προσδιορισμός ενός εκάστου υπήρξε καθοριστικός για τη διαμόρφωση της εθνικής του ταυτότητας: οι πατριαρχικοί ταυτίζονταν με τους Έλληνες, οι εξαρχικοί με τους Βουλγάρους και οι μουσουλμάνοι με τους Τούρκους.

Μπορεί η Εκκλησία να έχει θεολογικά έναν οικουμενικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα, ωστόσο αποτελεί ιστορικά και μία σημαντική πολιτισμική παράμετρο, έναν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης. Έτσι π.χ. η επιλογή της γλώσσας των ιερών ακολουθιών του κάθε λαού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνική του αυτοσυνειδησία.

Ο αγώνας εν προκειμένω για την επικράτηση της ελληνικής ή της σλαβικής γλώσσας στις διαφιλονικούμενες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης αντανακλά αυτή την πραγματικότητα. Έλληνες και Βούλγαροι δεν συγκρούστηκαν μόνο σε επίπεδο στρατιωτικό (κυρίως από τα τέλη του 19ου αιώνα και έπειτα), αλλά η εκατέρωθεν δράση τους συμπεριελάμβανε τη δραστηριοποίηση δασκάλων και κληρικών, που στόχευαν στη διαμόρφωση μίας επιθυμητής γι’ αυτούς εθνικής ταυτότητας, ιδίως των πληθυσμών με «ρευστή» εθνική συνείδηση.

Βεβαίως η τάση αυτή της εκκλησιαστικής αυτονόμησης και απόσχισης των Βουλγάρων καταδικάστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως «εθνοφυλετική αίρεση» (1872). Ο «εθνοφυλετισμός» δεν συνάδει με την ορθόδοξη θεολογία και θεωρείται καταδικαστέος, δεδομένου ότι «δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται η ιδιαίτερη φυλή και το ιδιαίτερο έθνος σε βάρος της Καθολικής Πίστεως, γιατί αυτό διασπά την ενότητα της Εκκλησίας, την οποία στηρίζει η Χάρη του Θεού και οι αγώνες των αγίων Πατέρων». Ωστόσο η ίδρυση της «εθνικής» βουλγαρικής Εκκλησίας (1870) δεν υπήρξε κάτι το καινοφανές, αφού ήδη από το μεσαίωνα οι Βούλγαροι διέθεταν τη δική τους εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση, ευρισκόμενοι πάντως σε κοινωνία με τις υπόλοιπες ορθόδοξες Εκκλησίες.

Εξάλλου η άμεση υπαγωγή τους στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν υπήρξε δική τους επιλογή, αλλά τους επιβλήθηκε άνωθεν (από τους Οθωμανούς κατακτητές) μετά την κατάλυση του μεσαιωνικού βουλγαρικού βασιλείου. Το ίδιο ισχύει και για άλλους γειτονικούς λαούς π.χ. για τους Σέρβους, οι οποίοι απώλεσαν και αυτοί την εκκλησιαστική τους αυτονομία μετά την τουρκική κατάκτηση, ωστόσο κατόρθωσαν σχετικά νωρίς να την επανακτήσουν, αρχικά προσωρινά (1557-1767) και αργότερα μόνιμα (1879). Το ίδιο έπραξαν και οι Έλληνες του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος, οι οποίοι αν και ομοεθνείς με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, επέλεξαν το δρόμο της ρήξης με τη «Μητέρα Εκκλησία» και της αυτονόμησής τους (1833), θεωρώντας ότι ενίσχυαν και προήγαγαν κατά αυτόν τον τρόπο την πολιτική τους ανεξαρτησία, αποδεσμευόμενοι από εξωελλαδικές εξαρτήσεις και επιρροές σε εκκλησιαστικό και συνεπακολούθως σε πολιτικό επίπεδο.

Η ίδρυση λοιπόν της βουλγαρικής Εξαρχίας και η ανακήρυξη της εθνικής ανεξαρτησίας των Βουλγάρων κινείται στα πλαίσια της επικράτησης του εθνικισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα με το ξέσπασμα πολυάριθμων επαναστάσεων εθνικού και κοινωνικού χαρακτήρα (π.χ. αυτή του 1848). Είχε προηγηθεί η Γαλλική Επανάσταση (1789), η οποία θεωρείται ότι έθεσε τις βάσεις και υπήρξε η απαρχή για την συγκρότηση των σύγχρονων «πολιτικών εθνών» της εποχής της «νεωτερικότητας». Ψήγματα βεβαίως εθνικής συνείδησης φαίνεται ότι προϋπήρχαν ήδη από τη μεσαιωνική περίοδο («λαϊκός πρωτοεθνικισμός»), ιδίως στα λεγόμενα «ιστορικά έθνη».

Γι’ αυτό άλλωστε συγκροτούνταν διακριτές εκκλησιαστικές διοικήσεις βάσει αυτής της πραγματικότητας (π.χ. βουλγαρικό Πατριαρχείο Τυρνόβου, σερβικό Πατριαρχείο Πεκίου κτλ), πάντοτε όμως στα πλαίσια της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Η εθνική αφύπνιση των λαών της Βαλκανικής -και εν προκειμένω των Βουλγάρων- με σύγχρονους όρους και η συνεπακόλουθη δημιουργία ή ανασύσταση των αυτοδιοικούμενων «εθνικών» Εκκλησιών της περιοχής καταδεικνύει τη στενή σχέση μεταξύ θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας, μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής ανεξαρτησίας. Η εκκλησιαστική αυτονομία αποτελεί λοιπόν σε πολλές περιπτώσεις τον προπομπό για την (πολιτική) εθνική αυτοδιάθεση, όπως άλλωστε συνέβη στην περίπτωση των Βουλγάρων (συμβαίνει ενίοτε και το αντίστροφο). Εδώ την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) διαδέχτηκε η ίδρυση του σύγχρονου βουλγαρικού κράτους (1878).

Θανάσης Δ. Κωτσάκης, Ιστορικός

* Άρθρο του συγγραφέα που δημοσιεύτηκε στον αφιερωματικό τόμο στη μνήμη του Ιωάννη Χατζηφώτη με τίτλο: Αλεξανδρινός Αμητός, Αθήνα – Αλεξάνδρεια 2009, τόμ. Β΄, σσ. 211-219.

φώτος: el.wikipedia

 

(Visited 559 times, 1 visits today)

Leave a Comment

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

*